Ο Χρόνης Μπερτόλης με τον Σωτήρη Κακίση στην πισίνα των Ιλισίων. Φωτογραφία: Βαγγέλης Ρούπακας

Ο Χρόνης Μπερτόλης με τον Σωτήρη Κακίση στην πισίνα των Ιλισίων. Φωτογραφία: Βαγγέλης Ρούπακας

Oταν πέθανε ο Χρόνης ξαφνικά –ένα χρόνο πριν, λίγο μετά τον Φώτη τον Μπατσίλα, λίγο πριν τον Δημήτρη τον Παπαθέου– με τελευταία του φράση προς εμένα κατά τις δώδεκα το βράδυ «Πάρε με ό,τι ώρα θέλεις, αν δεν κοιμηθείς», είχα ακριβώς την επομένη την ίδια απορία που είχα κι όταν είχε πεθάνει, κι αυτός νέος σχετικά, πριν αρκετά πια χρόνια, ο Στέφανος ο Κουμανούδης, των φιλολόγων ο πρώτος κι ο καλύτερος: Πού πήγαν όλες αυτές οι ατέλειωτες γνώσεις τους, όλη αυτή η απύθμενη αρχαιογνωσία τους, οι επί παντός επιστητού ιδέα, σκέψεις τους.

Ο Χρόνης Μπερτόλης ο γιατρός, ο παιδίατρος, ο αλλεργιολόγος, αυτός που στο ταπεινό του στα Σπάτα ιατρείο συνέρρεε κόσμος πολύς, για την επιμέλεια, για τη φροντίδα, για την ιατρική του, αφιλοχρήματος σε σημείο στα σπίτια που πήγαινε και ήξερε τη δύσκολή τους οικονομική κατάσταση εκείνος να πηγαίνει δώρα για τα παιδιά αντί να τους παίρνει λεφτά, πέρα από την επιστήμη του τα Γράμματα, κυρίως τα ελληνικά, αγάπησε βαθιά κι απόλυτα, παράξενο, μαζί και με τον αθλητισμό: της Βουλιαγμένης της καλής εποχής και όχι μόνο, πάλι αφιλοκερδώς, υπήρξε ο αθλίατρος, επί πολλά συναπτά χρόνια. Αλλά κι όλων μας: κάθε ώρα της ημέρας, της νύχτας, για όλους φύλακας-άγγελος ο Χρόνης, ανησυχώντας αυτός για μας, εμάς καθησυχάζοντας, των παιδιών επιπλέον των φίλων του όλων ευεργέτης ιδανικός, την υγεία τη δική του, τελικά, μόνο παραμελώντας.

Κάθε ώρα της ημέρας, της νύχτας, για όλους μας φύλακας-άγγελος ο Χρόνης. «Τώρα; Ποιον θα παίρνουμε πια στο τηλέφωνο για όλ’ αυτά;», είπε ο σκηνοθέτης ο Πανουσόπουλος.

Στα Γράμματα έπειτα: κάθε λέξη, κάθε στιγμή της γλώσσας και της Ιστορίας μας ο Γιατρός κι αυτή σαν παιδάκι αόρατο φρόντιζε, στην καρδιά και στο νου του όλα κι όλοι από καταβολής τού κόσμου τούτου τού τρομερού, με άφατη συγκίνηση όταν από τον Οξύρρυγχο τον πάπυρο, πρόσφατα, κι άγνωστη, ολοκαίνουργια για μας Σαπφώ διαβάστηκε, και τραγωδίες άλλες του Σοφοκλή και του Ευριπίδη αναμένονταν, και Μένανδρος, και Ηρώνδας, και Βακχυλίδης, και Καλλίμαχος, αλλά κι Αριστοτέλης, και Υπερείδης. Στη βιβλιοθήκη τού καθηγητή πατέρα του ο Γιατρός καθημερινά, κάθε νύχτα σωστότερα, βυθιζόταν, κείμενα άγνωστά του πρωτο-διαβάζοντας, γνωστά του άλλα ξανά και ξανά μελετώντας.

Είπε ο σκηνοθέτης ο Πανουσόπουλος: «Τώρα; Ποιον θα παίρνουμε πια στο τηλέφωνο για όλ’ αυτά;» «Ο Χατζηγιακουμής ο Μανόλης, Γιώργο μου, αυτός μόνο μας μένει πια», του απάντησα. Αλλά τον Γιατρό τον έβρισκες, είπαμε, εύκολα, κάθε ώρα και κάθε στιγμή, σαν να ήταν στην υπηρεσία μας αποφασιστικά ταγμένος, στην υπηρεσία της Ελλάδας όλης σχεδόν, πάντοτε, και για πάντα.

