«Η μαμά ήθελε να ζήσει μόνο και μόνο για να μη με αφήσει στην κατάσταση άχθους, στην οποία γνώριζε ότι βρισκόμουν όταν δεν την είχα κοντά μου» εξήγησε ο Προυστ μετά το θάνατό της. Στη φωτογραφία αριστερά ο συγγραφέας το 1895 (Photo © Otto Wegener, πηγή Wikipedia) και δεξιά η μητέρα του φωτογραφημένη στις 5 Δεκεμβρίου 1904 από τον Paul Nadar (Photo © Ministère de la Culture – Médiathèque du Patrimoine, Dist. RMN-Grand Palais / Paul Nadar)

– Το πρόβλημα της εβραίας μητέρας

Ο Προυστ γεννήθηκε στη μέγκενη μιας ακραίας εκπροσώπου του είδους. «Για εκείνην ήμουν πάντα τεσσάρων ετών» είπε ο ίδιος για την κυρία Προυστ, τη λεγόμενη μαμά και, συνηθέστερα, «αγαπημένη μανούλα».

«Δεν έλεγε ποτέ ‘‘η μητέρα μου’’ ή ‘‘ο πατέρας μου’’, αλλά πάντοτε ‘‘ο μπαμπάς’’ και ‘‘η μαμά’’, με το μελοδραματικό ύφος παιδιού και με τα μάτια του να βουρκώνουν αυτόματα, μόλις άρθρωνε αυτές τις συλλαβές, ενώ από το σφιγμένο λαιμό του ακουγόταν ο τραχύς ήχος του λυγμού τον οποίο έπνιγε» θυμόταν ο φίλος του Μαρσέλ Πλαντεβίνιε.

Η κυρία Προυστ αγαπούσε το γιο της με ένταση που θα έκανε ακόμη κι έναν σφόδρα ερωτευμένο να ντρέπεται για το βάθος των αισθημάτων του. Η στοργή της ήταν τόση, ώστε προκάλεσε ή, έστω, επιδείνωσε κατά πολύ την τάση του γιου της να νιώθει ανήμπορος. Ο Μαρσέλ θεωρούσε ότι δεν ήταν σε θέση να κάνει τίποτε σωστά χωρίς εκείνη. Έζησαν μαζί από τη γέννησή του ως το θάνατό της, όταν εκείνος ήταν τριάντα τεσσάρων ετών. Παρά ταύτα, το μεγαλύτερο άγχος της ήταν πώς θα κατάφερνε ο Μαρσέλ να επιβιώσει όταν η ίδια θα είχε χαθεί. «Η μαμά ήθελε να ζήσει μόνο και μόνο για να μη με αφήσει στην κατάσταση άχθους, στην οποία γνώριζε ότι βρισκόμουν όταν δεν την είχα κοντά μου» εξήγησε εκείνος μετά το θάνατό της. «Όλη μας η ζωή δεν ήταν παρά μια προετοιμασία, εκείνη να με διδάσκει πώς θα τα έβγαζα πέρα από τη μέρα που θα με άφηνε… κι εγώ, από μέρους μου, να την πείθω ότι μπορούσα να ζήσω μια χαρά μακριά της».

Η κυρία Προυστ αγαπούσε το γιο της με ένταση που θα έκανε ακόμη κι έναν σφόδρα ερωτευμένο να ντρέπεται για το βάθος των αισθημάτων του.

Η έγνοια της κυρίας Προυστ για το γιο της ήταν καλοπροαίρετη μεν, αλλά δεν έπαυε ποτέ ν’ αγγίζει τα όρια του αυταρχικού παρεμβατισμού. Όταν ο Μαρσέλ ήταν είκοσι τεσσάρων ετών, σε μια από τις σπάνιες στιγμές που είχαν χωρίσει, έγραψε για να της πει ότι κοιμόταν πολύ καλά [η ποιότητα του ύπνου του, το σκαμπό του και η όρεξή του αποτελούσαν σταθερά σημεία αναφοράς στην αλληλογραφία τους]. Αλλά η μαμά διαμαρτυρήθηκε ότι ο Μαρσέλ δεν ακριβολογούσε επαρκώς: «Αγαπημένε μου, αυτό το ‘‘κοιμήθηκα πολλές ώρες’’ εξακολουθεί να μη μου λέει τίποτε ή μάλλον τίποτε σημαντικό. Σε ρώτησα και ρωτώ πάλι: Πλάγιασες να κοιμηθείς στις… Σηκώθηκες στις…».

