Το έργο «Κλάρα Σούμαν, τα χαρισματικά πρόσωπα μίας υπερμαριονέτας» παίζεται στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων Λευτέρης Βογιατζής.

    Ίσως ξέρετε τη μορφή της Κλάρα Σούμαν όσοι ταξιδεύατε στη Γερμανία πριν το ευρώ. Τα διεισδυτικά της μάτια ζωγραφίστηκαν πάνω στο μάρκο των 100. Πως μία γυναίκα από μία καταπιεσμένη για το φύλο της εποχή, έφτασε τόσο μακριά; Η Κλάρα Σούμαν ήταν η πιανίστρια παιδί- θαύμα, μπροστά στο ταλέντο της οποίας υποκλίθηκε μέχρι κι ο απαιτητικός βιρτουόζος Φραντς Λιστ. Σύζυγος του Ρόμπερτ Σούμαν, του χάρισε την έμπνευση αλλά και την ερμηνεία των έργων του, που μεγάλωσαν τη φήμη του – του ιδίου τα χέρια δεν ήταν φτιαγμένα για το πιάνο.

    Αφήνοντας πίσω λίγες δικές της συνθέσεις (ακόμα κι αυτό για την εποχή της ήταν πολύ) και πολυάριθμες συναυλίες, η Κλάρα Σούμαν ήταν πρώτα απ’ όλα πολύ ερωτευμένη με τον Ρόμπερτ. Όπως κι αυτός. Αυτή τη σχέση ερμηνεύει η παράσταση, στην οποία το ρόλο αμίλητων ηθοποιών παίρνουν η πιανίστρια κι ο τενόρος, όσο οι πραγματικοί ηθοποιοί σχεδόν αθέατοι, αφηγούνται.

    Η Μαρία Γιαγιάννου. (Φωτογραφία: Γιώργος Παυλάκος)

    – Απ’ όλες τις ιστορίες του κόσμου, γιατί αυτή της Κλάρα Σούμαν;
    Όταν η Ιστορία αφήνει μια τέτοια γυναίκα να περιμένει στα ψιλά γράμματα και από δημιουργό την κάνει Μούσα, η ιστορία μας (με πεζό «ι» τώρα) νιώθει την ανάγκη να τη βγάλει από τα ψιλά γράμματα και να την ξαναδεί ως δημιουργό και μάλιστα μανιώδη. Ήταν απλώς και κυρίως μια ερμηνεύτρια, αλλά ταυτόχρονα μια προσωπικότητα συγκινητικά πλήρης. Το πάθος της για το πιάνο φέρνει στο μυαλό μου κάποιον εθισμένο, ερωτευμένο, ένα πλάσμα σε βαθιά ανάγκη. Η Κλάρα Σούμαν στερήθηκε την πρωτογενή δημιουργία, αφού εγκατέλειψε τη σύνθεση έχοντας ενσωματώσει την κοινωνική περιφρόνηση απέναντι στις γυναίκες-δημιουργούς, στερήθηκε τα τέσσερα από τα οκτώ παιδιά της, στερήθηκε τον αγαπημένο της. Όταν όμως καθόταν στο σκαμνί, φαντάζομαι πως δεν θα μπορούσες τίποτα να της προσφέρεις σε αντάλλαγμα. Αυτό το πάθος μπορεί να σε κάνει μονοδιάστατο, μπορεί να φτιάξει έναν σκληρό μηχανισμό, πετρωμένο σαν πεπρωμένο.

