Στο βιβλίο «Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» του Γιασουνάρι Καβαμπάτα, οικειοθελώς ναρκωμένα παραδίδουν τα κορμιά τους σε γέρους πελάτες. (Έργο του Serge Marshennikov).

Όπως στη μοίρα υπάρχει μια αίσθηση ειρωνείας, έτσι και στη λαγνεία υπάρχει μια περιπλοκή γύρω από το ποιος δικαιούται και ποιος όχι τα θέλγητρά της. Φαίνεται πως για κάποιους ορθώνεται αυτομάτως ένα τείχος χλεύης που δεν μπορούν με τίποτα να γκρεμίσουν. Οι άσχημοι, οι ντροπαλοί, οι ηλικιωμένοι – ιδού κάποιες «ευπαθείς» ομάδες που ξεφεύγουν από τη νόρμα και συγκροτούν ένα περιθώριο στον κόσμο του πόθου.

Έχουμε, άραγε, όλοι το ίδιο μερίδιο στην επιθυμία; Ενστικτωδώς ναι, ποιος άλλωστε μπορεί να δυναστεύσει επί μακρόν τα πάθη του σώματος. Ακόμη κι ένας ιερομόναχος κατατρύχεται μονίμως και διαρκώς από τις σαρκικές ορμές. Κοινωνικά, όμως, ας μην κρυβόμαστε, δεν λαμβάνουν όλοι το μερτικό που τους αναλογεί. Αυτό, τέλος πάντων, που τους αναλογεί.

Δείτε με πόσο λεπτεπίλεπτο τρόπο διερευνά το θέμα της λαγνείας ο Ιάπωνας συγγραφέας Γιασουνάρι Καβαμπάτα στο θαυμαστό μυθιστόρημά του «Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών». Ακόμη και ο εξωτισμός του θέματος δεν εξαφανίζει το κυρίαρχο θέμα της απαγορευμένης λαγνείας. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια τυπική εξωσυζυγική σχέση, ούτε με τη δραματοποίηση των παθών. Αντιθέτως, το θέμα προσεγγίζεται με μιαν εσωτερική ένταση. Όπως αξίζει να την βιώσει ο εξηνταεπτάχρονος Εγκούτσι, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου.

Σ’ έναν κόσμο που οι περισσότερες σχέσεις δεν στηρίζονται στην πίστη και την ειλικρίνεια, η μόνη σταθερά είναι η λαγνεία.

Ο Εγκούτσι μαθαίνει από κάποιον φίλο του πως υπάρχει ένα σπίτι στην άκρη μιας απότομης ακτής, στο οποίο διαμένουν κορίτσια που δέχονται στην κλίνη τους ηλικιωμένους άντρες. Σ’ αυτήν την παράδοξη συνύπαρξη, όμως, υφίσταται μια σύμβαση που δεν γίνεται να καταλυθεί. Τα κορίτσια είναι οικειοθελώς ναρκωμένα. Επομένως, δεν έρχονται σε άμεση επαφή με τους θαμώνες. Δεν γνωρίζουν ποιοι είναι και τι συμβαίνει μέσα στα δωμάτιά τους. Είναι πόρνες; Σίγουρα όχι με τη στενή έννοια του όρου. Επιπροσθέτως: δεν έχουμε να κάνουμε με βιασμό ή φετιχιστικά παιχνίδια μεταξύ του γηραλέου «πελάτη» και της νεαρής κοιμωμένης.

Όπως είχε γράψει για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα και ο poète maudit, Γιούκιο Μισίμα: «Αυτά τα κορίτσια μετατρέπονται σε όμορφα πτώματα. Κι όμως, με έναν παράδοξο τρόπο επικαλούνται τα ισχυρότερα αισθήματα της ζωής». Από το δέρμα τους εκπορεύεται η πιο λατρευτή χαρά. Αυτή του νεανικού σώματος. Τα γερασμένα σώματα, αντιθέτως, τείνοντας προς το θάνατο, ξαναζωντανεύουν μέσα τους τη λαχτάρα του έρωτα – αν και ουσιαστικά είναι ολότελα ανενεργά στο πεδίο του σεξ.

