Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών θα εμφανιστεί την Παρασκευή 11/5 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και την Κυριακή 13/5 στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. (Φωτογραφία: Marco Borggreve | InterMusica)

Μουσική και προσφορά είναι οι δύο λέξεις που ορίζουν το ανανεωμένο project συνεργασίας του Λεωνίδα Καβάκου και της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών που φιλοδοξεί να φέρει το μήνυμα της συμφωνικής μουσικής σε όλη την Ελλάδα.

Μετά από μια πρώτη επιτυχημένη συναυλία στο Μέγαρο Χορού της Καλαμάτας τον Οκτώβριο του 2016, η συνεργασία συνεχίστηκε διευρυμένη με μια διπλή συναυλία σε Αγρίνιο και Πάτρα στις 13 και 14 Ιανουαρίου του 2018, ενώ δύο ακόμα συναυλίες θα δοθούν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη στις 11 και 13 Μαΐου. Με αυτή την αφορμή δημοσιεύουμε την χειμαρρώδη έκφραση αυτού του ενθουσιώδους σχεδίου που μας έδωσε ένα απόγευμα προ εβδομάδων, μεταξύ δοκιμής και συναυλίας στην πόλη του Αγρινίου.

«Στην Ελλάδα τα κέντρα, δηλαδή οι μεγάλες πόλεις, συγκεντρώνουν και απορροφούν τα πάντα σαν σκούπες, σαν μαύρες τρύπες ουσιαστικά, και εξαφανίζουν οτιδήποτε άλλο».

– Κύριε Καβάκο, ακριβώς έναν χρόνο και μια μέρα από την βράβευσή σας με το Βραβείο Λέονι Σόννινγκ στην Κοπεγχάγη, ξαναβρισκόμαστε στο Αγρίνιο. Πώς έχει εξελιχθεί η ζωή σας σε αυτό το διάστημα;
Δεν έχει αλλάξει δραματικά σε σχέση με αυτά που κάνω στο εξωτερικό, πάντοτε υπάρχουν πολύ όμορφες καλλιτεχνικά συνεργασίες ή ιδέες στις οποίες προσβλέπω, είτε με ορχήστρες, είτε με συναδέλφους και μουσική δωματίου, είτε διευθύνοντας, ηχογραφήσεις κτλ. όλος αυτό ο κύκλος συνεχίζεται όπως ήταν. Αυτό το οποίο έχει αλλάξει και είναι σημαντικό και όμορφο, είναι βεβαίως αυτό που κάνουμε τώρα εδώ με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Είναι για μένα ένα πάρα πολύ όμορφο σχέδιο, όμορφο με την έννοια ότι έχει πάρα πολλές θετικές πλευρές! Πέραν του συναισθηματικού δεσμού που είχα με την ορχήστρα από μικρός, λόγω του πατέρα μου [σσ. ήταν μέλος της ΚΟΑ], άκουγα τις πρόβες και είχα εγκλιματιστεί στη μουσική, στον χώρο και στη διαδικασία της με έναν πολύ όμορφο τρόπο. Η νέα γενιά τώρα που είναι στην ορχήστρα, με πολλούς ήμουνα συμμαθητής, έχουμε μεγαλώσει δηλαδή μαζί, και αυτή τη στιγμή θεωρώ ότι η συνεργασία βοηθάει με κάποιο τρόπο την ορχήστρα καλλιτεχνικώς. Το κύριο σκέλος της συνεργασίας μας είναι ότι η δραστηριότητα αυτή μας επιτρέπει να επισκεπτόμαστε επαρχιακές πόλεις, οι οποίες διψούν πολιτιστικά και είναι καταδικασμένες στην απόλυτη αδράνεια. Εάν τώρα ψάξουμε στο Αγρίνιο πότε θα είναι η επόμενη συναυλία αντίστοιχη με αυτή που κάνουμε, απλά δεν θα βρούμε κάτι – και το ίδιο φαντάζομαι ισχύει και για την Πάτρα. Η παρουσία μας αυτή σίγουρα αποτελεί ένα μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός για τις πόλεις που πάμε και ο στόχος μας είναι να ενεργοποιήσουμε κάποια κύτταρα στους ανθρώπους, απευθυνόμενοι στην ευγένεια της ψυχής τους, έτσι ώστε να ξυπνήσουμε μια αισθητική διαφορετική, μια αισθητική που διαμορφώνεται μέσα από το πανανθρώπινο μήνυμα της μουσικής, και μια αισθητική που στην εποχή μας είναι υπό διωγμόν.