    – Έχω την εντύπωση πως η γραφή σας είναι σαν ένα θεατρικό χαϊκού. Στα κενά και τις λέξεις που λείπουν κρύβεται απίστευτο νόημα.
    Ειλικρινά προτιμώ το νόημα να αποκαλύπτεται στις λέξεις μεταξύ των κενών και όχι στα κενά μεταξύ των λέξεων! Αναπόφευκτα όμως σε αυτά που δεν λέμε, κρύβονται άλλες, σκοτεινές αλήθειες. Και οι παύσεις κρύβουν μουσική. Η σύνδεση που κάνετε με το χαϊκού είναι πολύ όμορφη. Σίγουρα η σκηνοθεσία του Μιλτιάδη Φιορέντζη έχει την κομψότητα, την αυτοσυνέπεια, την αβίαστη φυσικότητα και τη δομή, το θρόισμα της ιδιαίτερης αυτής μορφής ποίησης – θα μπορούσε να είναι ένα δυτικό χαϊκού, που όμως δεν πατάει στη συντομία αλλά στην εκτύλιξη, στη ροή. Ένα επικό χαϊκού με λυρική ψυχή! Όσο για τη γραφή μου, συνήθως είμαι πολύ πιο πληθωρική, αλλά εν προκειμένω θα απαντήσω με ένα χαϊκού: Πιστεύω ότι/ Στο έργο αυτό είμαι/ Πιο λιτή έβερ

    – «Τα χαρισματικά πρόσωπα μιας υπερμαριονέτας». Είναι η υπερμαριονέτα μας τρισυπόστατη; Η κούκλα στο παραμύθι που σκαρφίζεται ο Ρόμπερτ για την Κλάρα, η ίδια η Κλάρα, αλλά και γενικότερα κάποια γυναίκα εκτός μύθου;
    Πράγματι, ο τίτλος δίνει από την αρχή τον τόνο. Την Κλάρα, όπως ήρθε και με βρήκε (πρώτα μέσα από τις αφηγήσεις του σκηνοθέτη και κατόπιν ως ένα γοητευτικό φάσμα που στοίχειωσε το πληκτρολόγιό μου) την είδα εξαιρετικά πολύπλευρη/πολυπρόσωπη αλλά και με πολύ συμπαγή πυρήνα. Όλα αυτά τα πρόσωπα, σκέφτηκα, πρέπει από κάποιον να συντονίζονται. Ποιος είναι αυτός; Είναι ο Ρόμπερτ Σούμαν, ο άνδρας του οποίου οι μεγαλοφυείς συνθέσεις έγιναν τα νήματα της celebrity-Κλάρα; Είναι ο πατέρας της, ο άνθρωπος που την προόριζε για να γίνει η μεγαλύτερη πιανίστρια όλων των εποχών και ενδεχομένως το κατάφερε; Είναι η Μητρότητα που έκανε δίαυλο το σώμα της οκτώ φορές για να ζήσει την αρρώστια και το θάνατο των μισών τέκνων της; Ή μήπως ο μέγας χειριστής της, εκείνος από τον οποίο δεν ξέφυγε ούτε μια στιγμή, είναι η ίδια η μηχανή του ταλέντου της; Η προσταγή: παίξε! Παίξε γιατί αυτό είσαι!

    – Το παραμύθι του Ρόμπερτ περιδιαβάζει το χρόνο από τον 19ο αιώνα μέχρι το 2018. Ποια είναι η διαχρονική και διατοπική αλήθεια του;
    «Σπονδυλωτές οι ιστορίες σαν τα σώματα, μικρή μου» φαντάζομαι τον Ρόμπερτ να λέει κάποια στιγμή στη μικρή Κλάρα (αυτή οκτώ, αυτός δεκαεννιά στην πρώτη γνωριμία). Το κείμενο λοιπόν είναι δομημένο σαν μια σπονδυλική στήλη – δεκαέξι σύντομοι μονόλογοι που εκφέρονται εναλλάξ από τον Ρόμπερτ και την Κλάρα. Ανάμεσα στα κείμενα αυτά, που το καθένα επικεντρώνεται σε ένα, ας πούμε, «επεισόδιο» από την κοινή ή παράλληλη πορεία τους, παρεμβάλλεται και το παραμύθι στο οποίο αναφέρεστε. Μιας που ο Σούμαν διάβαζε πολύ τη λογοτεχνία της εποχής του και του νεότερου Ρομαντισμού, στο παραμύθι αυτό θέλησα να αναπαράγω κάποια μοτίβα που αγαπούσαν οι ρομαντικοί, ανατρέποντας φυσικά τη γραμμικότητα με διάφορα αφηγηματικά και δραματουργικά κόλπα. Το παραμύθι θέλησα να έχει κάτι από Ε. Τ. Χόφμαν, μια στρωτή αφήγηση με μια «αλλόκοτη» έκπληξη, και κυρίως να παραπέμπει στο περίφημο δοκίμιο του Χάινριχ φον Κλάιστ «Οι μαριονέτες» (1810), από το οποίο κρατώ – όχι βέβαια τη γλώσσα, αλλά – την ιδέα της μονομαχίας του χορευτή με την αρκούδα παραλλάσσοντάς την με ένα καθοριστικό twist, με μια πονηρή κίνηση που αφορά την Κλάρα. Ίσως κάτι το διαχρονικό εδώ να είναι η ιδέα της ομορφιάς που ξεγλιστρά ακόμα κι από τον ίδιο τον δημιουργό της, ελευθερώνεται και κυλιέται στα γρασίδια.

