Σήμερον: Ο Ωραίος Μπρούμελ. Στο ρόλο του Άκη, ο Rade Serbedzija. Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος.

Kι αν ο Λάνθιμος δημιούργησε σχολή, καλώς έπραξε. Δεν είναι, όμως,για χόρταση, ούτε και για όλους -τους υπόλοιπους θεράποντες του ελληνικού σινεμά.

Ωραίο πράμα τα βραβεία. Και ποιος δεν τα θέλει. Ακόμη κι όσοι προτιμούν το χρήμα, δεν λένε όχι σε λίγη δόξα. Πόσο μάλλον σε μια χώρα που δοκιμάζεται και ψάχνει να πιαστεί από κάτι, οτιδήποτε, θετικό. Πήρε, τελικά, ο Αστακός του Λάνθιμου, ένα κάποιο βραβείο -όχι το “Ένα Κάποιο Βλέμμα”, αλλά της Επιτροπής ή των Κριτών- και αυτό δεν είναι λίγο. Από το 1998 είχε να πάρει μια ελληνική ταινία βραβείο στο επίσημο διαγωνιστικό του φεστιβάλ των Καννών, όταν και ο Τεό Αγγελοπουλός είχε βραβευτεί με το Χρυσό Φοίνικα για το “Μια Αιωνιότητα και Μια Μέρα”.

Όμως, τα αναμφισβήτητα θετικά της υπόθεσης συνοδεύουν και μια σειρά ερωτηματικά που έχουν να κάνουν περισσότερο με το χώρο και το χρόνο που συμβαίνουν -το ιστορικό πλαίσιο, έστω- παρά με την αυθύπαρκτη αξία μιας βραβευμένης ταινίας. Σίγουρα προτιμάμε από το να μην έχουμε ολωσδιόλου εγχώρια, σημαντική κινηματογραφία, να έχουμε, έστω, το αλλόκοτο Greek Weird Wave. Το νέο αυτό Κύμα της κινηματογραφικής παραδοξότητας α λα ελληνικά, το οποίο και αίσθηση κάνει -τουλάχιστον φεστιβαλικά και (κυρίως) στο εξωτερικό- και συζητήσεις προκαλεί, και γλιτώνει το ελληνικό σινεμά από συμπτώματα επαναλαμβανόμενης νεκροφάνειας.

Από την άλλη, σε τέτοιους, μοναδικούς ιστορικά καιρούς που βιώνουμε -εδώ και μια επταετία, τουλάχιστον- είναι να απορεί κάποιος για τις ελάχιστες προσπάθειες που έχουν γίνει στη χώρα, έτσι ώστε να αντληθούν θέματα από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Για μια παραδοσιακή, έστω, Αφήγηση, με ταινίες για το Μεγάλο Κοινό. Το οποίο κάποιοι θα το βλέπουν πάντοτε ως κάτι το υποτιμητικό. Αλλά οι περισσότεροι θα συνεχίσουν να απορούν γιατί, επιτέλους, η θεματική δεν αντλείται από την αστείρευτη δεξαμενή της Κρίσης και της Διαπλοκής.

Σήμερον: Ο Ωραίος Μπρούμελ. Στο ρόλο του Άκη, ο Rade Serbedzija.

Φυσιολογικά και επακόλουθα, ανακύπτουν λοιπόν και τα ερωτηματικά. Γιατί αποδεδειγμένα ταλαντούχοι κινηματογραφιστές, όπως ο Λάνθιμος, αποφεύγουν συστηματικά να ασχοληθούν με τα “ταπεινά” αυτά θέματα; Μια προφανής απάντηση, φυσικά, θα ήταν ότι κανείς γραφιάς/κριτικός δεν νοείται να υποδεικνύει σε έναν δημιουργό το περιεχόμενο που θα “πρέπει” να έχει το έργο του. Όμως, το ερώτημα δεν απευθύνεται συγκεκριμένα στον Λάνθιμο, αλλά στο σύνολο των δημιουργών εκείνων που σηκώνουν αυτόν τον κουρνιαχτό με το Παράξενο Κύμα του ελληνικού σινεμά. Και είναι ακριβώς αυτό: Ειλικρινές ερώτημα.