Αυτό συνδυάζεται πάντοτε με προσφορά, πέραν από την πνευματική της διάσταση, τη μουσική, και με μια προσφορά υλική, συμβολική βέβαια, αλλά σημαντική, σε φορείς που επίσης έχουν προβλήματα, που είναι εγκαταλελειμμένοι από την πολιτεία και που χρειάζονται στήριξη, την οποία δεν μπορούν να βρουν και λόγω της κρίσης, αλλά κυρίως πιστεύω λόγω της έλλειψης ευαισθησίας που υπάρχει στην Ελλάδα και της αντίληψης του «κέντρου».

Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από «κέντρα» που όμως δεν εκπληρώνουν τον σκοπό τους. Το κέντρο δεν είναι αυτό που συγκεντρώνει, είναι αυτό που επιτρέπει την εξάπλωση. Στην Ελλάδα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, τα κέντρα συγκεντρώνουν, απορροφούν τα πάντα σαν σκούπες, σαν μαύρες τρύπες ουσιαστικά, και εξαφανίζουν οτιδήποτε άλλο. Και δε μιλάω μόνο για τη μουσική, αλλά για τα πάντα! Άρα λοιπόν οι συναυλίες και τα έσοδα έχουν σκοπό να αγγίξουν και να στείλουν ένα μήνυμα ότι «ρε παιδιά, κάποιος σας σκέφτεται. Δεν μπορούμε να λύσουμε όλα σας τα προβλήματα, αλλά κάποιος τουλάχιστον σας σκέφτεται».

«Με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών επισκεπτόμαστε επαρχιακές πόλεις, οι οποίες διψούν πολιτιστικά και είναι καταδικασμένες στην απόλυτη αδράνεια». (Φωτογραφία: Jan-Olav Wedin | InterMusica)

– Ποιο είναι το καλλιτεχνικό κέρδος που παίρνετε σαν μουσικός εσείς προσωπικά και η ορχήστρα;
Για μένα η προετοιμασία που κάνουμε για τις συναυλίες αυτές είναι σαν να κάναμε προετοιμασία για να πάμε σε συναυλία στη Βιέννη, δεν διαφέρει σε τίποτα, το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα το οποίο επιδιώκουμε είναι αυτό. Όμως για να μπορέσει κανείς να παίξει κάτι καλό, η βασικότερη προϋπόθεση είναι να υπάρχει μια καλή χημεία· με την ορχήστρα έχουμε μία πάρα πολύ καλή καλλιτεχνική χημεία και θεωρώ ότι μέσω της δουλειάς που κάνουμε, δεν ξέρω πως αλλιώς να το εκφράσω, υπάρχει αυτή η χαρά του να κάνω μουσική με κάποιον τη στιγμή που υπάρχει καλή χημεία. Μπορεί να μην είναι τέλειο, ποτέ δεν είναι τέλειο -καταρχάς, κανείς δεν ξέρει τι είναι τέλειο- μπορεί να έχουμε ατέλειες, αλλά δεν έχει σημασία, σημασία έχει ότι από κάτω υπάρχει αυτή η διάθεση, αυτή η ενέργεια η οποία είναι σαν ζωοποιός σε αυτό το οποίο κάνουμε, δηλαδή του δίνει κάτι «άλλο». Θεωρώ ότι η συναυλία που είχαμε κάνει πέρσι στην Καλαμάτα ήταν μία συναυλία υψηλοτάτου επιπέδου, μου είχε αρέσει, είχα μείνει με μία πάρα πολύ όμορφη εντύπωση μέσα μου, πνευματική και ψυχική, και κάτι ανάλογο συμβαίνει και τώρα.

