Η βραδιά ήταν υποβλητικά σκηνοθετημένη, χάρις στους φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ (greekfestival.gr).

Ήταν μια βραδιά γεμάτη μύθο και μουσική. Την Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020 ο Λεωνίδας Καβάκος εγκαινίασε στο Αρχαίο Θέατρο του Ασκληπιείου στην Αργολίδα το φετινό αναδιαμορφωμένο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Ο μουσικός στάθηκε στο κέντρο της ορχήστρας και ερμήνευσε χωρίς διακοπή την Παρτίτα αρ. 3, την Σονάτα αρ. 1 και την Παρτίτα αρ. 2 από τα Έξι Σόλο για βιολί του Johann Sebastian Bach. Η διάρκεια του μουσικού προγράμματος ήταν περίπου 70 λεπτά.

Η βραδιά ήταν υποβλητικά σκηνοθετημένη, χάρις στους φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ. Οι προβολείς σχημάτιζαν ένα άστρο με κέντρο τον μουσικό, ενώ δεκάδες κεριά τοποθετημένα περιμετρικά στην ορχήστρα δημιουργούσαν ένα ομαλό πέρασμα προς το κοίλο, αποφεύγοντας την αίσθηση κενού που θα έδινε ένας μοναχικός άνθρωπος στο κέντρο ενός αχανούς κύκλου. Ο μουσικός στάθηκε στο πίσω όριο της θυμέλης.

Το σωζόμενο χειρόγραφο του Bach φέρει την χρονολογία 1720, τοποθετώντας συμβατικά τη σύνθεση ακριβώς πριν από τρεις αιώνες. Αποτελείται από τρεις τετραμερείς “εκκλησιαστικές σονάτες” με τη χαρακτηριστική διαδοχή αργού και γρήγορου μέρους, και τρεις παρτίτες ή σουίτες, συλλογές κομματιών που εμπνέονται από καθιερωμένους χορευτικούς ρυθμούς της εποχής, με πιο ελεύθερη οργάνωση. Τα προηγούμενα χρόνια είχαμε συχνά της ευκαιρία να ακούσουμε τον Λεωνίδα Καβάκο να ερμηνεύει μεμονωμένα αποσπάσματα, ιδίως την Gavotte της 3ης Παρτίτας ως encore στις συναυλίες του, καλλιεργώντας την ελπίδα ότι θα αναμετρηθεί κάποια μέρα και με το σύνολο έργο.

Ήταν εξαιρετικά σημαντικό ότι η μουσική ακούστηκε, και μάλιστα με έναν ηχοχρωματικά ικανοποιητικό ήχο.

Εκτός από τις ερμηνευτικές προκλήσεις, ο Λεωνίδας Καβάκος είχε να αντιμετωπίσει και την προσαρμογή του ήχου στον χώρο. Σε μια σύγχρονη κλειστή αίθουσα συναυλιών μελετημένη ειδικά για μουσική δωματίου, ο ήχος αντανακλάται ενισχυμένος με όλους τους αρμονικούς του, προσφέροντας ένα ιδανικό ακρόαμα. Σε ένα ανοιχτό θέατρο ο ήχος εκπέμπεται σε μια ευθεία χάνοντας σταδιακά τους αρμονικούς του, κάτι που στα έγχορδα μπορεί να  δώσει έναν δυσάρεστο, στριγκό ήχο, ενώ και ο ίδιος ο μουσικός δεν έχει κάποια σαφή ακουστική εικόνα για το τι εισπράττει ο ακροατής.

Από αυτή την άποψη, ήταν εξαιρετικά σημαντικό ότι η μουσική ακούστηκε, και μάλιστα με έναν ηχοχρωματικά ικανοποιητικό ήχο, που όπως μπόρεσα να επιβεβαιώσω από μαρτυρίες άλλων ακροατών, έφτασε καθαρός μέχρι και τα τελευταία εδώλια του άνω διαζώματος. Αυτό ήταν από μόνο του ένα επίτευγμα και απόδειξη της ικανότητας του μουσικού να προσαρμόζει τον ήχο του στην ακουστική του θεάτρου. Ορθώς διευκρινίστηκε ότι τα μικρόφωνα που βρίσκονταν εμπρός του χρησίμευαν για ηχογράφηση και όχι για ενίσχυση. Απαρνούμενος την ευκολία της μικροφωνικής ενίσχυσης, ο Λεωνίδας Καβάκος αποδείχτηκε νικητής και υπέρμαχος του φυσικού ήχου.

Απαρνούμενος την ευκολία της μικροφωνικής ενίσχυσης, ο Λεωνίδας Καβάκος αποδείχτηκε νικητής και υπέρμαχος του φυσικού ήχου (greekfestival.gr).

Καταθέτοντας την προσωπική μου ακουστική εμπειρία από την πέμπτη σειρά στην δεξιά πλευρά όπως κοιτάζουμε από την ορχήστρα στο κοίλο, ο μουσικός ξεκίνησε παίζοντας στραμμένος λίγο προς τα αριστερά με το σώμα να καλύπτει το βιολί και εμποδίζοντας τον ήχο. Όταν όμως στράφηκε προς τα εμπρός και το βιολί κοίταξε προς το κέντρο του κοίλου, το σώμα του οργάνου με τα ανοίγματα του ηχείου βρέθηκε ουσιαστικά κατά πάνω μου, επιτρέποντάς μου να ακούω τον ήχο απολύτως συγκεντρωμένο να εκπέμπεται αδιαμεσολάβητος προς εμένα. Παράλληλα η κίνηση του μουσικού επεκτεινόταν, ξεκινώντας από πολύ συγκρατημένη και φτάνοντας στην πλήρη απαλευθέρωση στη δεξιοτεχνική Chaconne της 2ης Παρτίτας, που ολοκλήρωσε τη βραδιά, πάντοτε όμως παραμένοντας εντός της θυμέλης. Μια συμβολική ίσως αναπαράσταση της δουλειάς του μουσικού ερμηνευτή, που οφείλει ταυτόχρονα να παίρνει ελευθερίες αλλά και να παραμένει εντός ορίων.

