Αν θα μπορούσα να πω κάτι για την ικανότητα του Μανουέλ Αμάτι, είναι ότι η άρθρωση του στα ιταλικά είναι τόσο καθαρή που ποτέ συνέντευξη δεν απομαγνητοφωνήθηκε τόσο γρήγορα. Ο νέος Ιταλός τενόρος συμμετέχει στη νέα παραγωγή της δημοφιλούς κωμικής όπερας του Τζοακίνο Ροσσίνι “Ο Κουρέας της Σεβίλλης” που ανεβαίνει στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο “Μαρία Κάλλας” σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου και Νικολέτας Φιλόσογλου, και μουσική διεύθυνση Γιώργου Ζιάβρα. Είναι η πρώτη διεθνής μετάκληση της φετινής καλλιτεχνικής περιόδου, και λίγο πριν την πρεμιέρα είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για το belcanto και την φωνητική παράδοση που εκπροσωπεί.
– Καλησπέρα, χαίρομαι που σας γνωρίζω. Θέλετε να συστηθείτε και στους αναγνώστες μας;
Καλησπέρα, είμαι ο Μανουέλ Αμάτι, είμαι ένας τενόρος λετζέρο που ειδικεύομαι στο ρεπερτόριο του Ροσσίνι, ευτυχής που βρίσκομαι εδώ στο θέατρο Ολύμπια στην Αθήνα για να προσφέρω σε ελληνικό έδαφος ό,τι μπορώ από τη μουσική του Ροσσίνι.
– Πρώτη φορά στην Ελλάδα;
Ναι, και είμαι πανευτυχής που μπορώ να θαυμάσω τον πλούτο της Ακρόπολης και του κλασικού πολιτισμού, είναι κάτι ανυπολόγιστο. Το να ξέρω ότι μπορώ να βρίσκομαι σε αυτό το θέατρο όπου τραγούδησε η βασίλισσα του μπελκάντο, δηλαδή η Μαρία Κάλλας, είναι ένα τεράστιο συναίσθημα και είναι κάτι που πραγματικά γεμίζει την καρδιά μου με υπερηφάνεια και ευτυχία.
– Πράγματι, σε μια παλαιότερη μορφή του κτιρίου. Την θαυμάζετε ειδικά για το bel canto;
Ναι, τρέφω αγάπη και αφοσίωση για τη Μαρία Κάλλας όχι μόνο ως καλλιτέχνη και τραγουδίστρια, αλλά πάνω απ’όλα για την ιστορική της μορφή μέσα στη μουσική κοινωνία, γιατί χάρη σε αυτήν μπορούμε σήμερα να έχουμε την εκ νέου ανακάλυψη του Ροσσίνι. Ήταν μια από τις πρώτες καλλιτέχνιδες που θέλησε να ερμηνεύσει όσο το δυνατόν περισσότερους ρόλους του Rossini σε μια εποχή, τη δεκαετία του 1950, που ο Rossini θεωρούνταν ένας δευτερεύων συνθέτης, επειδή μεγάλοι θεωρούνταν ο Verdi και ο Puccini – ο Rossini ήταν ένας συνθέτης β΄ κατηγορίας. Αντίθετα, η Κάλλας έκανε τον κόσμο να συνειδητοποιήσει πόσα πολλά είχε να μας πει αυτός ο συνθέτης, έπρεπε αυτή να μας κάνει να καταλάβουμε πόσο σημαντική είναι η τεχνική του μπελκάντο, το αληθινό μπελκάντο του 18ου-19ου αιώνα, και πως μόνο μέσα από τη μελέτη ορισμένων βοκαλισμών, μέσα από τη φροντίδα της κολορατούρας μπορούμε να κατανοήσουμε πραγματικά την ιταλική σχολή του μπελκάντο.
