Μελαχρινός σαν πλεϊμπόι της Ριβιέρα, σαν ζιγκολό της Ταγγέρης (Φωτογραφία: sonnyandhispen.com).

Να δηλώσω κατ’ αρχάς ότι ο τεράστιος αυτός «αλητήριος», μαζί με τον «Άγριο σαν θύελλα» Πολ Νιούμαν, τον Σον «007» Κόνερι, τον «Γατόπαρδο» Αλέν Ντελόν και τον Μελ «Mad» Γκίμπσον, υπήρξε ένας από τους πιο ωραίους τυπάδες του κόσμου. Ο άνδρας που λάτρεψαν οι γυναίκες μετά τον Πόλεμο και οι κόρες τους στη συνέχεια. Κι Ευρωπαίος από πάνω! Μια ένσταση μόνος του στα χλωμά πρόσωπα του Χόλιγουντ.

Φτάνει να πάρεις το θέμα της κομψότητας: άψογο physique που πάντρευε ιδανικά το τζιτζί αγγλοσαξονικό κοστούμι με τη μεσογειακή ανεμελιά και το Persol γυαλί. Μελαχρινός σαν πλεϊμπόι της Ριβιέρα, σαν ζιγκολό της Ταγγέρης. Με αδυναμία στις κάλτσες του οίκου εκκλησιαστικών ρούχων Gammarelli, που έντυνε τους πάπες από το 1790, και τα μοκασίνια Tod’s. Μόνο ο Μαστρογιάνι θα μπορούσε να δείχνει στυλάτος μ’ ένα σακάκι κρεμασμένο στον ώμο. Μόνο ο Μαρτσέλο, πολύ πριν από τον Γκενσμπούρ, πολύ πριν από το συρμό των ημερών, θα μπορούσε να είναι κακοξυρισμένος και μαζί να διαλαλεί έναν κομψό ηδονισμό.

Aψογο physique που πάντρευε ιδανικά το τζιτζί αγγλοσαξονικό κοστούμι με τη μεσογειακή ανεμελιά και το Persol γυαλί.

Τον αγαπάμε και γερασμένο, ρυτιδιασμένο, έκπτωτο, μ’ ένα μαραμένο χαμόγελο στην άκρη των χειλιών, ευγενικά κυνικό.

Αλλά δεν τον θυμόμαστε μόνο σε ασπρόμαυρο, καθώς χαράζει, σε μια «Dolce Vita» την προβολή της οποίας το Βατικανό απαγόρευσε επί ποινή αναθέματος. Σε κείνο το «τότε» της κατάχρησης: πάρα πολύ αλκοόλ, πάρα πολλά τσιγάρα, πάρα πολλές γυναίκες, πάρα πολλή θλίψη, πάρα πολλή νιότη. Τον αγαπάμε και μετά, γερασμένο, ρυτιδιασμένο, έκπτωτο, μ’ ένα μαραμένο χαμόγελο στην άκρη των χειλιών, ευγενικά κυνικό, από latin lover σε latin loser.

O Mαστρογιάννι μεταρσίωσε τις διδαχές του δανδισμού περί «του καθήκοντος της αβεβαιότητας» (Φωτογραφία: austinfilm.org).

Πάντα υπέροχα μεγαλειώδης, ακαταμάχητα ευφυής, τελεσίδικα γοητευτικός, να εφευρίσκει πάλι και πάλι, ασταμάτητα, τον εαυτό του. Να μεταρσιώνει τις διδαχές του δανδισμού περί «του καθήκοντος της αβεβαιότητας». Να ξαναπαίζει αστράφτοντας στη σκιά αυτό που ο Ντοστογιέφσκι, ο Χάμσουν ή ο Τ. Ε. Λόρενς θα αποκαλούσαν «ταπείνωση από υπερηφάνεια».

Με την χυμώδη Σοφία Λόρεν στο Yesterday, Today, and Tomorrow (Φωτογραφία: bamfstyle.com).

Άφησε πίσω του καμιά 150ριά ταινίες που γύρισε με τους καλύτερους.

