«Ποτέ δε θα έχω το δικό του θάρρος –δεν είμαι εκ φύσεως ιδιαίτερα γενναία–, όμως μου έδειξε πως μπορούσα να προσπαθήσω, και πως η προσπάθεια ίσως είναι τελικά το σημαντικότερο κομμάτι του θάρρους», γράφει η Λούσι Χόκινγκ – εδώ παρουσιάζοντας τον πατέρα της στη διάλεξη που έδωσε για την επέτειο των 50 χρόνων της NASA – πηγή Wikipedia).

Κάτω από τον θλιβερό, γκρίζο ουρανό μιας ανοιξιάτικης μέρας στο Κέιμπριτζ, η νεκρική πομπή από μαύρα αυτοκίνητα άρχισε να κινείται προς την Great St Mary’s Church, το πανεπιστημιακό παρεκκλήσι όπου παραδοσιακά τελείται η εξόδιος ακολουθία των δια­κεκριμένων ακαδημαϊκών. Με την εποχή να είναι εκτός ακαδημαϊκής περιόδου, οι δρόμοι φάνταζαν ολότελα βουβοί. Το Κέιμπριτζ έδειχνε άδειο, δίχως να περνά έστω κάποιος περιπλανώμενος τουρίστας. Οι μόνες εξάρσεις φωτός προέρχονταν από τους μπλε προβολείς των μηχανών της αστυνομικής συνοδείας, η οποία ακολουθούσε τη νεκροφόρα με το φέρετρο του  πατέρα μου,  διακόπτοντας την όποια αραιή κυκλοφορία για να περάσουμε.

Και τότε στρίψαμε αριστερά και είδαμε τα πλή­θη, συνωστισμένα κατά μήκος ενός από τους πιο αναγνωρίσιμους δρόμους του  κόσμου, του Κινγκς Παρέιντ, στην καρδιά του ίδιου του Κέιμπριτζ. Ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί τόσο πολλούς και τόσο  σιωπη­λούς ανθρώπους. Με πανό, σημαίες, φωτογραφικές μηχανές και κινητά τηλέφωνα σηκωμένα ψηλά, ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων στέκονταν σιωπηλοί από σεβασμό, καθώς ο αρχιθυρωρός του Gonville  and Caius, του πανεπιστημίου του  πατέρα μου, ντυμένος τελετουργικά, με το καπέλο μπόουλερ και  κρατώ­ντας  ένα μπαστούνι από έβενο, πλησίασε τη νεκρο­φόρα για να οδηγήσει το φέρετρο στο εσωτερικό της εκκλησίας.

Η θεία μου έσφιξε το χέρι μου κι οι δυο μας αρ­χίσαμε να κλαίμε. «Θα του  άρεσε πολύ αυτό» μου ψιθύρισε.

«Θα ήθελα να ήξερε πως επρόκειτο να ταφεί στο Αβαείο του Γουέστμινστερ, ανάμεσα σε δύο από τους επιστημονικούς του ήρωες, τον Ισαάκ Νεύτωνα και τον Κάρολο Δαρβίνο».

Από τότε που πέθανε ο πατέρας μου, έγιναν τόσα που θα του άρεσαν πολύ – τόσα που θα ήθελα να δει με τα ίδια του τα μάτια. Θα ήθελα να δει αυτό τον εκπληκτικό χείμαρρο αγάπης προς το πρόσωπό του, από ανθρώπους που είχαν έρθει απ’ όλο τον κόσμο. Θα ήθελα να μπορούσε να δει πόσης αγάπης και  σεβασμού έχαιρε από εκατομμύρια ανθρώπους που δεν είχε συναντήσει ποτέ. Θα ήθελα να ήξερε πως επρόκειτο να ταφεί στο Αβαείο του Γουέστμινστερ, ανάμεσα σε δύο από τους επιστημονικούς του ήρωες, τον Ισαάκ Νεύτωνα και τον Κάρολο Δαρβίνο, και πως, καθώς θα τον τοποθετούσαν μέσα στη γη για ν’ αναπαυτεί, ένα ραδιοτηλεσκόπιο θα εξέπεμπε τη φωνή του προς μια μαύρη τρύπα.