Ο Μαρσέλ Προυστ (αριστερά) με την μητέρα του και τον αδερφό του Ρόμπερτ (Photo © Bibliothèque Νationale de France, Paris, France, Dist. RMN-Grand Palais/Art Resource, NY)

Ο Μαρσέλ, συνήθως, ανταποκρινόταν με μεγάλη του χαρά στην εξουσιαστική επιθυμία της μητέρας του να μαθαίνει καθετί που αφορούσε στις σωματικές του δραστηριότητες [εκείνη και ο Σαιν Μπεβ θα είχαν πολλά να συζητήσουν]. Από καιρού εις καιρόν, μάλιστα, έθετε αυτοβούλως κάποιο ζήτημα υπόψη της οικογένειάς του: «Ρωτήστε τον μπαμπά τι σημαίνει να νιώθεις τη στιγμή της ούρησης ένα κάψιμο, το οποίο σε αναγκάζει να διακόψεις κι έπειτα να ξεκινήσεις πάλι, πέντε ή έξι φορές σ’ ένα τέταρτο της ώρας. Πίνω, βέβαια, ωκεανούς μπίρας τώρα τελευταία, και ίσως να οφείλεται σ’ αυτό» αναλογιζόταν σε μια επιστολή προς τη μητέρα του· την περίοδο εκείνη η μαμά ήταν πενήντα τριών ετών, ο μπαμπάς εξήντα οκτώ και ο ίδιος ο Μαρσέλ τριάντα ενός.

Στα ερωτήματα που δέχτηκε κάποτε με γενικό τίτλο Τι είναι δυστυχία για εσάς, ο Προυστ απάντησε «Να βρίσκομαι μακριά από τη μαμά». Όταν είχε αϋπνίες, κι ενώ εκείνη βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρά της, της έγραφε επιστολές, τις οποίες άφηνε στην πόρτα της, για να τις βρει εκείνη το πρωί. «Αγαπημένη μου μανούλα» έγραφε σε μια χαρακτηριστική από αυτές «σου γράφω ένα σημείωμα ενόσω μου είναι αδύνατον να κοιμηθώ, για να σου πω ότι σε σκέφτομαι».

Το βιβλίο του Αλαίν ντε Μποττόν «Πώς ο Προυστ μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.

Παρά τις επιστολές αυτές, υπήρχαν και λανθάνουσες εντάσεις, πράγμα αναμενόμενο. Ο Μαρσέλ διαισθανόταν ότι η μητέρα του τον προτιμούσε ασθενή και εξαρτημένο παρά υγιή και ελεύθερο προβλημάτων ούρησης: «Η αλήθεια είναι ότι αμέσως μόλις γίνω καλά, επειδή εσύ ενοχλείσαι από τη ζωή που με κάνει να καλυτερεύω, χαλάς τον κόσμο, ώσπου ν’ αρρωστήσω πάλι» έγραψε σε μια σπάνια αλλά δηλωτική έκρηξη κατά της ακατανίκητης επιθυμίας της κυρίας Προυστ να υποδύεται το ρόλο της νοσοκόμας και να τον καθηλώνει στη θέση του ασθενούς. «Είναι λυπηρό να μη δύναμαι να έχω ταυτόχρονα στοργή και υγεία».

 

// Από το βιβλίο του Αλαίν ντε Μποττόν «Πώς ο Προυστ μπορεί να αλλάξει τη ζωή σου» (κεφάλαιο «Πώς να υποφέρεις με επιτυχία»), μετάφραση Ιωάννης Ανδρέου, εκδόσεις Πατάκη, 2000.

 

Διαβάστε ακόμα: Οι ποιητές για τον θάνατο της μάνας τους

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top