
«Τα ποιήματά μου δεν τα διορθώνω πολύ, όπως έρχονται τα γράφω. Κάνω μια ελαφριά διόρθωση, μερικές λέξεις, μερικές φράσεις ή τα εγκαταλείπω τελείως».
[…] «Επειδή δεν γράφω συχνά, δεν υπάρχει κανένα παρασκήνιο στη συγγραφική μου δραστηριότητα. Δηλαδή δεν κρατώ σημειώσεις, ούτε ημερολόγια. Τα τελευταία χρόνια γράφω με τη γραφομηχανή μονάχα, αποκλειστικά με τη γραφομηχανή, γιατί δυσκολεύομαι πάρα πολύ να γράψω με το χέρι. Φαίνεται, ας κάνουμε λίγο χιούμορ εδώ, ότι υπήρξα ένας αριστερόχειρ manque. Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά. Όλα τα κάνω με το αριστερό χέρι. Εκτός από το γράψιμο, γιατί φαίνεται, μικρός όταν ήμουν, μου επέβαλαν να γρά φω με το δεξί. Δεν μπορώ να γράψω εύ κολα λοιπόν με το δεξί. Με το αριστερό καθόλου. Και, τώρα ιδίως που αρρώστησα, με το δεξί μου χέρι απλά χαράσσω, δεν μπορώ να γράψω καλά. Αναγκαστικά λοιπόν καταφεύγω στη γραφομηχανή. Γράφω εκεί πέρα με τα δυο δάχτυλα το κείμενο και το βλέπω σαν τυπωμένο. Πάλι καλά. Τα ποιήματά μου δεν τα διορθώνω πολύ, όπως έρχονται τα γράφω. Κάνω μια ελαφριά διόρθωση, μερικές λέξεις, μερικές φράσεις ή τα εγκαταλείπω τελείως. Η εγκατάλειψη ενός ποιήματος σημαίνει ότι αυτό το ποίημα δεν μου αρέσει καθόλου. Το αφήνω τελείως.Έτσι στο αρχείο μου, ας πούμε, στο συρτάρι μου, δεν θα βρει κανείς ποιήματα μισοτελειωμένα ή ατελείωτα, δεν θα βρει τίποτα. Δεν υπάρχουν ποιήματά μου αδημοσίευτα. Λοιπόν, μην ψάχνει κανείς να βρει ποιήματά μου αδημοσίευτα. Δεν υπάρχει κανένα».

«Δεν έχω την ευχέρεια να μιλήσω στρωμένα, με τη σωστή σύνταξη».
[…] Σήμερα λένε μερικοί ότι ζούμε μια εποχή γλωσσικής κατάπτωσης και ένδειας. Ζούμε πραγματικά αυτή την κατάπτωση; Εγώ δεν το πιστεύω. Λένε ότι δεν ξέρουμε τη γλώσσα. Μήπως ξέραμε παλαιότερα τη γλώσσα; Μήπως οι παλαιότεροι ξέραν τη γλώσσα; Σήμερα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι φοβερά. Το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, ο Τύπος. Ο κόσμος διαβάζει, ακούει. Γίνονται πράγματι πολλα γλωσσικά λάθη. Πρώτα δεν γίνονταν, διότι δεν μιλούσε ο κόσμος, έβγαινε στην τηλεόραση μία εκφωνήτρια. Αυτό ήταν. Τώρα εκατό βγαίνουν κάθε μέρα σε τόσα κανάλια που υπάρχουν. Όλοι αυτοί ξέρουν καλά ελληνικά; Μπορούν να μιλήσουν; Και εγώ, που μιλάω τώρα, δεν μιλάω ελληνικά. Δεν έχω την ευχέρεια να μιλήσω στρωμένα, με τη σωστή σύνταξη. Στο γράψιμο, εκεί μπορεί να πει κανείς ότι γίνονται λάθη πολλά. Γίνονται λάθη εξαιτίας καθαρεύουσας δημοτικής, δημοτικής καθαρεύουσας. Άλλο αυτό, όμως, κι άλλο ότι χάθηκε το γλωσσικό αίσθημα του ελληνικού λαού. Μιλάμε κανονικά. Όλες τις ξένες λέξεις οι οποίες έχουν μπει στο ελληνικό λεξιλόγιο δεν πρέπει να τις εξοβελίσουμε, νομίζω ότι καλώς μπήκαν. Όταν το αυτοκίνητο έχει μέσα τόσα εργαλεία, τόσα όργανα, τόσο λεπτή τεχνολογία, όλες αυτές τις ξένες λέξεις δεν μπορείς να τις μεταφράσεις στα ελληνικά. Είναι δύσκολο.
Δηλαδή, έρχεται ο γκαραζιέρης και σου μιλάει μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίνεις, γιατί σου μιλάει με ξενικές εκφράσεις. Δηλαδή, αυτός ελληνοποιεί τις ξένες λέξεις. Οι σπίκερ των ποδοσφαιρικών εκπομπών κάνουν λάθη. Σύμφωνοι. Μπορείς να μιλήσεις τόσο γρήγορα, να πεις τόσες λέξεις μέσα σ’ ένα λεπτό, όπως τις λέει ο εκφωνητής; Δεν μπορείς να τις πεις, θα κάνεις λάθη αναγκαστικά και μερικά στοιχειώδη, γλωσσικά, χοντρά λάθη. Μικρά παιδιά είναι που κάνουν το σπικάζ. Και λένε ότι αυτό δεν είναι γλώσσα ελληνική. Γιατί δεν είναι γλώσσα ελληνική; Ή η γλώσσα των νέων, που είναι η αργκό, δεν είναι ελληνικά; Και εμείς στην εποχή μου μιλούσαμε την αργκό της. Τότε, μάλιστα, χρησιμοποιούσαμε αργκό που άλλες συνοικίες δεν την καταλάβαιναν. Η γλώσσα ήταν τόσο στενά περιχαρακωμένη επίτηδες για να μην την καταλαβαίνουν άλλοι, οι οποίοι βρισκόντουσαν, όχι σε άλλη πόλη, σε άλλη συνοικία. Οι συνοικίες τότε ήταν περιχαρακωμένες. Ας πούμε, γίνονταν πόλεμοι συνοικιών, πετροπόλεμοι γίνονταν, έρχονταν οι συμμορίες της μιας συνοικίας στην άλλη συνοικία και γινόταν χαμός. Εκεί μέσα μπερδεύονταν διάφορες γλώσσες και διάφορα περίεργα ιδιώματα. Γιατί λοιπόν λέμε ότι δεν μιλάμε σωστά ελληνικά;
//Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο «Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά. Μονόλογος του Μανόλη Αναγνωστάκη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Διαβάστε ακόμα: Κική Δημουλά. «Ποίηση είναι ένα μείγμα εύγευστων δηλητηρίων σε χρυσά δελεαστικά ποτήρια».