Ο άνθρωπος για να διατηρήσει την ελευθερία του ως πρώτο του μέλημα πρέπει να έχει μια ζωή χωρίς ψέματα, υποκρισίες και εξαναγκασμούς. Πριν απ’ όλα όμως πρέπει να κάνει άκρη όλους αυτούς που έρχονται να τον χειραγωγήσουν, να τον ποδηγετήσουν, να τον υποτάξουν, με σκοπό να τον «σώσουν» από κάτι που μόνο αυτοί γνωρίζουν ότι πρέπει να σωθούν, γιατί οι ολοκληρωτισμοί ξεκινούν από τη βαθιά πεποίθηση των «ιδεολόγων σωτήρων» ότι οι ιδέες των άλλων είναι υποδεέστερες, δεν έχουν καμιά αξία και οι φορείς τους, οι άνθρωποι που τις κουβαλούν είναι πτωχοί τω πνεύματι, ηλίθιοι, μπορεί και λίγο τρελοί.
1983 στην Κομμουνιστική Πολωνία του Γιαρουζέλσκι που όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά, η κατάσταση είναι έκρυθμη, με αναταραχές και αποδιοργάνωση του καθεστώτος. Ο θάνατος του 18χρονου Γκζέγκος Πσέμικ στις 12 Μαΐου 1983, του οποίου η μητέρα είναι διάσημη ποιήτρια και αντιφρονούσα, μετά από τον ανελέητο ξυλοδαρμό του από την πολωνική αστυνομία, επιτείνει την αναστάτωση, σε βαθμό που ένας αξιωματούχος του καθεστώτος αποφαίνεται, «Σύντροφοι νομίζω ότι έχουμε ένα μικρό προβληματάκι με τη δημόσια εικόνα μας που συνδέεται με την υπόθεση κάποιου ονόματι Γκρεγκορς Πρζεμυκ».
Πάντα όλα τα καθεστώτα αλλά κυρίως τα ολοκληρωτικά, αργούν απελπιστικά να εκτιμήσουν σωστά τα γεγονότα και τα υποτιμούν με την ελπίδα να εξαφανιστούν ως δια μαγείας. Αλλά η πραγματικότητα είναι βουνό, όσο κι αν ο ινστρούχτορας τη βλέπει για λοφίσκο. Τον μέχρι θανάτου ξυλοδαρμό του 18χρονου, από την πολιτοφυλακή, για καλή τύχη των ελεύθερων ανθρώπων της χώρας και για κακή τύχη του βάρβαρου κομουνιστικού καθεστώτος του Γιαρουζέλσκι τον είδε ο φίλος του Γκρεγκορς Πρζεμυκ, ο Γιούρεκ Πόπιελ ο οποίος είναι αποφασισμένος να καταθέσει την αλήθεια.
Ο αυτόπτης μάρτυρας αυτόματα γίνεται ο μεγάλος αντίπαλος του καθεστώτος και κατ’ επέκταση του κράτους και ολόκληρου του έθνους, έτσι γινόταν στις χώρες του «ανύπαρκτου σοσιαλισμού», κράτος, καθεστώς αλλά και έθνος είναι ταυτόσημες έννοιες. Η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα και μετά το φόνο του μαθητή παρακολουθεί την οδύσσεια του μάρτυρα του ξυλοδαρμού.
Όλο το κτηνώδες κράτος με τους μηχανισμούς του πέφτει πάνω στον άμοιρο μάρτυρα με σκοπό να τον «ακυρώσει» παντί τρόπω. Τα μέσα ενημέρωσης, η δικαστική εξουσία, κράτος και αστυνομία προσπαθούν να στριμώξουν τον Πόπιελ να μην καταθέσει ή και να τον βγάλουν τρελό, κάτι που συνηθίζεται σε περιόδους ολοκληρωτισμού.
Όμως οι αρμόδιοι πιέζουν και όλους τους άλλους ανθρώπους που έχουν κάποια σχέση με την υπόθεση, καθώς και τα αγαπημένα πρόσωπα του μάρτυρα. Ο μηχανισμός του καθεστώτος δεν θα σταματήσει μπροστά σε τίποτα και κανέναν, στην προσπάθειά του να σκεπάσει, να αποκρύψει την δολοφονία, μέχρι και τη μητέρα του Γκζέγκος Πσέμικ θα πιέσει με αφόρητους εκβιασμούς και τρομερούς εκφοβισμούς για να πετύχει την απαλλαγή των πολιτοφυλάκων της.