– Μιας και προετοιμάζεστε σαν να πηγαίνατε στη Βιέννη, πιστεύετε ότι θα πάτε κάποια μέρα με την ορχήστρα; Πώς το βλέπετε;
Κάποια στιγμή… το ελπίζω και το εύχομαι να γίνει αυτό. Αλλά επειδή πρέπει να κινούμαστε όχι με βάση τον ενθουσιασμό και τη συναισθηματική μας φόρτιση, αλλά με την απόλυτη γνώση της πραγματικότητας, με την αίσθηση του χρόνου στην επιλογή μας, ακόμα δεν είμαστε στο επίπεδο για να πάμε στη Βιέννη, γιατί εκεί θα έχουμε να συγκριθούμε με τη Φιλαρμονική και με όλες τις άλλες κορυφαίες ορχήστρες του κόσμου. Όμως θεωρώ ότι υπάρχει στην ορχήστρα το έμψυχο δυναμικό που με τις κατάλληλες προϋποθέσεις μπορεί να φτάσει κάπου εκεί, όχι εκεί, αλλά κάπου εκεί. Αυτό που δεν υπάρχει είναι η στήριξη από το κράτος, την οποία θα έπρεπε να έχει ένας φορέας πολιτιστικός κατά την άποψή μου.

«Στην Ελλάδα πάσχουμε σαν κοινωνία από τη συλλογική συνείδηση και τη συλλογικότητα. Είναι ένα ελάττωμα που έχουμε ως φυλή από τα αρχαία χρόνια και το οποίο ακόμα μας ακολουθεί». (Φωτογραφία: Marco Borggreve | InterMusica)

– Τι σημαίνει αυτό; Τι χρειάζεται να γίνει πρακτικά;
Χρειάζεται ο εκάστοτε προϊστάμενος, ο υπουργός δηλαδή, να έχει ένα πλάνο δεκαετίας για την ορχήστρα το οποίο να βασίζεται σε ορισμένους πυλώνες, οι οποίοι είναι:

Πρώτον, χρηματοδότηση, η οποία επιτρέπει η ορχήστρα όχι να κάνει μόνο τις φανταχτερές μετακλήσεις καλλιτεχνών, οι οποίοι έχουν μεγάλο κόστος γιατί είναι διάσημοι, αλλά επίσης να επιτρέπουν να χρηματοδοτήσει η ορχήστρα από μόνη της την πρόοδο της και την καλή συνεργασία. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: έχω μία πολύ καλή φίλη, η οποία είναι στην ορχήστρα του Κονσερτχεμπάου του Άμστερνταμ, που είναι μία από τις κορυφαίες ορχήστρες. Την είχα πάρει τηλέφωνο να μιλήσουμε μία εποχή, ήταν νομίζω Σεπτέμβριος πριν από 3 χρόνια, και μου είχε πει ότι «η ορχήστρα μια-δύο εβδομάδες πριν αρχίσει τις πρώτες συναυλίες πάντα μαζεύεται και κάνουμε πρόβες με τον Ιβάν Φίσερ, ώστε να βρούμε τη συνοχή μας, να μπούμε σε τροχιά».