Ο εξώφυλλο του βιβλίου του Γιασουνάρι Καβαμπάτα «Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» (εκδ. Καστανιώτη).

Ο Εγκούτσι, όμως, επιθυμεί διακαώς να σπάσει τη σύμβαση και να ικανοποιηθεί ερωτικά. Ουσιαστικά, θέλει να πάρει εκδίκηση για όλες τις απορρίψεις που έχουν δεχθεί άντρες της ηλικίας του από νεαρότερες γυναίκες. Υπάρχει, άραγε, χώρος στη λαγνεία για την εκδίκηση; Φοβάμαι πως υπάρχει και με το παραπάνω. Δρούμε με γνώμονα τις προσωπικές μας ανάγκες, σωματικές εν προκειμένω, αλλά έστω και υποσυνείδητα κουβαλάμε μέσα μας τα «όχι» που έχουν ακούσει άνθρωποι πολύ κοντινοί μ’ εμάς. Να είναι αυτή μια μορφή «κοινοτισμού» στο σεξ; Γιατί όχι;

Η παρεπόμενη βία λειτουργεί όπως και η εκδίκηση. Δεν χρειάζονται ηθικολογίες για το κατά πόσο ο άνθρωπος κουβαλάει εγγενώς τη βία μέσα του. Τα άνθη του κακού φύονται σε όλους τους κήπους. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι δικαιολογείται. Ειδικά, αν ξεφεύγει από την αρχή της αμοιβαίας συμφωνίας. Εκ των πραγμάτων, η λαγνεία, λόγω κοινωνικών απαγορεύσεων, εμπεριέχει κάτι το καταπιεσμένο, το κρυπτικό. Ως γνωστόν: ό,τι κρύβεται για πολύ καιρό γίνεται εμμονή, τρέλα και πάθος. Κι αν για τους νέους η έκλυση των παθών θεωρείται μέρος της ενηλικίωσης τους, για τους μεγαλύτερους σημαίνει ασυγχώρητη πράξη. Έχω ακούσει με τ’ αφτιά μου ανθρώπους να κατακρίνουν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι επειδή φιλιέται περιπαθώς στο δρόμο. Πού να τους φαντάζονταν οι «εισαγγελείς» να κάνουν και σεξ!

Η λαγνεία είναι απολύτως ταυτόσημη με την ανθρώπινη οντότητα. Μπορεί οι θρησκείες να της ρίχνουν το ανάθεμα, να την τοποθετούν στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα και να ζητούν από τους πιστούς τους να την πετάξουν στο πυρ το εξώτερον, όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό να συμβεί. Στο μυθιστόρημα, οι εμμονές του Εγκούτσι συντρίβονται στο τέλος κάτω από το βάρος των ψευδαισθήσεων και της υποκρισίας. Η μοναξιά καραδοκεί στην επόμενη γωνία. Μήπως πρέπει κάτι να μας πει αυτό;

Ο έρωτας που αποδιώχνει τη μοναξιά, όταν πληρωθεί ή συντριβεί, άλλο δεν κάνει από το να επιτείνει το αίσθημα της απομόνωσης. Φυσικά, η λαγνεία θα επανέλθει – πάντα θα επανέρχεται με κάθε τρόπο. Θα ζητάει να αρπάξει, να θωπεύσει, να ακούσει ιμερικές νότες, ένα βογκητό, ένα αλύχτισμα πριν από το τελικό χάσιμο. Κι όταν, συμβεί, όταν το θηρίο τραφεί, θα ηρεμήσει για λίγο ως την επόμενη φορά.

Σ’ έναν κόσμο που στροβιλίζεται αδιάκοπα και οι περισσότερες σχέσεις δεν στηρίζονται απαραίτητα στην πίστη και την ειλικρίνεια, η μόνη σταθερά, αυτή που δεν θα σε εγκαταλείψει ποτέ, παρά μόνο όταν το σώμα θα πάψει να αναπνέει, είναι η λαγνεία. Η πιο πιστή σύντροφος του ανθρώπου.

 

Διαβάστε ακόμα: Ο φετιχισμός κι ο αισθησιασμός του Marc Lagrange.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top