– Συνδέουμε την καλορατούρα και το μπελκάντο κυρίως με τις σοπράνο. Πώς λειτουργεί για την ανδρική φωνή;
Δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ ανδρικής και γυναικείας φωνής· κατά τη γνώμη μου, το σημαντικό είναι ότι κάθε φωνή πρέπει να εκπαιδεύεται και να ωθεί τις δυνατότητές της στα όρια, για να μπορεί να κάνει τις μεγάλες φράσεις, χαρακτηριστικές του μπελκάντο, αλλά και να μπορεί να κάνει κολορατούρα. Βεβαίως, είναι αλήθεια ότι δεν χρειάζεται όλοι να κάνουν κολορατούρα στις διάφορες όπερες, αλλά τελικά όλοι πρέπει, ακόμα και αν κάνουν Βέρντι, να έχουν την ικανότητα να κάνουν ένα τετράηχο, να κάνουν τις μικρές νότες έτσι ώστε να γίνονται με τον σωστό τρόπο, και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από το πέρασμα από τη μουσική του Ροσσίνι, του μπελκάντο και όλης της μουσικής του 18ου αιώνα. Επομένως, νομίζω ότι ανεξάρτητα από το αν κάποιος πρέπει ή δεν πρέπει να ασχοληθεί με το ρεπερτόριο bel canto στη ζωή του, είναι απαραίτητο η τεχνική του να αναζητηθεί μέσω της μελέτης όλων αυτών των συνθετών, συμπεριλαμβανομένου του Rossini, ακόμη και αν τελικά επιλέξει να επικεντρωθεί σε άλλους συνθέτες, που η φωνή του ταιριάζει καλύτερα.
– Ένα παράδειγμα;
Στην Traviata ο τενόρος ως Alfredo έχει να αντιμετωπίσει πολλά τετράηχα και είναι χρωματικά, είναι σημαντικό αυτά να γίνονται με πολύ ακριβή τρόπο, και αν κάποιος δεν έχει κάνει μία μελέτη του στυλ bel canto και της φωνητικής του, αυτό γίνεται περίπλοκο. Ακόμα και στο Libiamo είναι σημαντικό αυτή η διαδοχή των νοτών να είναι ακριβής, και αυτό μπορούμε να το κάνουμε μόνο μέσω της φωνητικής και της δουλειάς στην κολορατούρα.
– Εσάς ποιοι ήταν οι δάσκαλοί σας σε αυτό, στην πράξη αλλά και μέσω του παραδείγματός τους.
Σίγουρα είναι ο Celso Albelo, ένας εξαιρετικός τενόρος, ισπανός, ο οποίος τραγούδησε πολλές φορές Puritani, Elisir d’amore, σπούδασε με τον Carlo Bergonzi και τον Alfredo Kraus, που είναι από τα πρότυπά μου, ειδικά ο Kraus, και φυσικά ο Juan Diego Florez, με τον οποίο είχα επίσης την ευκαιρία να κάνω ένα masterclass, και είναι ο πρίγκιπας του ροσσινιανού ρεπερτορίου, από τον οποίο μπόρεσα να μάθω πολλά, ειδικά για το ύφος και το πώς να φραζάρεις σε αυτό το ρεπερτόριο. Αυτοί είναι τα απόλυτα πρότυπά μου, ειδικά ο Alfredo Kraus.
– Ήταν πράγματι από τους σπουδαιότερους τραγουδιστές.
Τον βάζω στην πρώτη θέση επειδή ήταν ένας τενόρος που κατάφερε να κατανοήσει βαθιά αυτό που κατά τη γνώμη μου είναι η πιο σημαντική έννοια στο τραγούδι, που είναι η κομψότητα. Η κομψότητα στη φρασεολογία, η κομψότητα στην απόδοση των λέξεων και η αίσθηση του τι λέγεται και πού απευθύνεται, οπότε αυτή η φινέτσα είναι πραγματικά το αποκορύφωμα, κατά τη γνώμη μου, της ομορφιάς στο τραγούδι, να μπορείς πραγματικά, μέσω του ήχου και του κειμένου, να προκαλείς συναισθήματα, και όχι μόνο αυτό, να μας μεταφέρεις σε έναν κόσμο μακριά από εμάς και σε κάτι που δεν είναι μόνο στο παρόν αλλά που ανήκει σε όλους τους ανθρώπους και είναι μέρος, πώς να το πούμε, της ιστορίας της ανθρωπότητας.