Δεν παύουμε να νοσταλγούμε αυτό το κοκτέιλ Μπράιαν Φέρι και Ωραίου Μπρούμελ, με την τσαλακωμένη καμπαρντίνα κι εκείνη τη φωνή που έγινε το στερεότυπο του μορφονιού που αυτοσχεδιάζει. Φωνή καμωμένη από ιταλιάνικη προφορά και θαμπό γρέζι, εκείνη των μικρών αλητάμπουρων της Νάπολι.

Με την εκρηκτική Ανίτα Εκμπεργκ στο Dolce Vita (Paris Match).

Πάνε 25 χρόνια από την οριστική του απόσυρση στο σπίτι του στο Παρίσι, ύστερα από έναν καρκίνο στο πάγκρεας. Άφησε πίσω του καμιά 150ριά ταινίες που γύρισε με τους καλύτερους: Τους Ιταλούς Fellini, Antonioni, Ferreri, Cavani, Visconti, de Sica, Scola, αδελφούς Taviani. Τους Γάλλους Louis Malle, Jacques Demy, Bertrand Blier, Agnès Varda. Κι ακόμα τους Jules Dassin, Roman Polanski, John Boorman, Nikita Mikhalkov, Θεόδωρο Αγγελόπουλο, Robert Altman, Raoul Ruiz, Manoel de Oliveira…

Mε την έκπαγλη Κατρίν Ντενέβ (Φωτογραφία: immortal-beauties.com).

Όλοι τους έχουν να λένε για τη γενναιοδωρία του, τον επαγγελματισμό του κι έναν τρόπο δουλειάς εκπληκτικά αυθόρμητο. Ο Μαστρογιάνι δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τους συναδέλφους που χρειάζονταν προετοιμασία μηνών για να μπουν στο πετσί του ρόλου. Εκείνος μπορούσε να περάσει από την μία κατάσταση στην άλλη με την ταχύτητα αστραπής. «Το επάγγελμα του ηθοποιού, έλεγε, είναι το επάγγελμα ενός ψεύτη, το οποίο σου επιτρέπει να εξακολουθείς να παραμένεις παιδί σ’ όλη σου τη ζωή». Κι όλο αυτό συνδυαζόταν με μια ακόρεστη περιέργεια και μια ελαφρότητα ειλικρινή και ενστικτώδη που αρνιόταν την ψυχολογική προσέγγιση των χαρακτήρων.

Ο Μαστρογιάνι δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τους συναδέλφους που χρειάζονταν προετοιμασία μηνών για να μπουν στο πετσί του ρόλου.

Δείχνει μια προτίμηση για το διφορούμενο, για τα βάσανα ανθρώπων που βρίσκονται σε διαφορά φάσης με τον κόσμο.

Ο Marcello έχει ενσαρκώσει τον επαναστάτη που αποστάτησε, τον δευτεροκλασάτο ηθοποιό, τον απογοητευμένο δημοσιογράφο, τον εκτοπισμένο πολιτικό, τον αλκοολικό πατέρα, τον Έλληνα μελισσοκόμο, ακόμα και τον έγκυο άνδρα. Μια παλέτα που δείχνει μια προτίμηση για το διφορούμενο, για τα βάσανα ανθρώπων που βρίσκονται σε διαφορά φάσης με τον κόσμο. Μπαίνει στον πειρασμό του γκροτέσκου (εξ ου και οι πικρές κωμωδίες του), αρέσκεται στις μικρότητες και στις μικροπρέπειες, τους ανθρωπάκους, κι όλα αυτά διαποτισμένα με μελαγχολία και μαύρο χιούμορ.

Με τον αγαπημένο του Φεντερίκο Φελίνι κατά τη διάρκεια γυρισμάτων.

