Ο Γιώργος Πανουσόπουλος με τον Ανδρέα Μπάρκουλη στο «Μ’ αγαπάς;» (Δεξιά ο Χρήστος Βουδούρης)

Ο Γιώργος Πανουσόπουλος με τον Ανδρέα Μπάρκουλη στο «Μ’ αγαπάς;» (Δεξιά ο Χρήστος Βουδούρης)

Αρέσουνε πολύ στον Γιάννη Τζανετάκη εδώ στο Andro τα επετειακά, τα ψευτο-επετειακά όλ’ αυτά, αλλά έτσι αναστημένα και τρυφερά. Ευκαιρία, λοιπόν, και για μένα να θυμηθώ, να ξαναθυμηθώ, να ξαναγράψω.

Για το Φεστιβάλ Κινημαγράφου της Βενετίας του ’89, όπου βρεθήκαμε με το «Μ’ Αγαπάς;» του Πανουσόπουλου οι συνεργάτες του τότε, έχω ξαναγράψει. Έχω ξαναπεί για τη συνύπαρξή μας την απρόσμενη με τον Τοσίρο Μιφούνε και στο «Passport» και στο «Βακχικόν», την έχει διηγηθεί κι ο Αργύρης Μπακιρτζής την ίδια ιστορία αλλιώς, από την πλευρά του. Εγώ τώρα, από την πλευρά μου πάντα, για μιαν άλλη αστεία ιστορία αυτή τη φορά που με αφορά και που ξεκίνησε στο σινεμά από το «Μ’ Αγαπάς;» λέω να πω.

Η μητέρα μου Νανά Κακίση (στη μέση, καθισμένη), ηθοποιός στο «Μ’ αγαπάς;»

Η μητέρα μου Νανά Κακίση (στη μέση, καθισμένη), ηθοποιός στο «Μ’ αγαπάς;»

Στην ταινία ετούτη την ιδιαίτερη, την πολύ ιδιαίτερη αλλά και εξαίρετη κατά πολλούς, έναν ρόλο πολύ μικρό ως συνήθως έπαιξα, πλην εκείνου του κάπως μεγαλύτερού μου στο σενάριό της. Έναν γιατρό υποδύθηκα στην εντατική, την αληθινή μάλιστα εντατική του Υγεία θυμάμαι, που έβλεπε τον Ανδρέα Μπάρκουλη με καλώδια στο κεφάλι του τρομερά, κλινικά νεκρό, κι έπρεπε να πω: «Αυτόν έτσι τον φέρανε;» Ο Μπάρκουλης τότε, ο σε κώμα αλλά τυραννημένος από τ’ άγρια χαράματα με το πάρα πολύ αναγκαστικό μακιγιάζ της σκηνής αυτής, μόλις είπα τη φράση μου πρώτη φορά, δεν κρατήθηκε ο… αναίσθητος και μου έγνεψε καταφατικά και εν απελπισία σιωπηλά, με χιούμορ της στιγμής αξεπέραστο, και πάει το πρώτο γύρισμα, και γέλια πνιχτά κι όχι μόνο τάραξαν της εντατικής τη θανατερή, φευ, ησυχία.

Διαβάστε ακόμα: Όταν η Σάρλοτ Ράμπλινγκ με υποδέχτηκε στη σουίτα της με ολόσωμο μαύρο κολάν, ξυπόλητη και με δυο κολονάτα ποτήρια στο χέρι της…

Μετά, στην «Ελεύθερη Κατάδυσή» του ο Πανουσόπουλος πάλι, στα Χανιά όπου είχα σπεύσει να βοηθήσω, μου λέει: «Δεν ξαναπαίζεις για γούρι τον ίδιο ρόλο, να ξαναπείς τα ίδια λόγια κι εδώ; Αλλά γιατρό δεν έχουμε. Τι κάνουμε;» Με βάλανε στην ψαραγορά να κοιτάω έναν ξιφία τυλιγμένο με κορδέλα εορταστική που είχε την έμπνευση εκείνη τη μέρα ο ψαράς που τον πουλούσε να του βάλει, πάλι να λέω: «Αυτόν έτσι τον φέρανε;» Ο Αντώνης Αντωνίου μ’ αγκάλιαζε τότε από δίπλα, και μου ’λεγε: «Τι άλλα νέα, …Γιατρέ;» (Τη σκηνή αυτή δεν την έχετε δει ποτέ. Δεν μπήκε στην ταινία, κόπηκε στο μοντάζ δυστυχώς, όπως συχνά γίνεται, οδηγήθηκε στο χώρο του αοράτου. Τι να κάνουμε, τη θυμόμαστε αλλιώς όσοι τη θυμόμαστε, κι εσείς τη μαθαίνετε τώρα εγγράφως).