«Ο πατέρας μου βρήκε έναν τρόπο να ξεπεράσει τα όρια της γνώσης και συνάμα τα όρια της ανθρώπινης αντοχής».

Από την άλλη, βέβαια, θ’ αναρωτιόταν προς τι τόση φασαρία. Ήταν ένας απρόσμενα μετριόφρων άνθρωπος, που ενώ αγαπούσε τα φώτα της δημοσιότητας, έδειχνε να σαστίζει μπρος στην ίδια του τη φήμη. Το μάτι μου  έπεσε αμέσως σε μια συγκεκρι­μένη φράση μέσα από αυτό το βιβλίο, η οποία πι­στεύω ότι συνοψίζει την αντίληψη που είχε για τον εαυτό του: «εάν κάπου συνεισέφερα κι εγώ». Είναι ο μοναδικός άνθρωπος που θα έβαζε αυτό το «εάν» στην παραπάνω  φράση. Θαρρώ πως όλοι οι άλλοι δεν είχαν την παραμικρή αμφιβολία.

Και τι συνεισφορά: δε μιλάμε μόνο για το συνολικό μεγαλείο του έργου του στην κοσμολογία, όπου ερεύνησε την ίδια τη δομή και την απαρχή του σύ­μπαντος, αλλά και για τη βαθιά ανθρώπινη γενναιό­τητα και το χιούμορ του απέναντι στις προσωπικές του προκλήσεις. Βρήκε έναν τρόπο να ξεπεράσει τα όρια της γνώσης και συνάμα τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Πιστεύω πως αυτός ο συνδυασμός ήταν που τον κατέστησε τόσο εμβληματικό και ταυτόχρονα τόσο προσιτό, τόσο προσβάσιμο. Υπέφερε, όμως επέμεινε. Η επικοινωνία απαιτούσε γι’ αυτόν μεγάλη προσπάθεια, όμως την έκανε αυτή την προσπάθεια, προσαρμόζοντας διαρκώς τον εξοπλισμό του καθώς η κινητικότητά του μειωνόταν. Ο πατέρας μου διάλεγε τις λέξεις του με μεγάλη ακρίβεια, ώστε να έχουν τον μεγαλύτερο δυνατό αντίκτυπο όταν τις πρόφερε μ’ εκείνη την άτονη, ηλεκτρονική φωνή, τόσο αλλόκοτα εκφραστική όταν τη χρησιμοποιούσε ο ίδιος. Όταν μιλούσε, ο κόσμος άκουγε, είτε επρόκειτο για το εθνικό σύστημα υγείας της Αγγλίας είτε για τη δια­στολή του σύμπαντος, ενώ ποτέ δεν έχανε ευκαιρία να συμπεριλάβει κάποιο αστείο, το οποίο αναγκαστικά έλεγε απόλυτα ανέκφραστος, αλλά με μια πονηρή λάμψη στα μάτια.

«Ήταν ένας απρόσμενα μετριόφρων άνθρωπος, που ενώ αγαπούσε τα φώτα της δημοσιότητας, έδειχνε να σαστίζει μπρος στην ίδια του τη φήμη».