Αυτό δεν το φαντάζεται κανείς! Όμως αυτά τα πράγματα χρειάζονται χρηματοδότηση. Έτσι η Κονσερτχεμπάου μπορεί και καλεί τον Ιβαν Φίσερ, που είναι ένας μεγάλος μαέστρος και έχει μια μεγάλη σχέση με την ορχήστρα, μια ουσιαστική σχέση εδώ και 30 χρόνια. Στην Ελλάδα θα μπορούσαν με τα κατάλληλα κονδύλια να καλέσουν κάποιους πολύ έμπειρους μουσικούς από το εξωτερικό να τους κάνουν μία πρόβα. Όμως στην Ελλάδα πάσχουμε σαν κοινωνία από τη συλλογική συνείδηση και τη συλλογικότητα. Είναι κάτι το οποίο δυστυχώς η φυλή μας από αρχαιοτάτων χρόνων, όπως είχε πάρα πολλά καλά, ήταν ένα από τα ελαττώματα της, το οποίο ακόμα μας ακολουθεί. Και παρότι το ξέρουμε και οποιονδήποτε ρωτήσετε δεν θα διαφωνήσει, και όλοι συμφωνούμε μεταξύ μας, όταν έρθει η ώρα να κάτσουμε κάτω και να δουλέψουμε μαζί συλλογικά, τότε υπάρχει ένα πρόβλημα. Αυτό, η συνεργασία, είναι κάτι που μπορεί να διδαχτεί σιγά-σιγά, χρειάζεται η χρηματοδότηση, για να μπορεί η ορχήστρα να δημιουργήσει αυτόν τον υγιή πυρήνα, ο οποίος θα της προσδώσει αυτομάτως ένα επίπεδο.

Δεύτερον, είναι οι σωστές συνθήκες εργασίας. Αυτές λίγο-πολύ υπάρχουν, η ορχήστρα τώρα πλέον έχει πάει στο Μέγαρο Μουσικής, παίζει τις συναυλίες της εκεί.

Τρίτον, η αποστολή της ορχήστρας. Ποια είναι η αποστολή της ορχήστρας; Την Παρασκευή να κάνει τις συναυλίες της και το Σαββατοκύριακο να κάτσει να ξεκουραστεί; Είναι ένα πνευματικό ίδρυμα, πρέπει να έχει μία επαφή, έναν ρόλο στη διαμόρφωση των νέων γενιών, πρέπει να έχει μία επιρροή.

«Η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη με την οποία έχω πολύ ιδιαίτερους δεσμούς, αφού εκεί εμφανίστηκα όταν ήμουν μόλις 16 ετών».

– Έχει μία Ακαδημία Νέων Μουσικών.
Απολύτως, αλλά δεν πρέπει να έχει μία εκπαιδευτική δραστηριότητα ευρύτερη; Ποια είναι αυτή, πώς καθορίζεται, πού πραγματοποιείται, ποιο είναι το πλάνο, για να μπορέσουμε να πούμε ότι «ναι, κύριε, έχουμε έναν οργανισμό, έστω και με λίγα χρήματα, άλλα έχει λόγο ύπαρξης, γιατί έρχονται οι άνθρωποι και ακούν τις συναυλίες». Ποιοι θα έρχονται σε 30 χρόνια, εάν δεν έχω προσέξει να έχω δημιουργήσει την επόμενη κατάσταση;

Τέταρτον, όπως είπα, έχουμε τα πάντα μες στο κέντρο και λειτουργούν τα κέντρα σαν μαύρες τρύπες. Δεν υπάρχει τίποτα έξω από τις μεγάλες πόλεις. Δεν έχουμε χρήματα να φτιάξουμε άλλες ορχήστρες; Υπάρχουν όμως αίθουσες! Δημιουργούμε ένα δίκτυο, το οποίο κατοχυρώνει την παρουσία της ορχήστρας, αλλά και της τέχνης της μουσικής, και τη δυνατότητα σε όποιον για οποιονδήποτε λόγο μένει εκτός κέντρου να έχει πρόσβαση.