– Η τέχνη για σας είναι μια αξία.
Η τέχνη και ο πολιτισμός είναι κάτι που είναι αιώνιο και δεν ανήκει σε εμάς που είμαστε παρόντες σήμερα το 2024, αλλά ανήκει στον άνθρωπο ως άνθρωπο, σε αυτόν τον κόσμο και σε αυτό που έχουμε αφήσει και σε αυτό που αφήνουμε πίσω μας κάθε ημέρα, και κυρίως σε αυτό που μας έχουν αφήσει οι καλλιτέχνες του παρελθόντος και οι άνθρωποι της παιδείας.
– Ο ρόλος του Αλμαβίβα σας είναι οικείος.
Τον έχω ήδη τραγουδήσει στη La Fenice (Βενετία), στο Teatro Petrocelli στο Μπάρι, στο Λέτσε, στη Σαβόνα, στην Πιατσέντζα, είναι ένας ρόλος που έχω αναλάβει αρκετές φορές, και ένας από τους αγαπημένους μου. Ο ρόλος αυτός γράφτηκε για τον Manuel Garcia, έναν τενόρο που, σύμφωνα με τις κριτικές της εποχής, ήταν στην πραγματικότητα baritenore, τενόρος-βαρύτονος με ελαφρώς πιο σκούρα και γεμάτη φωνή από τη δική μου, αλλά στη σημερινή “αγορά”, η τάση είναι να τραγουδούν τον ρόλο ελαφροί (λετζέρο) τενόροι, με “ανοιχτόχργμη” φωνή, ή όπως λέμε και tenori di grazia (“τενόροι με χαριτωμένη φωνή”), ας πούμε. Ασφαλώς, εκείνη την εποχή, οι όπερες δεν γράφονταν για έναν τύπο φωνής, αλλά για μια ορισμένη φωνή, δηλαδή ο Rossini έγραψε αυτές τις συγκεκριμένες νότες μόνο για αυτόν τον ερμηνευτή επειδή είχε αυτά τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, και απο τότε προφανώς πρέπει πάντα να προσαρμοζόμαστε σε αυτό που μας έχει δώσει ο συνθέτης και ο τραγουδιστής που τραγούδησε αυτόν τον ρόλο.
– Είναι ο Αλμαβία πρωταγωνιστής ή μένει στη σκιά του Φίγκαρο;
Η όπερα όταν έκανε πρεμιέρα στη Ρώμη είχε τον τίτλο Almaviva, αυτός ήταν ο πραγματικός πρωταγωνιστής, δεν νομίζω ότι ο Αlmaviva είναι δεύτερος μετά τον Figaro. Βέβαια, είναι προφανές ότι η άρια του Figaro Largo al factotum είναι ίσως το πιο διάσημο κομμάτι σε ολόκληρη τη μουσική λογοτεχνία του Rossini, αλλά ο Αlmaviva έχει μια δύναμη και αυτό είναι ένα μήνυμα που διατρέχει όλη την όπερα, και αυτό είναι το χρήμα. Χωρίς χρήματα τίποτα δεν μπορεί να κινηθεί, χωρίς χρήματα δεν θα μπορούσε να κάνει την καντάδα στη Ροζίνα, χωρίς χρήματα δεν θα ήταν εφικτές όλες αυτές οι δραστηριότητες του Φίγκαρο. Έτσι στην πράξη ο Αλμαβίβα ξέρει ότι έχει μια δύναμη με το μέρος του, αλλά στο τέλος ξέρει ότι αυτό είναι ένα απλό εργαλείο. Επειδή κατά τη γνώμη μου, είναι ειλικρινά ερωτευμένος με τη Ροζίνα.