    «Σκέψου να είσαι ο σπουδαιότερος εν ζωή μουσουργός, όπως ο Σούμαν και ο Αυτοκράτορας να υποκλίνεται στο ταλέντο της γυναίκας σου. Σπαστικό!».

    – Αλλάζει κάτι όταν σε μία «αναμέτρηση» όπως είναι η ερωτική σχέση, έχουμε τους εμπλεκόμενους να είναι επιπλέον και δημιουργοί;
    Αχ, η δόξα και ο ανταγωνισμός, βασανίζουν ακόμα και τις καλύτερες οικογένειες – κυρίως αυτές υποθέτω. Όταν δύο ερωτικοί σύντροφοι θαυμάζουν και σέβονται ο ένας τον άλλον, αναγνωρίζοντας ότι η ευτυχία του ενός θα επιδράσει ευεργετικά στον άλλο, τότε έχουμε μια φωλιά κι ένα λίκνο κι ένα λαμπορατόριο ιδεών μοναδικής ομορφιάς. Είναι δύσκολο να εξισορροπηθούν οι ψυχικές και κοινωνικές δομές, αλλά είναι εφικτό (προσωπικά είμαι τυχερή ζώντας με έναν ομότεχνο, τον συγγραφέα Γιώργο Λαμπράκο.) Όμως πιο συχνά βλέπουμε φόβο και φθόνο και ένα αίσθημα ανεκπλήρωτου που υποσκάπτει μια δυνάμει καλή σχέση. Η σχέση της Κλάρα με τον Ρόμπερτ εικάζω ότι περνούσε από το ένα στάδιο στο άλλο: από την έκσταση του θαυμασμού στην απογοητευτική σύγκριση – εκείνος κατείχε την πνοή της σύνθεσης, έφτιαχνε μουσική που η Κλάρα μόνο να ονειρευτεί μπορούσε – εκείνη ακουμπούσε τα χέρια της στα πλήκτρα και έδινε ζωή σε άηχες παρτιτούρες. Σκέψου να είσαι ο σπουδαιότερος εν ζωή μουσουργός και ο Αυτοκράτορας να υποκλίνεται στο ταλέντο της γυναίκας σου. Σπαστικό!

    – Στην ιστορία μας, το ζευγάρι αποφασίζει να γίνει ένα. Γράφετε:
    Κλάρα: « Θέλω να συγχωνευθούμε. Μην τρομάζεις αγάπη μου. Δε θέλω να σε καταπιώ ή να με κατασπαράξεις. (…) Θέλω όταν σπάω το κεφάλι μου, να σου κατεβαίνει μία ιδέα και όταν περπατάς – για να έρθεις σε μένα- να πιάνονται τα δικά μου πόδια. ( …)»
    Ρόμπερτ: « (…) Νιώθω ήδη περισσότεροι από ένας. Πίστεψέ με όταν σου λέω πως θα στριμωχτείς. Κι όμως δεν μπορώ ν’ αντισταθώ ( … ) Θέλω να εκμεταλλευτώ την αθωότητά σου. Θέλω να παραστήσω πως αγνοώ τον κίνδυνο που έχει αυτή η συγχώνευση για σένα και να αναφωνήσω ΝΑΙ. (…)»
    Όταν είσαι ερωτευμένος, θέλεις να ενσωματώσεις τον άλλο, να τον έχεις συνέχεια μέσα σου. Έτσι φαντάζομαι την άρτι ερωτευθείσα Κλάρα Σούμαν να επιθυμεί τον Σούμαν ως μέλος του κορμιού της. Η απάντησή του ανοίγει το θέμα της δισυπόστατης, «στριμωγμένης» και μελαγχολικής φύσης του, μιας που όπως είναι γνωστό ο Σούμαν ολίσθησε στην τρέλα. Σ’ αυτή τη φάση όμως οραματίζομαι τον απόλυτο, ενωτικό έρωτα.