«Αυτό που δεν υπάρχει είναι η στήριξη από το κράτος, την οποία θα έπρεπε να έχει ένας φορέας πολιτιστικός κατά την άποψή μου». (Φωτογραφία: Marco Borggreve | InterMusica)

– Κάτι σαν την Scottish Chamber Orchestra που περιοδεύει στις πόλεις της Σκωτίας.
Κάτι σαν αυτό που κάνει η ορχήστρα, αυτό το project που κάνουμε εμείς τώρα έχει αυτό το σκεπτικό. Αυτό πρέπει να είναι μέσα στο πλαίσιο λειτουργίας μιας ορχήστρας, δεν πρέπει να γίνεται επειδή μία φορά βρέθηκε ένας τρελός, να το πω έτσι, ένας ρομαντικός. Πρέπει να είναι μία στρατηγική αυτή. Γιατί υποτίθεται το κράτος είναι μέχρι τα σύνορα, όχι μέχρις εκεί όπου με βολεύει. Ποιος πάει στα σύνορα; Γιατί ο άνθρωπος, ο Έλληνας ο οποίος μένει στην Κομοτηνή, δίπλα στη μεθόριο με την Τουρκία, γιατί αυτός δεν πρέπει να έχει πρόσβαση, τι είναι, δεύτερης κατηγορίας; Αυτό είναι κάτι πάρα πολύ σημαντικό.

Μετά, είναι η σύνδεση που πρέπει να έχουν οι οργανισμοί μεταξύ τους. Όπως λέγαμε πριν ότι δεν υπάρχει συλλογικότητα, έτσι και εδώ βλέπουμε να μην υπάρχει καμία σύνδεση ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ή πολιτιστικών οργανισμών μεταξύ τους. Να πω δηλαδή ότι οι οργανισμοί Μεγάρου Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης συνεργάζονται. Πού συνεργάζονται; Θα μπορούσε το Υπουργείο μέσω του κατάλληλου πλαισίου να ορίσει ότι είναι υποχρέωση μιας ορχήστρας να καλύπτει γεωγραφικά έναν χώρο. Δηλαδή, έχουμε δύο κρατικές ορχήστρες μόνο; Ντροπή μας! Έστω, να λέμε, κύριοι της ΚΟΑ καλύπτετε από Κρήτη μέχρι Λαμία. Κύριοι της ΚΟΘ, καλύπτετε από Λαμία μέχρι σύνορα. Και μπορούν να γίνονται και ανταλλαγές.

Είχα πει παλαιότερα, στην Ελλάδα υπάρχουν τα πάντα και δεν γίνεται τίποτα, δεν λειτουργεί τίποτα. Είναι ένα αρνητικό προνόμιο δικό μας. Δηλαδή και πανεπιστήμια υπάρχουν και ορχήστρες υπάρχουν και όπερες υπάρχουν και ραδιοφωνία υπάρχει και τηλεόραση, αλλά είναι σαν τα άλογα που έχουν τις παρωπίδες. Εμένα η δική μου επιθυμία είναι μέσα από αυτή τη συνεργασία να μπορέσει να δημιουργηθεί ένας ιστός, πάνω στον οποίο θα αναπτυχθεί και θα στηριχθεί ένα σώμα πολιτιστικό, πνευματικό, το οποίο ό,τι μπορεί και ό,τι θέλει να το προσεγγίσει και εμείς αν θέλουμε να προσεγγίσουμε αυτόν, π.χ. έναν πνευματικό οργανισμό, να συνδυαστεί και με μία έκθεση, με μία διάλεξη, να δημιουργηθεί ένας πολιτιστικός πυρήνας, πολυπρόσωπος, μια γενικότερη παρουσία και να έχει και εύρος θεματικό. Να εξηγήσει κανείς ποια είναι η λειτουργία της ορχήστρας, ποια είναι τα έργα που θα παίζουμε, να μην έρθει ο άλλος όπως πας ένα κουτί γλυκά με έναν φιόγκο απέξω, το δίνεις, το ανοίγει και το τρώει. Για αυτό και θέλουμε πάντα να έχουμε συμμετοχή από τις τοπικές κοινωνίες – την ελάχιστη συμμετοχή για να υπάρχει μια ενεργοποίηση.

