Για τον Laurence Sackman το γυναικείο γυμνό υπήρξε μια σημαντική μορφή έμπνευσης.

    Εύκολος άνθρωπος δεν ήταν. Αντίθετα όσοι είχαν ζήσει ή συνεργαστεί μαζί του είχαν να λένε για την εκκεντρική του φύση, τις ξαφνικές του εκρήξεις, αλλά και την πλέρια ζωτικότητα που τον κυρίευε σε σημείο εμμονής. Γι’ αυτόν η φωτογραφική κάμερα ήταν μια ομιλούσα μηχανή.

    Ο Laurence Sackman ήταν ο ορισμός της sui generis περίπτωσης και όχι ένας ακόμη φωτογράφος μόδας. Υπήρξε ο χειρότερος «εφιάλτης» των δημοσιογράφων: οι ελάχιστες συνεντεύξεις που παραχώρησε στην ενεργή φάση της καριέρας του καλύπτονταν από πυκνά πέπλα σιωπής. Μιλούσε ελάχιστα, αλλά έπραττε περισσότερα με την κάμερά του.

    Δεν γίνεται να μην θαυμάσεις το κοφτερό του «μάτι».

    Ο Helmut Newton, όταν ρωτήθηκε ποιους θα θεωρούσε σημαντικότερους απογόνους του στυλ του δίχως δεύτερη σκέψη ανέφερε δύο: τον τον Laurence Sackman και τον Chris von Wagenheim.

    Να γιατί τον αγάπησαν οι γυναίκες και του δόθηκαν φωτογραφικά. Να γιατί κι αυτός αποτύπωσε το κάλλος τους με έναν μυστικιστικό τρόπο που μόνο ελάχιστοι τους είδους κατάφεραν να το κάνουν. Ο «πολύς» Helmut Newton, όταν ρωτήθηκε ποιους θα θεωρούσε σημαντικότερους απογόνους του στυλ του, δίχως δεύτερη σκέψη ανέφερε δύο: τον Laurence Sackman και τον Chris von Wagenheim.

    Στην πραγματικότητα, ο Sackman ήταν ο φωτογράφος αναφοράς της δεκαετίας του ’80. Κατάφερε αμέσως να γίνει σταρ της φωτογραφικής τέχνης και να εγκωμιάζεται ποικιλοτρόπως για τις αισθητικές και τεχνικές λύσεις που έδινε σε κάθε shooting.

    Kάτι τέτοιες φωτογραφίες τον κατατάσσουν άξιο συνεχιστή του Helmut Newton.

    Ο Laurence Sackman γεννήθηκε το 1948 στο Wembley, ένα προάστιο του βόρειου Λονδίνου. Ξεκίνησε στη φωτογραφία σε ηλικία 14 ετών, βοηθώντας τον φωτογράφο «νεκρής φύσης» Sidney Pisan, ο οποίος ασκούσε επίσης το επάγγελμα του οδοντίατρου.

    Το έργο του, ποιητικό, ανατρεπτικό και με έντονο ερωτισμό, είχε το αποτύπωμα μιας ζωηρής ευαισθησίας.

    Με τον Pisan, ο νεαρός Sackman μυήθηκε στο ring-flash που χρησιμοποιούσε ο μέντοράς του στην ιατρική του πρακτική και στην καλλιτεχνική του δραστηριότητα. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Sackman ήταν ένας από τους πρώτους φωτογράφους μόδας που χρησιμοποίησε αυτόν τον τύπο φωτισμού που μειώνει τη σκιά.

    Οι εικόνες του Laurence Sackman είναι συχνά παραβατικές.

    Η συμβολή του Laurence Sackman στη φωτογραφία δεν μπορεί να περιοριστεί, βέβαια, στα όμορφα φώτα που έδιναν άλλο βάθος και προοπτική στις φωτογραφίες του. Το έργο του, ποιητικό, ανατρεπτικό και με έντονο ερωτισμό, είχε το αποτύπωμα μιας ζωηρής ευαισθησίας. Μια εποχή αντικατοπτρίζεται σε αυτό. Τότε όπου επιτρεπόταν κάθε τόλμη.

    Είκοσι χρονών το 1968, ο Sackman ήταν μέρος της ηδονιστικής νεολαίας, σε πλήρη σεξουαλική απελευθέρωση, πρόθυμος να ζήσει σε μια πιο φιλελεύθερη και ανεκτική κοινωνία.

    Η εξαιρετική του μαεστρία και το κοφτερό βλέμμα του εκκολάφτηκαν στο κατώφλι των «Swinging Sixties». Tότε που το Λονδίνο ήταν η αδιαμφισβήτητη πρωτεύουσα της ποπ κουλτούρας και εντός του φυσούσε αέρας ελευθερίας στην τέχνη, τη μουσική και τη μόδα. Είκοσι χρονών το 1968, ο Sackman ήταν μέρος αυτής της ηδονιστικής νεολαίας, σε πλήρη σεξουαλική απελευθέρωση, πρόθυμος να ζήσει σε μια πιο φιλελεύθερη και ανεκτική κοινωνία.

    Θωπεία και όχι πρόκληση για την πρόκληση.