Ο πατέρας μου ήταν επίσης οικογενειάρχης, κάτι που ο περισσότερος κόσμος δε γνώριζε πριν την προβολή της ταινίας Η Θεωρία των Πάντων, του 2014. Τη  δεκαετία του 1970 δεν ήταν διόλου συνηθισμένο να βρίσκεις ένα άτομο με αναπηρία που είχε σύζυγο και παιδιά – πόσο μάλλον κάποιον με τόσο έντονο  αίσθημα αυτονομίας και ανεξαρτησίας. Όταν ήμουνα μικρή, απεχθανόμουν το  γεγονός ότι διάφοροι άγνωστοι θεωρούσαν δικαίωμά τους να μας κοιτάζουν με  γουρλωμένα μάτια, μερικές φορές και με ορθάνοιχτα στόματα, καθώς ο πατέρας μου διέ­σχιζε το Κέιμπριτζ με το αναπηρικό του αμαξίδιο, αναπτύσσοντας τρελές ταχύτητες, ενώ δυο ξανθά παιδιά με ακατάστατα μαλλιά έτρεχαν δίπλα του, συχνά προσπαθώντας να φάνε ταυτόχρονα το παγωτό τους. Το έβρισκα φοβερά αγενές. Ενίοτε προσπαθού­σα να τους ανταποδώσω το βλέμμα, όμως δε νομίζω πως η αγανάκτησή μου έγινε ποτέ αντιληπτή, ειδικά με το παιδικό μου πρόσωπο πασαλειμμένο με παγωτό ξυλάκι.

«Ο πατέρας μου ήταν επίσης οικογενειάρχης. Τη δεκαετία του 1970 δεν ήταν διόλου συνηθισμένο να βρίσκεις ένα άτομο με αναπηρία που είχε σύζυγο και παιδιά – πόσο μάλλον κάποιον με τόσο έντονο αίσθημα αυτονομίας και ανεξαρτησίας». (Στη φωτογραφία –Copyright: The Trustees of the Hawking Estate– ο Στίβεν Χόκινγκ με τη σύζυγό του Τζέιν και τα δυο μεγαλύτερα παιδιά τους, Λούσι και Ρόμπερτ, σε παλιές ευτυχισμένες στιγμές).

Από όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς, δεν ήταν μια φυσιολογική παιδική ηλικία.

Το ήξερα αυτό – κι όμως ταυτόχρονα δεν το καταλάβαινα. Μου φαινόταν απόλυτα φυσιολογικό να κάνω στους ενήλικες πολλές και δύσκολες ερωτήσεις, διότι αυτό κάναμε και στο σπίτι. Άρχισα να συνειδητοποιώ πως αυτό ήταν κάτι ασυνήθιστο μόνο πια όταν ένας εφημέριος ανα­λύθηκε σε δάκρυα –όπως μου  λένε–,  επειδή εξέτασα πολύ αυστηρά την απόδειξή του περί της ύπαρξης Θεού.

Όταν ήμουν παιδί, δε θεωρούσα τον εαυτό μου αμφισβητία – θεωρούσα πως τέτοιος ήταν ο μεγάλος μου αδερφός, ο οποίος, καταπώς το συνηθίζουν τα  μεγαλύτερα αδέρφια, φερόταν πιο έξυπνα από μένα στα πάντα (όπως και  τώρα,  άλλωστε). Θυμάμαι κάποιες οικογενειακές διακοπές  – οι  οποίες, ως συνήθως, συνέπιπταν μυστηριωδώς με κάποιο συ­νέδριο. Ο αδερφός μου κι εγώ παρακολουθήσαμε μερικές από τις διαλέξεις – υποθέτω για να κάνει κι η μητέρα ένα διάλειμμα από τα αδιάκοπα καθήκοντά της.  Εκείνη την εποχή, οι διαλέξεις φυ­σικής δεν ήταν δημοφιλείς και σε καμία περίπτωση δεν  απευθύνονταν σε παιδιά. Εγώ λοιπόν καθόμουν εκεί, μουτζουρώνοντας το σημειωματάριό μου, ενώ ο αδερφός μου σήκωνε το κοκαλιάρικο, αγορίστικο χεράκι του και έκανε κάποια ερώτηση στον διακε­κριμένο ακαδημαϊκό ομιλητή, καθώς ο πατέρας μου έλαμπε από περηφάνια.

«Από τότε που πέθανε ο πατέρας μου, έγιναν τόσα που θα του άρεσαν πολύ – τόσα που θα ήθελα να δει με τα ίδια του τα μάτια».