Γιατί ενώ πέφτουν βόμβες, οι Έλληνες κινηματογραφιστές συνεχίζουν να μαδάνε δυστοπικές μαργαρίτες και να σφυρίζουν αδιάφορα;

Γιατί δεν βρέθηκε έως σήμερα κάποιος να συλλάβει, συγγράψει και, εν συνεχεία, κινηματογραφήσει συνταρακτικά γεγονότα της πρόσφατης Ιστορίας μας, όπως η υπόθεση των υποκλοπών ή η μυστηριώδης αυτοκτονία Τσολακίδη; Γιατί δεν θα παρουσίαζε ενδιαφέρον μια σχετική ταινία με -φερ’ ειπείν- τον Μαρκουλάκη ή τον Ακύλλα Καραζήση στον ομώνυμο ρόλο του τραγικού τεχνικού τηλεπικοινωνιών που αυτοκτόνησε λίγη ώρα αργότερα, αφότου αντάλλασσε e-mail με την καλή του, δίνοντάς της ραντεβού για την επόμενη μέρα; Αν θέλετε και διεθνές καστ κι απ’ αυτό έχουμε.

Γιατί  η μετεωρική άνοδος και παταγώδης πτώση του Ωραίου Μπρούμελ του ΠΑΣΟΚ, Άκη δεν θα μπορούσε να γίνει μια πρώτης τάξης διεθνής παραγωγή; Κι αν ακόμη ο Russell ο Crowe δεν μας ήταν εύκαιρος ή έπεφτε λίγο ακριβός, θα υπάρχει πάντα ο συμπαθέστατος ρολίστας Rade Serbedzija. Γιατί, ακόμη ακόμη, κι οι περιπέτειες του δημοσιογράφου Τάσου Τέλλογλου στο Βερολίνο, η μοναχική και επίπονη έρευνά του να βρει τους Έλληνες εκείνους που συνδέονταν με σχέση εξαρτημένης εργασίας με τη Stasi της Ανατολικής Γερμανίας δεν θα μπορούσε να γίνει μια ταινία με -το πρώτο όνομα που έρχεται στο μυαλό, έτσι τυχαία- τον Jake τον Gyllenhaal στο ρόλο του μαχητικού ρεπόρτερ;

Γιατί ενώ πέφτουν βόμβες, οι Έλληνες κινηματογραφιστές συνεχίζουν να μαδάνε δυστοπικές μαργαρίτες και να σφυρίζουν αδιάφορα; Δεν είναι αρκετά δυστοπική για τα γούστα τους η ελληνική πραγματικότητα της Κρίσης και της Διαπλοκής; Φταίει επειδή αισθάνονται και οι ίδιοι -κάπου και κάπως- απότοκα αυτής της κατάστασης; Φταίει ότι το θέμα κάνεις τζιζ; Το προσπάθησαν και βρήκαν τοίχο; Ή πρόκειται περί απλής φυγοπονίας; Το να στρώσεις ποπό και να φτιάξεις πλοκή, χαρακτήρες και διαλόγους-δυναμίτες είναι τόσο δυσκολότερο από το να στυλιζάρεις εικόνες και να εικονογραφείς αφασικές σιωπές και patas negras με λουριά στο δάσος;

Γιατί ακόμη και αυτές οι “πτωχές” -διά τους auteurs- ηθογραφίες του Περράκη, όταν ακόμη ήταν σε φόρμα, έχουν λείψει; Τόσο προφητικές όσο και επίκαιρες στην απάντησή τους στο “Πώς φτάσαμε ως εδώ”; Γιατί επιδιδόμαστε σε έναν εσωτερικό διαγωνισμό του “πειραγμένου”, με διεθνείς βλέψεις; Γιατί γίνεται ταινία το, καταγέλαστης επίφασης, τάγμα θανάτου ενός ψιλικατζή, μιας δικηγορίνας και ενός μαθητή -έστω κι αν έχει τον τίτλο του συμπαθούς προαστίου του Λονδίνου, όπου κάποιοι από εμάς μεγάλωσαν- και δεν γίνεται ένα Il Divo στα καθ΄ημάς, με τον Ανδρέα ως άλλο Αντρεότι; Με την απορία θα μείνουμε. Σαν την “χιλιοφορεμένη” αφίσα και τα ερωτηματικά μας: αυτή με τον πληγωμένο Αμερικανό στρατιώτη στο Βιετνάμ, που έπεφτε με τα χέρια στην ανάταση. “Why?” έγραφε.

Διαβάστε ακόμη: 5 ταινίες που θα άρεσαν στον Τσίπρα

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top