Την περίοδο που πραγματεύεται η ταινία τα κινήματα υπέρ της δημοκρατίας έχουν φουντώσει στην Πολωνία. Ο Στρατηγός Γιαρουζέλσκι επέβαλε στρατιωτικό νόμο στις 13 Δεκεμβρίου 1981 σε μια προσπάθεια να καταστείλει αυτά τα κινήματα, όπως η δημοφιλής «Αλληλεγγύη» του Λεχ Βαλέσα. Κατά τη διακυβέρνησή του χιλιάδες δημοσιογράφοι, συνδικαλιστές και πολιτικοί υπέστησαν διώξεις, ενώ περί τους 100 σκοτώθηκαν. Επακολούθησε κοινωνική και οικονομική κρίση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την πτώση του μεσαίου εισοδήματος των Πολωνών κατά 20%. Στη διάρκεια του καθεστώτος του, από το 1981 έως το 1989, γύρω στα 700.000 άτομα εγκατέλειψαν.
Ο σκηνοθέτης Γιαν Ματουζίνσκι σημείωσε για την ταινία του «Η ταινία μού έδωσε την ευκαιρία να εξετάσω διαφορετικές πλευρές του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Πολωνία τη δεκαετία του ’80. Αυτός είναι ένας πραγματικά πολυεπίπεδος καθρέφτης. Και πρέπει να προσπαθήσουμε να μην τον σπάσουμε. Μόνο αν θυμόμαστε, μπορούμε να διατηρήσουμε την ελπίδα για κάτι να μην ξανασυμβεί».
Η ταινία μετά τα γεγονότα του θανάτου του 18χρονου εξελίσσεται σε θρίλερ που ανέδειξε τα πολιτικά σκάνδαλα της κομουνιστικής περιόδου, αντίστοιχα γεγονότα συνέβαιναν πολλά εκείνη την περίοδο ο μόνος λόγος που βγήκε στο φως αυτή η υπόθεση είναι ότι υπήρχε αυτόπτης μάρτυρας και το καθεστώτος δεν κατάφερε να τον εξαφανίσει.
Η ταινία «Τα Ίχνη της Βίας – Leave No Traces» είχε συμμετάσχει και προβληθεί στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας 2021 και αποτέλεσε την Επίσημη Πρόταση Πολωνίας στα Όσκαρ 2022. Πρωταγωνιστούν: Τομάς Ζιέτεκ, Σάντρα Κόρζενιακ, Ματέους Γκόρσκι.
Τα «Ίχνη της Βίας» και ο σκηνοθέτης της εξετάζουν τα γεγονότα με απόλυτο αυτοέλεγχο φροντίζοντας να μην χαθούν μέσα στις καταγγελίες τη στέρεη ιστορία και τα πραγματικά γεγονότα. Ο ντοκιμαντερίστικος χειρισμός του θέματος οδηγεί σε μεγάλη διάρκεια «160’» της ταινίας από την μια πλευρά, από την άλλη όμως δίνει χώρο, χρόνο και τις αναγκαίες λεπτομέρειες ούτως ώστε ο θεατής να μπορέσει να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για τα τεκταινόμενα.
Σχεδόν από τη θέση του ενόρκου, ο θεατής θα πρέπει να σκεφτεί πάνω στα μεγάλα θέματα της ελευθερίας, της ζωής, της αξιοπρέπειας, να σταθμίσει τα ηθικά ζητήματα και πριν τους τίτλους τέλους να έχει αποφανθεί για τις αξίες και τις προτεραιότητες που κάθε φορά θέτουμε, για τις υποχρεώσεις, τις απαγορεύσεις και τις αρνήσεις γιατί όπως έλεγε ο Ιταλός συγγραφέας Curzio Malaparte «Ολοκληρωτικό καθεστώς είναι το καθεστώς εκείνο όπου ό,τι δεν απαγορεύεται είναι υποχρεωτικό».
Διαβάστε ακόμα: Είδαμε την «Αυλή του Σχολείου». Mικρά παιδιά αιχμάλωτα σ’ έναν βάναυσο κόσμο