Πίσω από τις επιλογές αυτές διακρίνεται μια φιλοδοξία: η αποδόμηση της στάμπας του latin lover που μισούσε και του κολλάνε στο κούτελο από την Dolce Vita και μετά. Απέναντι στην Ανίτα Έκμπεργκ, ενσαρκώνει ένα αρσενικό όχι κυρίαρχο αλλά θύμα, ανάμεσα σε γοητευτική νωχέλεια, κόρο και απογοήτευση. Ο Μαρτσέλο γίνεται ο γυναικάς, ο γόης που μοιράζεται τη μαρκίζα και ενίοτε το κρεβάτι του με τις μεγαλύτερες ντίβες: Sophia Loren, Monica Vitti, Silvana Mangano, Ornella Muti, Marina Vlady, Brigitte Bardot, Jeanne Moreau, Catherine Deneuve, Faye Dunaway, Ursula Andress, Romy Schneider, Julie Andrews…

Περισσότερο από κάθε άλλον ηθοποιό, ο Μαρτσέλο είναι αγνό προϊόν της λατρείας των γυναικών, ξυπνά ένα μητρικό ένστικτο μέσα τους απέραντα τρυφερό.

Κάνει ό,τι μπορεί για να υπονομεύσει αυτό το κλισέ του Ιταλού επιβήτορα ήδη από το 1960 στο Μπελ Αντόνιο του Μπολονίνι απέναντι στην Κλαούντια Καρντινάλε. Στο Καζανόβας ’70 του Μονιτσέλι (1965) δίνει μια γελοιογραφική εκδοχή ενός διαφθορέα με κλονισμένη λίμπιντο. Στο Δράμα ζηλοτυπίας του Σκόλα (1970) είναι ο αντι-γόης. Στο Τι; του Πολάνσκι (1973) ο κρετίνος λατίνος εραστής, και πάει λέγοντας… Μονίμως σε ρόλους ανίκανων και σεξουαλικά στερημένων.

Είχε αυτό το απροσδιόριστο κάτι που συγκινούσε τις γυναίκες.

Οι προσπάθειές του πέφτουν στο κενό. Οι γυναίκες τον αγαπούν ακόμα πιο πολύ, θέλουν να τον προστατέψουν. Γιατί δεν τις «φτιάχνει» απλώς, τις συγκινεί. Έχει αυτό το απροσδιόριστο κάτι. Περισσότερο από κάθε άλλον ηθοποιό, ο Μαρτσέλο είναι αγνό προϊόν της λατρείας των γυναικών, ξυπνά ένα μητρικό ένστικτο μέσα τους απέραντα τρυφερό. Γίνεται φετίχ.

Ο μύθος του Μαστρογιάνι έχει για ωροσκόπο τη διαύγεια, τη διακριτική ειρωνεία, την έξω καρδιά.

Η άλλη μεγάλη εμμονή του ήταν το ζήτημα του χρόνου που περνάει. Αυτό διαμόρφωσε την εξέλιξη ενός τρόπου παιξίματος ικανού να προσαρμόζεται στην ωρίμανση και κατόπιν στη γήρανση. Από τον ανώριμο 40άρη του 8 1/2 (που θεωρούσε την ωραιότερη ταινία του κόσμου) ώς τον γηραλέο καθηγητή στο πολύ επιτυχημένο θεατρικό Tα τελευταία φεγγάρια του Furio Bordon τους τελευταίους μήνες της ζωής του, στον Μαστρογιάνι πάντα ήταν προσφιλείς οι ρόλοι των ηλικιωμένων, όπως εκείνος του περιθωριοποιημένου Ιταλού στο Γεια σου πίθηκε του Φερέρι (1978) ή του καμποτίνου στο Τζίντζερ και Φρεντ του Φελίνι (1985).

Mε μια θλίψη στα μάτια που σαγήνευε τις γυναίκες.

Δεν ενσαρκώνει ούτε την εξέγερση του Τζέιμς Ντιν ούτε την απελπισία του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, πόσω μάλλον την αναρχία του Μπελμοντό.

Η αγάπη του αυτή για μια ωριμότητα μεταξύ γοητείας, εξάντλησης και χαβαλέ βγάζει μια σοφία που σχηματοποιεί τη μαγνητική αύρα του Μαρτσέλο. Η τέχνη του να γερνά προτείνει μια μοντέρνα αρρενωπότητα, ταπεινή και λίγο χαμένη, ικανή να προσδώσει βάρος στους αποτυχημένους όπως και να εξάρει το εξαίσιο επαναφέροντάς το ταυτόχρονα σε ανθρώπινη κλίμακα.