– Οπότε Έρωτας ή Χρήμα είναι η κινητήρια δύναμη σε αυτή την όπερα;
Είναι ερωτευμένος, αλλά ξέρει ότι τα χρήματα, καλώς ή κακώς, είναι ένα μέσο που του επιτρέπει να επιτύχει τους στόχους του, τα όνειρά του, και στο τέλος, νομίζω ότι είναι ενδιαφέρον ότι ένας κόμης που είναι πλούσιος, που έχει μεγάλες δυνατότητες, στην πλοκή του Rossini τα χρήματα είναι στην πραγματικότητα μόνο ένα πέρασμα, δεν είναι κάτι θεμελιώδες, γιατί στην πραγματικότητα το συναίσθημα είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Κατά τη γνώμη μου, όμως, αυτό υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο Αλμαβίβα είναι ένα έξυπνο άτομο που προσπαθεί με κάθε τρόπο, ακόμη και μέσα από όλες τις διάφορες μεταμφιέσεις, να φτάσει στο στόχο του και κυρίως να φτάσει στην καρδιά της λειτουργίας αυτής της όπερας, που είναι η αγάπη, η αγάπη που θριαμβεύει πάνω απ’ όλα.
– Και πάνω από το χρήμα!
Η αγάπη είναι ισχυρότερη από οτιδήποτε, ισχυρότερη από την κοινωνική προσαρμογή, ισχυρότερη από τα οικονομικά ζητήματα, διότι η αγάπη επιτρέπει τα πάντα, επιτρέπει ακόμη και σε έναν κόμη να γίνει στρατιώτης να γίνει ιερέας, να γίνει οτιδήποτε, όταν ένας κόμης θα έπρεπε κανονικά να είναι αγέρωχος και να παραμένει πάντα στη θέση του – αλλά σε αυτή την όπερα ο Rossini μάς κάνει να καταλάβουμε πώς η αγάπη μπορεί να μεταμορφώσει τους ανθρώπους, μπορεί να τους κάνει διαφορετικούς και καλύτερους.
– Σε αυτή την όπερα ο Αλμαβίβα είναι σχεδόν χαμαιλέοντας.
Ναι, και είναι μάλιστα ενδιαφέρον πώς στο ντουέτο, τη στιγμή που ο Φίγκαρο τού παρουσιάζει όλες τις ιδέες του, στην αρχή ο κόμης εκπλήσσεται, δηλαδή του φαίνεται αδύνατο να μεταμφιεστεί, αλλά στο τέλος συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχουν άλλες δυνατότητες, αν θέλει να συναντήσει τη Ροζίνα πρέπει να είναι ικανός να κάνει τα πάντα, και νομίζω ότι αυτή είναι η όπερα στην οποία ο τενόρος μεταμφιέζεται περισσότερο σε όλη την οπερατική λογοτεχνία. Πάντα λέω ότι το πιο δύσκολο πράγμα στον Κουρέα δεν είναι τόσο η ίδια η όπερα όσο οι πολλές αλλαγές κουστουμιών!
– Μια και το θίξατε, είδα ήδη ένα ωραίο σκηνικό. Πώς είναι και οι ενδυμασίες, η σκηνοθεσία γενικά;
Θα έλεγα ότι ο σκηνοθετικός στόχος είναι να μεταφέρει τα πρόσωπα σε έναν φανταστικό κόσμο, σε μια ιδανική ιστορία αγάπης που δεν έχει ούτε χώρο ούτε χρόνο, διότι ότι η αγάπη είναι το όργανο όλων των πραγμάτων. Τα κουστούμια είναι αρκετά μοντέρνα από ορισμένες απόψεις, αλλά τοποθετούν τους διάφορους χαρακτήρες με έναν σύγχρονο τρόπο, οπότε ακόμη και οι χειρονομίες δεν θα είναι παλιομοδίτικες, κλασικές χειρονομίες, αλλά θα αντικατοπτρίζουν τις επιθυμίες του σκηνοθέτη.