Συχνά με ρωτάνε: «Πώς είναι να είστε κόρη του Στίβεν Χόκινγκ;» και,  μοιραία, δεν υπάρχει σύντομη απάντηση. Μπορώ να πω πως στα καλά μας  περνά­γαμε πολύ καλά και τα άσχημά μας τα νιώθαμε πολύ βαθιά. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα, υπήρχε ένα μέρος που αποκαλούσαμε «κανονικότητα – για  μας τουλάχιστον». Ως  ενήλικες αποδεχτήκαμε  πως, για οποιονδήποτε άλλο, η κανονικότητά μας δεν ήταν διόλου κανονική. Καθώς ο χρόνος απαλύνει τον ωμό, νωπό πόνο,  έχω αναλογιστεί πως θα χ ρειαζόμουν μια  ολόκληρη ζωή για να επεξεργαστώ τις  εμπειρίες μας. Μερικές φορές, θέλω μονάχα να θυμάμαι τα τελευταία λόγια που μου είπε ο πατέρας μου, πως υπήρξα μια αξιαγάπητη κόρη και πως δεν πρέπει να φοβάμαι τίποτα. Ποτέ δε θα έχω το δικό του θάρρος –δεν είμαι εκ φύσεως ιδιαίτερα γενναία–, όμως μου έδειξε πως μπορούσα να προσπαθήσω, και πως  η προσπάθεια ίσως είναι  τελικά το σημαντικότερο κομμάτι του θάρρους.

«Ευτυχώς ήξερε πως θα βγει αυτό το βιβλίο. Ήταν ένα από τα πράγματα που δούλευε κατά την τελευ¬ταία του –όπως αποδείχτηκε– χρονιά πάνω στη Γη. Πιστεύω πως θα ήταν πολύ περήφανος γι’ αυτό».

Ο πατέρας μου δεν τα παράτησε ποτέ, δεν απέ­φευγε ποτέ τις προκλήσεις. Σε ηλικία 75 ετών, τελείως παράλυτος, με την εξαίρεση μερικών μυών του  προ­σώπου, συνέχιζε να ξυπνάει κάθε πρωί, να φοράει το κοστούμι του και να πηγαίνει στη δουλειά. Είχε  πράγ­ματα να κάνει − δεν θ’ άφηνε τέτοιες μικρολεπτομέ­ρειες να τον σταματήσουν. Πρέπει να ομολογήσω, όμως, πως, αν  ήξερε για την αστυνομική συνοδεία στην κηδεία του, θα ζήταγε να τον  συνοδεύουν κάθε μέρα κατά την πρωινή κίνηση, από το  σπίτι του στο Κέιμπριτζ μέχρι το γραφείο.

Ευτυχώς ήξερε πως θα βγει αυτό το βιβλίο. Ήταν ένα από τα  πράγματα που  δούλευε κατά την τελευ­ταία του  –όπως αποδείχτηκε– χρονιά πάνω στη Γη. Η ιδέα του ήταν να συλλέξει όλα τα σύγχρονα κεί­μενά του σε  έναν τόμο. Όπως τόσα  πράγματα που συνέβησαν μετά τον θάνατό του,  πολύ θα  ήθελα να μπορούσε να δει  την τελική εκδοχή. Πιστεύω πως θα ήταν πολύ περήφανος γι’ αυτό το βιβλίο κι ίσως μέ­χρι κι ο ίδιος ν’ αναγκαζόταν να παραδεχτεί πως, τελικά, ναι, κάπου συνεισέφερε κι εκείνος.

 

 

// Το κείμενο της Lucy Hawking (γραμμένο τον Ιούλιο του 2018) που φιλοξενεί η στήλη είναι ο Επίλογος του βιβλίου του Stephen Hawking «Σύντομες απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα» (σελ. 287-293). Μετάφραση: Ανδρέας Μιχαηλίδης. Εκδόσεις Πατάκη, 2019).

 

Διαβάστε ακόμα: Ράντυ Πάους – «Όνειρα για τα παιδιά μου».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top