Ο μύθος του Μαστρογιάνι έχει για ωροσκόπο τη διαύγεια, τη διακριτική ειρωνεία, την έξω καρδιά, τη γλυκύτητα και το πείσμα να παραμείνει ο εαυτός του. Και μαζί μια αποστασιοποίηση. Δεν ενσαρκώνει ούτε την εξέγερση του Τζέιμς Ντιν ούτε την απελπισία του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, πόσω μάλλον την αναρχία του Μπελμοντό στο Με κομμένη την ανάσα. Είναι Έκτορας παρά Αχιλλέας.

Πάντα με το δικό του προσωπικό στυλ.

Γεννημένος στις 28 Σεπτεμβρίου του 1924, γόνος ταπεινής οικογένειας, ο Μαρτσέλο από την εφηβεία του έκανε ένα κάρο δουλειές, συμπεριλαμβανομένης εκείνης του κομπάρσου. Υπήρξε επίσης σκιτσογράφος, ενόσω σπούδαζε αρχιτεκτονική. Τον ανακάλυψε ο Βισκόντι, προσλαμβάνοντάς τον να παίξει στο θέατρο Σαίξπηρ, Τένεσι Ουίλιαμς και Άρθουρ Μίλερ. Στο θίασο, ένας άλλος ντεμπιτάντ άκουγε στο όνομα Βιτόριο Γκάσμαν…

Ο Μαστρογιάνι ήταν ένας πιστός φίλος που αγαπούσε τις γυναίκες.

Τα πρώτα του βήματα στον κινηματογράφο γίνονται το 1947 με τους Αθλίους του Riccardo Fredda. Σιγά-σιγά, αρχίζει να διαγράφει το περίγραμμα ενός χαρακτήρα τίμιου και ολίγον αφελούς που κερδίζει αμέσως τη συμπάθεια ενός λαϊκού κοινού που ταυτίζεται μαζί του. Η συμπάθεια αυτή στα 50 και βάλε χρόνια μιας εξαιρετικής διεθνούς καριέρας δεν θα χαθεί ποτέ.

Αγκαλιά με την Μπριζίτ Μπαρντό.

Η εικόνα του συνηθισμένου ανθρώπου (όμορφου όμως) που, στη συνέχεια, θα ενσάρκωνε εξίσου καλά τον προλετάριο και τον διανοούμενο, είναι ο θεμέλιος λίθος της σταδιοδρομίας του. Γι’ αυτό τον επέλεξε ο Φελίνι για τη Dolce Vita αντί του Πολ Νιούμαν. Αλλά το charme του Ιταλού θα τον ξεπεράσει. Eντέλει, θα γίνει το alter ego του.

Ο Μαστρογιάνι ήταν ένας πιστός φίλος που αγαπούσε τις γυναίκες. Μετά από έναν πρώτο γάμο που δεν εγκατέλειψε ποτέ με τη Flora Carabella, υπήρξαν η Μάρθα Κέλερ, η Φαίη Νταναγουέι, φυσικά η Κατρίν Ντενέβ με την οποία έκαναν την Κιάρα. Θα εξομολογηθεί ελαφρώς κοροϊδευτικά: «Είμαι πολυγαμικός και εγωιστής εραστής, αν και όχι πολύ καλός, και δεν καταφέρνω να έχω πάνω από δυο γυναίκες τη φορά».

Διαρκώς με ένα τσιγάρο στο στόμα.

Αγαπούσε κυρίως τη ζωή και τη δουλειά του ηθοποιού, για την οποία έλεγε πως είναι ένας περισπασμός, εύκολος, που τον έκανε ευτυχισμένο. Ο Μαρτσέλο ήταν ένας άρχοντας χωρίς να θέλει, ένας γητευτής σε άρνηση, κι ένας πελώριος ηθοποιός. Ανεπανάληπτος και αναντικατάστατος. Εκείνη την αποφράδα ημέρα της 19 Δεκεμβρίου, τα νερά της Fontana di Trevi σίγησαν και τα αγάλματα τυλίχτηκαν στα μαύρα.

 

Διαβάστε ακόμα: Να γιατί ο Μόργκαν Φρίμαν είναι τόσο κουλ.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top