– Εσάς τι σας αρέσει σε αυτή την παραγωγή;
Μου αρέσει πολύ ότι μεταφέρει στο έργο του Ροσσίνι εκείνα τα γνωρίσματα της παράδοσης του ελληνικού θεάτρου. Για παράδειγμα, ένα πράγμα στο οποίο νομίζω ότι συχνά εκτός Ελλάδας δεν εστιάζουμε τόσο πολύ είναι η έννοια της αναγνώρισης (anagnoresis), η στιγμή κατά την οποία γίνεται η αποκάλυψη του Αλμαβίβα και αυτό κατά τη γνώμη μου είναι κάτι πολύ σημαντικό, γιατί συχνά γίνεται σχεδόν σαν κάτι περαστικό. Αντίθετα η ιστορία του ελληνικού θεάτρου μας διδάσκει πόσο σημαντική είναι η αναγνώριση μέσα στην τραγωδία, είναι το φωνητικό κέντρο στο οποίο διαλύονται όλες οι εντάσεις μέσα στο δράμα, και ακόμα και αν ο Κουρέας προφανώς δεν είναι τραγωδία, βρίσκουμε την έννοια της αποκάλυψης, αφού ο Αλμαβίβα πάντα κρύβεται, αλλά στο τέλος γίνεται η αναγνώριση αυτόυ του προσώπου. Το γεγονός ότι η παραγωγή επιδιώκει να το τονίσει αυτό, αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το χαρακτηριστικό της γνώρισμα που εκτίμησα τόσο πολύ.
//Γεννημένος το 1996 στη Martina Franca (Απουλία, Ιταλία), ο Manuel Amati ξεκίνησε τη μελέτη του λυρικού τραγουδιού σε ηλικία 13 ετών με τη σοπράνο Francesca Ruospo και εμβάθυνε το ύφος και το ρεπερτόριό του με τους Vincenzo Scalera, Roberto Scandiuzzi, Pietro Spagnoli, Domenico Colaianni και Celso Albelo. Επιπλέον παρακολούθησε τη “Scuola dell’ Opera” του Teatro Comunale di Bologna (2015), την Ακαδημία του Maggio Musicale Fiorentino (2016-2018), όπου συμμετείχε σε πολλές σημαντικές παραγωγές, όπως τη “La favorite” του Ντονιτσέτι σε μουσική διεύθυνση Fabio Luisi και την Άλκηστη του Γκλουκ σε μουσική διεύθυνση Federico Maria Sardelli και σκηνοθεσία Pierluigi Pizzi. Το καλοκαίρι του 2018 παρακολούθησε την Accademia Rossiniana στο Pesaro και έκανε το ντεμπούτο του ως Belfiore στο Il viaggio a Reims στο Rossini Opera Festival, όπου έχει προσκληθεί ξανά αρκετές φορές. Ως ειδικός στο ρεπερτόριο του Rossini, έχει ήδη ερμηνεύσει ρόλους όπως ο Conte d’Almaviva στο Il barbiere di Siviglia (Teatro Comunale di Bologna, Teatro Petruzzelli di Bari και Teatro La Fenice di Venezia), Don Ramiro στην La Cenerentola (Teatro Regio di Torino, Theater Kiel), Don Narciso (Festival Valle d’Itria) και Albazar (Teatro alla Scala Μιλάνο) στο Il turco in Italia.
Διαβάστε ακόμα: Δανάη Παπαματθαίου – Matschke. «Με τη μουσική μοιράζομαι το αβάσταχτο της ζωής με την ελπίδα της Κάθαρσης».