Αυτή είναι η σκέψη μου και ελπίζω σιγά-σιγά να το αναπτύξουμε. Θεωρώ ότι έχει πολύ μεγάλη δυναμική αυτό, αυτή τη στιγμή υπάρχει τεράστιο κενό και εξίσου τεράστια είναι και η δυναμική του, γιατί ευγένεια ψυχής έχουν όλοι. Μόρφωση μπορεί να μην έχουν όλοι, ευγένεια ψυχής όμως έχουν όλοι οι άνθρωποι, δεν υπάρχει άνθρωπος ο οποίος να μην έχει ευγένεια ψυχής. Απλά ο τρόπος ζωής μέσω της παιδείας, μέσω του βομβαρδισμού από τα μέσα, των παρασιτικών προτύπων που προβάλλονται ανελλιπώς, αυτή η ευγένεια ψυχής αποκλείεται από τη ζωή των ανθρώπων που δεν την έχουν καν συνειδητοποιήσει παρά μόνο στα πολύ βασικά ενστικτώδη, τα οποία αφορούν κάποιες ανθρώπινες σχέσεις, και εκεί βλέπουμε ότι οι Έλληνες έχουν πολύ μεγάλο βάθος, στον θεσμό της οικογένειας, ένας θεσμός ο οποίος ακόμα και σήμερα είναι πυλώνας για την ύπαρξη όλων μας και καμιά φορά το βλέπεις και δεν πιστεύεις ότι υπάρχει, νομίζεις έχει χαθεί.

Αλλά είμαστε σε πάρα πολύ βασικά ένστικτα. Εάν θέλουμε να διαβάσουμε την ιστορία μας θα βρούμε ένα απύθμενο εύρος από επιστήμη, τέχνη, τα οποία έχουν ως κέντρο τον άνθρωπο. Είναι ανθρωποκεντρικά και όχι απλή επιδίωξη εξειδίκευσης, η επιστήμη μου, η τέχνη μου, κλπ. Αυτό που κατάφεραν οι αρχαίοι μας πρόγονοι ήταν πανανθρώπινο, ακριβώς για αυτό τον λόγο, επειδή άγγιζε τα αρχέτυπα και δεν έμενε στην επιφάνεια. Αυτό το έχει και η μουσική, η οποία όμως δίνει ένα πλεονέκτημα: δεν έχει προϋπόθεση γλώσσας, δεν έχει προϋπόθεση κοινωνικής τάξης, προϋπόθεση πολιτικής αντίληψης, προϋπόθεση θρησκείας, καμία προϋπόθεση. Εκεί είναι και η ευθύνη η δική μας, γιατί υπάρχει ένα κενό, και είναι καιρός αυτό το κενό να αρχίσει να συμπληρώνεται σιγά-σιγά.

– Πώς εντάσσονται σε αυτό το πρόγραμμα οι επόμενοι σταθμοί που είναι η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, δύο μεγάλες πόλεις;
Σε αυτές τις συναυλίες έχουμε μουσικά έργα που απαιτούν μεγάλες μουσικές δυνάμεις και επομένως αντίστοιχες αίθουσες, που υπάρχουν μόνο σε αυτές τις πόλεις. Αλλά και στη Θεσσαλονίκη η συναυλία μας θα προσφέρει υποστήριξη σε τοπικό φορέα. Επιπλέον θέλουμε να αναπτύξουμε τη συνεργασία με το εκεί Μέγαρο Μουσικής, το οποίο αυτή τη στιγμή δεν έχει την υποστήριξη που θα έπρεπε, και δεν μπορεί να κάνει μακροπρόθεσμο προγραμματισμό. Και η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη με την οποία έχω πολύ ιδιαίτερους, πολύ βαθείς δεσμούς, αφού εκεί εμφανίστηκα όταν ήμουν μόλις 16 ετών.

//Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών θα εμφανιστεί την Παρασκευή 11/5 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και την Κυριακή 13/5 στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Περισσότερες πληροφορίες για τις δύο συναυλίες θα βρείτε εδώ.

 

Διαβάστε ακόμα: Θάνος Σαμαράς – «Ως σκηνοθέτης δε χρειάζεται να κάνω συμβιβασμό σε αυτό που πιστεύω»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top