Όταν η μουσική τελείωσε, ο Λεωνίδας Καβάκος με μια αστραπιαία κίνηση γονάτισε και με το δεξί του χέρι άγγιξε για μια στιγμή τη θυμέλη.

Στην προσπάθεια του είχε τη φύση – όπως το δει κανείς –  ανταγωνιστή ή συμπαραστάτη: αρχικά τον γκιώνη, έπειτα τα τζιτζίκια. Το κοινό πάντως παρέμεινε αξιοσημείωτα ήσυχο. Στην Ελλάδα πολλές φορές δεν είναι εύκολο να ακούσεις τον Καβάκο, το κοινό εφευρίσκει κάθε είδους οχλήσεις. Δεν έλειψαν και εδώ, αλλά ήταν λίγες, αν και σε καλοδιαλεγμένα σημεία. Κατέγραψα ένα κινητό που δονούνταν κοντά μου σε όλη την Gavotte της 3ης Παρτίτας, μια διαδήλωση στην αρχή της φούγκας στην 1η Σονάτα, και λίγο πριν την καταληκτική Chaconne ένα παιδάκι που, αφού άντεξε μια ολόκληρη ώρα, άρχισε να παραπονιέται γοερά στη μαμά του. Όμως γενικά επικράτησε ησυχία και συγκέντρωση.

Το κοινό παρέμεινε αξιοσημείωτα ήσυχο.

Οι ερμηνευτικές επιλογές δεν μπορώ να γνωρίζω πόσο υπαγορεύθηκαν από την ακουστική. Με σπάνια χρήση βιμπράτο, αποφεύγοντας τη ρομαντική μεγαλοστομία όσο και μια αυστηρά ιστορικά προσδιορισμένη ερμηνεία, η ερμηνεία ήταν λιτή και στοχαστική, τέτοια που μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια σε κάθε του εμφάνιση. Το επίπεδο του ήχου ήταν γενικά δυνατό, χωρίς ηχοχρωματικές φωτοσκιάσεις και εκλεπτύνσεις της δυναμικής· μόνο στο Μenuetto ΙΙ της 3ης Παρτίτας παιχνίδισε λίγο με την ιδέα ενός πιο αισθησιακού ηχοχρώματος. Συνολικά ήταν μια ερμηνεία μάλλον αφηρημένη όσο και βαθιά προσωπική, επικεντρωμένη στην αναζήτηση της βαθύτερης ουσίας της μουσικής, αποκαθαρμένη από κάθε στοιχείο δεξιοτεχνικού εντυπωσιασμού, αλλά και χωρίς χαρακτηριολογική περιγραφή των χορευτικών ρυθμών στις παρτίτες.

Η υπόκλιση του Λεωνίδα Καβάκου.

Θα είχα ασφαλώς μεγάλη περιέργεια να ακούσω τη μουσική έτσι όπως την κατέγραψαν τα μικρόφωνα και να τη συγκρίνω με αυτό που άκουσα. Όμως θα ήταν περιοριστικό να μιλήσουμε για τη βραδιά αποκλειστικά με σύγχρονους συναυλιακούς όρους, αφαιρώντας την από το παραστατικό της συμφραζόμενο και παραβλέποντας τη συμβολική της διάσταση. Γιατί ήταν μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια να μεταφερθεί η μουσική από ένα ακουστικά εξειδικευμένο πλαίσιο, έτσι όπως το έχει προσδιορίσει η πρακτική της εποχής μας, σε μια αισθητικά ευρύτερη συνθήκη, σε έναν τόπο εξαιρετικό, που εκμαίευε από τον ακροατή την ενεργά συνειδητή παρακολούθηση. Σε κάθε περίπτωση, στο τελευταίο κομμάτι, τη Chaconne της 2ης Παρτίτας, αισθάνθηκα ότι επετεύχθη η επίζηλη μέθεξη που καθιστά μια συναυλία αξιομνημόνευτη καλλιτεχνική εμπειρία. Θα ήθελα η δοκιμή να έχει συνέχεια.

Όταν η μουσική τελείωσε, ο Λεωνίδας Καβάκος επέστρεψε για να υποκλιθεί στο κοινό, και κρατώντας στο αριστερό του χέρι δοξάρι και βιολί, με μια αστραπιαία κίνηση γονάτισε και με το δεξί του χέρι άγγιξε για μια στιγμή τη θυμέλη.

 

//Το πρόγραμμα

Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (1685-1750)
Παρτίτα αρ. 3 για σόλο βιολί σε μι μείζονα, BWV 1006

Preludio – Loure – Gavotte en Rondeau – Menuett I – Menuett II – Bourrée – Gigue
Σονάτα για σόλο βιολί αρ. 1 σε σολ ελάσσονα, BWV 1001

Adagio – Fuga (Allegro) – Siciliana – Presto
Παρτίτα αρ. 2 για σόλο βιολί σε ρε ελάσσονα, BWV 1004

Allemande – Courante – Sarabande – Gigue – Chaconne

 

Διαβάστε ακόμα: Ελληνικό ξεκίνημα για το Φεστιβάλ Young Euro Classic 2020 – παρακολουθείστε το ζωντανά.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top