O Χρόνης Μπερτόλης με τον Τζίμη Πανούση και τον Γιώργο Πανουσόπουλο στην Παιανία. Φωτογραφία: Σωτήρης Κακίσης

O Χρόνης Μπερτόλης με τον Τζίμη Πανούση και τον Γιώργο Πανουσόπουλο στην Παιανία. Φωτογραφία: Σωτήρης Κακίσης

Κι αν ήταν να ’γραφε ο ίδιος ένα σύντομο αλλά ουσιαστικό βιογραφικό του, να, φαντάζομαι, θα ήταν σαν το κείμενο εκείνο το εξαίσιο ακριβώς, που ’γραψε για του προπάππου Κουμανούδη την από μνήμης Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, στην οπισθογράφηση τής έκδοσης, στο Αιγαίον τού Βάσου τού Πτωχόπουλλου, ο Γιατρός:

«Δυo μέρες πριν μπω φαντάρος, είπα να κάνω την ύστατη προσπάθεια μπας και μάθω γουιντσέρφινγκ. Τα σαλπαρίσματά μου τραυλά, όπως το μωρό που μόλις πρωτοπερπατάει. Ξανοίχτηκα κάμποσο, πείσμωσα, όμως δεν τα πολυκατάφερα και είπα να γυρίσω. Τότε κάποιος λυπήθηκε το πείσμα μου, ο Ποσειδώνας, ο Τρίτων, οι κόρες του πᾶσαι ὅσαι κατὰ βένθος ἁλὸς Νηρηΐδες ἦσαν, ο Άι-Νικόλας, η Παναγιά η Νεοσυλλεκτούσα που με περίμενε, δεν ξέρω, όποιος τέλος πάντων τα εξουσιάζει αυτά και, καταπώς λέει το τραγούδι, εμάεψεν την θάλασσαν τζιαι σήκωσεν αγέραν κι έφυγα. Έγειρα πίσω να κρατήσω με το βάρος μου το πανί και όσο έγερνα, τόσο έφευγα, μέχρι που άγγιζαν τα μαλλιά μου τους αφρούς. Κάπως έτσι, είπα μέσα μου, πρέπει να αισθάνονται τα διανύσματα! Δεν κράτησε πολύ ο διανυσματικός στροβιλισμός. Πριν το καλοκαταλάβω είχα φτάσει έξω και ο αέρας με ακούμπησε στα ρηχά, προσεκτικά, τίναξε τα χέρια του και έφυγε κι εκείνος.

Έτσι κι αυτό το βιβλιαράκι. Ένας αέρας που σε φέρνει από ‘κεί εδώ. Τα αναλαμβάνει όλα εκείνος, ταιριάζει τις γωνίες, ισορροπεί τις δυνάμεις, συναρμολογεί τα θραύσματα και σε βγάζει, αλατισμένο κι άξιο, στη στεριά. Οι τελείες είναι για το θεαθήναι πιο πολύ, όπως τα κύματα που τράνταζαν τη σερφοσανίδα μου και την έσπρωχναν, αντί να την σταματούν. Υπάρχει κι άλλο ένα βιβλίο τέτοιο, του Egon Friedell, ξεχασμένο αδίκως απ’ όλους, το Kulturgeschichte Griechenlands λέω, γραμμένο μονοκοντυλιά, σαν να ‘ναι όλο μια αράδα, γιατί έχει τόσα πολλά και σωστά να πει, που δεν τα προλαβαίνει.

Όλο και πιο πολλοί μιλούν πια χωρίς τελείες, όμως ο λόγος είναι ο αντίθετος: είναι γιατί δεν έχουν τίποτε να πουν, και την αγωνία μη τους πάρουν είδηση. Μάταια αγωνιούν. Κανείς δεν καταλαβαίνει γρυ. Από τις τριαντατρείς Νηρηίδες ξέμεινε μόνη η τελευταία, η Αμάθεια –και είναι κρίμα. Όπως κρίμα είναι να χρειάζεται ο Γιώργος να μεταφράσει (επίτηδες το λέω έτσι) για τα εγγόνια του τον άνεμο του γέρο-Κουμανούδη.

Δεν ξέρω τι φταίει. Ξέρω όμως ποιος φταίει: ένας-ένας όλοι σας».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top