Με την Μαριάννε, την εποχή του μεγάλου τους έρωτα, στο λιμάνι της Ύδρας.

Με την Μαριάννε, την εποχή του μεγάλου τους έρωτα, στο λιμάνι της Ύδρας.

Ένα ζεστό πρωινό του Μαΐου, σχεδόν μεσημέρι, η Μαριάννε ζητάει από μια γειτόνισσα να προσέξει για λίγο τον μικρό Άξελ, ώστε να πάει για ψώνια. Τριγύρω της άνθη κόκκινα και ροζ· όλη η Ύδρα είναι έτοιμη ν’ ανθίσει. Κατεβαίνει γρήγορα τα απότομα σκαλιά από το σπίτι κι ακολουθεί την παλιά κοίτη του ποταμού προς το λιμάνι, χαιρετώντας λιγοστούς γνωστούς καθ’ οδόν.

Η Μαριάννε Ιλέν σε μια στιγμή περισυλλογής. (Φωτογραφία Ζαν Μαρκ Απέρ)

Η Μαριάννε Ιλέν σε μια στιγμή περισυλλογής. Φωτό: Ζαν Μαρκ Απέρ

«Γεια σου παιδί μου».

«Γεια σου».

Στο λιμάνι, μπαίνει στου Κάτσικα κρατώντας το καλάθι της, για ν’ αγοράσει εμφιαλωμένο νερό και γάλα για το μωρό. Φοράει ένα ζευγάρι τσόκαρα και μια χειροποίητη ριγέ φούστα, με φαρδιές πιέτες και πολύχρωμες ρίγες σε γαλάζιο φόντο. Ένας άνδρας που δεν έχει ξαναδεί, έρχεται και στέκεται στην πόρτα του καταστήματος, με τον ήλιο ξοπίσω του, ντυμένος μ’ ένα χακί παντελόνι κι ένα πουκάμισο με σηκωμένα τα μανίκια. Φοράει ελβιέλες και τραγιάσκα. Η Μαριάννε δεν μπορεί να δει το πρόσωπό του, μόνο το περίγραμμα της φιγούρας του, μα τον ακούει να λέει στ’ Αγγλικά: «Θα θέλατε να έρθετε να καθίσετε μαζί μας; Είμαστε έξω».

Η Μαριάννε αποδέχεται την πρόσκλησή του ντροπαλά και τελειώνει με τα ψώνια της. Παίρνει το καλάθι της, βγαίνει έξω, και κάθεται στο τραπέζι του άνδρα, όπου βρίσκονται κι άλλοι τρεις-τέσσερις ξένοι. Κάθονται σε κάτι μικρές, ξύλινες καρέκλες, με ψάθινα καθίσματα και ίσιες πλάτες. Μερικοί πίνουν ρετσίνα. Η Μαριάννε παραγγέλνει χυμό, αποφεύγοντας να πιει αλκοόλ τόσο νωρίς το πρωί. Είναι ανήσυχη, ξέροντας ότι πρέπει σύντομα να γυρίσει σπίτι, ν’ απαλλάξει τη γειτόνισσα απ’ το μωρό. Συνεσταλμένη, μην ξέροντας τι να πει, αποστρέφει το βλέμμα της από την ήσυχη κι ειρηνική ατμόσφαιρα του τραπεζιού. Ο άνδρας δεν λέει πολλά, κοιτάζει μόνο τη Μαριάννε. Κι όταν τα βλέμματά τους συναντιούνται, το σώμα της όλο τρέμει.

Η Μαριάννε ψωνίζει με το καλάθι της στο μπακάλικο του Κάτσικα, εκεί που πρωτογνώρισε τον Λέναρντ. Δεξιά: Με τον μικρούλη Άξελ στο λιμάνι της Ύδρας, την Άνοιξη του 1962.

Η Μαριάννε ψωνίζει με το καλάθι της στο μπακάλικο του Κάτσικα, εκεί που πρωτογνώρισε τον Λέναρντ. Δεξιά: Με τον μικρούλη Άξελ στο λιμάνι της Ύδρας, την άνοιξη του 1962.

Η Μαριάννε σηκώνεται. Αποχαιρετά τους παρευρισκόμενους και τρέχει με ανάλαφρο βάδισμα μέχρι το σπιτάκι στα Καλά Πηγάδια.

Ο άνδρας δε λέει πολλά, κοιτάζει μόνο τη Μαριάννε. Κι όταν τα βλέμματά τους συναντιούνται, το σώμα της όλο τρέμει.

Το καλάθι της είναι βαρύ, αλλά δε νιώθει το βάρος. Φτάνει σπίτι και νιώθει σχεδόν μεθυσμένη. Ξεπροβοδίζει στα γρήγορα τη νεαρή γειτόνισσα και βάζει μουσική. Χορεύει μες το δωμάτιο. Σκέφτεται πόσο όμορφα είναι που βρίσκεται εκεί μαζί με το μικρό Άξελ, δίχως να τη νοιάζει που ο μικρός δεν θέλει να πάει κατευθείαν για ύπνο. Νιώθει ανάλαφρη, ξαλαφρωμένη.

Η Μαριάννε και το παιδί ξεκουράζονται το απομεσήμερο, όταν ο ήλιος βρίσκεται στο ζενίθ του. Η Μαριάννε ξυπνάει και νιώθει να σφύζει από ενθουσιασμό. Θέλει να ξανακατέβει στο λιμάνι, γνωρίζοντας πως όλοι όσοι ξέρει βρίσκονται εκεί. Σκέφτεται ότι ίσως και να ξανασυναντήσει εκεί τον Καναδό που γνώρισε το πρωί. Το μαυρομάλλη ποιητή με την τραγιάσκα και το έντονο βλέμμα.

Φοράει ένα καπελάκι στο μωρό και τσουλάει το καρότσι στην κατηφόρα από τα Καλά Πηγάδια, έχοντας ξεχάσει, έστω και για λίγο, τον Άξελ.

 

⇒ Το απόσπασμα που φιλοξενεί η στήλη (όπως και αυτό της επόμενης σελίδας) είναι από το βιβλίο της Κάρι Χεστχάμαρ «So Long, Marianne», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ποταμός, σε μετάφραση από τα νορβηγικά της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη. (Ο τίτλος του κεφαλαίου στο βιβλίο είναι «Ο άνδρας με την τραγιάσκα».)

Δείτε εδώ τον Λέναρντ Κόεν να μιλάει για τη γνωριμία του με τη Μαριάννε Ιλέν στην Ύδρα:

 

Στην επόμενη σελίδα: “So Long, Marianne”, το τραγούδι του αποχαιρετισμού.

1 2

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top