Η Νόνη Ιωαννίδου σε σκηνή της ταινίας.

Η Νόνη Ιωαννίδου σε σκηνή της ταινίας.

Ο Τσεμπερόπουλος μετά, με το δικό του απροόπτως αμίμητο χιούμορ, με ρώτησε μια μέρα σοβαρά-σοβαρά: «Παίζεις τον ίδιο ρόλο και σε ταινίες άλλων;» «Ναι, γιατί όχι; Έτοιμος είμαι πάντα», του απάντησα κι εγώ εύθυμα. Αλλά δεν προέκυψε δική του πρόταση, εκτός από τον να κάνω έναν καλεσμένο του σε δεξίωση στην «Πίσω Πόρτα», και, βέβαια, τα τραγούδια για την «Πίσω Πόρτα» και τον «Εχθρό» του.

Προέκυψε όμως με τη «Φούσκα» του ο Περάκης! Που μου παρουσίασε επισήμως έναν ρόλο γιατρού για να ξαναπαίξω, που υποδεχόταν τον Μποσταντζόγλου εμφραγματία στο νοσοκομείο, με τη φράση πάλι: «Αυτόν έτσι τον φέρανε; Τυλιγμένο στη λαδόκολλα;» Του λέω: «Τρελάθηκες, Νίκο; Εδώ βλέπω πως ακολουθεί ρόλος με σελίδες επί σελίδων. Είμαι υποχρεωμένος να αρνηθώ, ως μη ηθοποιός, γιατί ως εκεί που μπορώ φτάνω». Ας επέμενε ο Περάκης πως θα τα ’λεγα μια χαρά όλ’ αυτά τα σεντόνια, εγώ δείλιασα.

Ο Γιώργος Πανουσόπουλος με τον Σωτήρη Κακίση το 1989.

Ο Γιώργος Πανουσόπουλος με τον Σωτήρη Κακίση το 1989.

Τέλος, έτσι αρνήθηκα αλλά γι’ άλλον τελείως λόγο την ίδια περίπου φράση να λέω, «Αυτά τα όργανα του νεκρού έτσι, με το ταξί τα φέρανε;», πάλι ως γιατρός με μπλούζα λευκή στο «Μια Μέρα τη Νύχτα» του πρωτο-διδάξαντος Πανουσόπουλου, όπου μοιραστήκαμε πάλι το σενάριό του. Δεν μπορούσα, γιατί το γύρισμα αυτό γινότανε στην πύλη του Γενικού Κρατικού, όπου λίγον καιρό πριν είχε πεθάνει η μάνα μου. Με αντικατέστησε κανονικός γιατρός, ο κουμπάρος μου και ζωγράφος περιωπής Κύριλλος Σαρρής, κι εγώ περιορίστηκα στο ρόλο ενός καθηγητή της αγγειοπλαστικής (όχι της… αγγειοχειρουργικής) στην αρχή του έργου, με τη Μαριλίτα Λαμπροπούλου όμως τότε μαζί μου στα καλύτερά της.

Από το «Μ’ Αγαπάς;» λοιπόν ως σήμερα, εικοσιπέντε χρόνια όπως είπαμε, Γιάννη, από τη Βενετία μακριά, στο σινεμά των φίλων μου σαν φάντασμα πρόχειρο περιφέρομαι, γνωρίζω και κάναν άνθρωπο έτσι επιπλέον, όπως και με τις συνεντεύξεις τόσα χρόνια παράλληλα με τα βιβλία μου, και, δεν μπορώ να πω, καλοπερνάω, διασκεδάζω πραγματικά, βρίσκομαι κάτω από τα φώτα συγκινητικών απαθανατισμών αλλεπάλληλων. Έτσι, για την τιμή των όπλων της επίγειας φύσης μας. Έτσι, για την τιμή των όπλων παλιότερων ηλικιών, και τις διάφορες της ζωής όψεις.

Γιατί κι εμένα, τελικά, κάπως έτσι εδώ γύρω με φέρανε: χαμογελαστό, κι ολιγόλογο σχετικά, ελπίζω.

Σωτήρης Κακίσης: Στη Βενετία με τον Τοσίρο Μιφούνε

 Βενετία, 1989, από αριστερά: Αργύρης Μπακιρτζής, Γιώργος Πανουσόπουλος, Σωτήρης Κακίσης, Μαρία Παπαλάμπρου (Φωτογραφία: Νίκος Περάκης)

Βενετία, 1989, από δεξιά: Αργύρης Μπακιρτζής, Σωτήρης Κακίσης, Γιώργος Πανουσόπουλος, Μαρία Παπαλάμπρου (πρώτη από αριστερά). Φωτογραφία: Νίκος Περάκης.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top