    Ξεκίνησε φωτογραφίζοντας τους συγγενείς του, τη γυναίκα του Rémi και τα ξαδέρφια του. Τα αστέρια μοντέλα της δεκαετίας του ’60 πόζαραν μπροστά στον φακό του δίχως δεύτερη σκέψη: η Chandrika Casali, μούσα του Guy Bourdin και του David Bailey, η εμβληματική Grace Jones ή η Renate Zatsch, μούσα του Helmut Newton. Χωρίς να ξεχνάμε την Twiggy, εμβληματικό μοντέλο εκείνης της εποχής.

    Στον Yves Saint-Laurent είχε προτείνει να τραβήξει φωτογραφίες στο… φεγγάρι για μια από τις κολεξιόν του.

    Οι εικόνες του Laurence Sackman είναι συχνά παραβατικές. Αυτό, όμως, δεν τον εμπόδισε να θεωρείται απαραίτητος για τα περιοδικά. Εργάστηκε στα σημαντικότερα, όπως στα: Esquire, Stern, Queen, The Sunday Times, Nova, New York Times. Στο Παρίσι τον ζήτησαν οι Jardin des Modes και Vogue Hommes.

    Οι γυναίκες αποτυπώνονται στο φακό του κουβαλώντας κάτι αναλλοίωτο. Σαν να προέρχονται από το παρελθόν κι όμως να είναι σημερινές.

    Υπήρξε φίλος του φωτογράφου Steve Hiett που τον σύστησε το 1970 στον Claude Brouet, αρχισυντάκτη του Marie-Claire και στον Emile Laugier, τον ταλαντούχο καλλιτεχνικό του διευθυντή. Αμέσως λάτρεψαν τον Sackman  που είχε το ταλέντο να μην αφήνει κανέναν αδιάφορο. Ήταν ένας άνθρωπος-φλόγα.

    Ο Emile Laugier θυμάται έναν νεαρό άνδρα με λαμπερά έξυπνα μάτια, υψηλές προδιαγραφές και με πολύ ακριβείς σκηνοθετικές ιδέες. Εντέλει, έναν φωτογράφο ήξερε ακριβώς τι ήθελε. Ο Alain Lekim, βοηθός του Laurence Sackman για μερικά χρόνια, γοητεύτηκε τόσο πολύ από αυτόν που εγκατέλειψε μια πολλά υποσχόμενη αρχή της καριέρας του στη φωτογραφία για να του αφοσιωθεί. Βοηθός του ήταν ο διάσημος Paolo Roversi. Στη συνέχεια, όμως, βρήκε τον Sackman «δύσκολο να ζήσεις μαζί του», αν και καταθέτει ότι «μου δίδαξε τα πάντα».

    Η κάμερα του Sackman ήξερε να σμιλεύει τις γυναικείες αναλογίες.

    Εκείνη την εποχή, το όνομα του Sackman ήταν στα χείλη όλων στον μικρόκοσμο της μόδας. Ο Sackman πραγματοποίησε διαφημιστικές εκστρατείες για εξέχουσες μάρκες όπως: Saint-Laurent, Audi, De Beers.

    Πέθανε το 2020 στο Λονδίνο και, τι παράξενο, ελάχιστες κόπιες της μακρόχρονης δουλειάς του έχουν μείνει.

    Μια μέρα, μετά από αίτημα του ίδιου του Yves Saint-Laurent, ο Sackman παρευρέθηκε στην προπαρασκευαστική συνάντηση για μια εκστρατεία όπου ανταλλάσσονταν ιδέες. Τι πρότεινε; Να τραβήξει φωτογραφίες στο φεγγάρι!

    Το 1983 ήταν η τελευταία χρονιά που έβαλε την κάμερά του σε θέση «μάχης». Έκτοτε, σταμάτησε.

    Το 1983, έκανε το τελευταίο του έργο, μια σειρά γυμνών που παρήχθησαν στο δωμάτιο 65 του Hotel La Louisiane, που έγινε κατά κάποιο τρόπο η διαθήκη του. Σύμφωνα με τον ίδιο, εκείνη η σειρά υπήρξε η πιο επιτυχημένη δουλειά του.

    Το 2017, σε μια σπάνια στιγμή εκμυστήρευσης, παραδέχθηκε πως: «Όταν σταμάτησα τη φωτογραφία, ένιωσα ότι είχα κάνει ό,τι ήθελα να κάνω».

    Φευ, οι ψυχικές διαταραχές από τις οποίες καταδυναστευόταν δεν του επέτρεψαν να συνεχίσει για πολύ ακόμη τις πολύωρες φωτογραφήσεις. Το 1984 έκλεισε τις κάμερές του και αποσύρθηκε. Το 2017, σε μια σπάνια στιγμή εκμυστήρευσης, παραδέχθηκε πως: «Όταν σταμάτησα τη φωτογραφία, ένιωσα ότι είχα κάνει ό,τι ήθελα να κάνω. Δεν μετάνιωσα. Πιστεύω ακράδαντα ότι θα είχα επαναλάβει τον εαυτό μου αν συνέχιζα».

    Πέθανε το 2020 στο Λονδίνο και, τι παράξενο, ελάχιστες κόπιες της μακρόχρονης δουλειάς του έχουν μείνει ανέπαφες. Οι περισσότερες χάθηκαν ή καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του.

     

    Διαβάστε ακόμα: Ήταν ένας φωτογράφος. Jeanloup Sieff, ο ντροπαλός προβοκάτορας.

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top