    Πορτραίτο της Clara Schumann από τον Franz von Lenbach. (Εικόνα: Wikipedia)

    – Εν συνεχεία κρατούν κοινό ημερολόγιο. Κι η επιτυχία της «υπεργυναίκας» Κλάρα, γίνεται η κατάπτωση του Ρόμπερτ…
    Το σχόλιό σας μου δίνει την ευκαιρία να πω το εξής. Όλοι σχεδόν οι θεατές έχουν την εντύπωση ότι το ημερολόγιο αυτό είναι το πραγματικό. Μπορεί να με ρωτήσει ο ίδιος άνθρωπος μία και δύο φορές. Το ημερολόγιο, όπως και όλο το κείμενο, είναι γραμμένο ειδικά για την παράσταση και δεν προ-υπήρχε. Αυτό που προϋπήρχε ήταν οι πληροφορίες για κάποιες λεπτομέρειες του βίου τους, τις οποίες διόγκωσα και παράλλαξα αφού τις άντλησα από τη βιογραφία της Κλάρα Σούμαν, γραμμένη από την Κατρίν Λεπρόν (εκδ. Ζαχαρόπουλος, μτφρ: Ανδρέας Ρικάκης, 1991), από περαιτέρω μελέτη και πρωτίστως από την προσωπική μου φαντασία, συνδυάζοντας το κείμενο με ημερομηνίες που προσπαθούν να είναι πιστές στη χρονολογική σειρά των πραγματικών βιωμάτων τους. Ως προς την ερώτησή σας, ναι, ο φθόνος του Ρόμπερτ πιστεύω ότι ευδιάκριτα αλλά και διακριτικά κάνει την εμφάνισή του στο κοινό ημερολόγιο. Το δε πραγματικό γεγονός ότι κρατούσαν κοινό ημερολόγιο ανοίγει το θέμα του «πώς γράφω με ειλικρίνεια όταν ξέρω ότι ο άλλος θα με διαβάσει»… ένα ζήτημα ανοιχτό εξάλλου και καθώς γράφεις λογοτεχνία…

    – Ένα τρίτο πρόσωπο. Εν προκειμένω ο Μπραμς. Υπάρχει στερεοτυπικός ρόλος λειτουργίας του τρίτου προσώπου, κατά τη γνώμη σας;
    Ναι και όχι. Το στερεότυπο που θέλει έναν δεύτερο άνδρα να εισβάλλει σε μια ερωτική σχέση και να την ανατρέπει ισχύει σε κάποιον βαθμό, αφού πράγματι ο Μπραμς ερωτεύθηκε με πάθος και (ελαφρώς οιδιπόδειο) θαυμασμό την Κλάρα, όπως μαρτυρούν οι επιστολές του (οι δικές της επιστολές προς τον Μπραμς μυστηριωδώς χάθηκαν), ενώ η βιογράφος της Κλάρα αναφέρει ότι εκείνη εμπόδισε με πονηριά τις σχέσεις του αγαπημένου της Γιοχάνες με επίδοξες ερωμένες. Ωστόσο, η στερεοτυπική ζηλοφθονία δεν βρίσκει πάτημα εδώ, αφού ο Σούμαν παρότι ζήλευε φαίνεται πως ήταν μεγάλος θαυμαστής του νεαρότερου Μπραμς και τον στήριζε με διθυράμβους στο περιοδικό που διηύθυνε. Το έργο πάντως δεν επιμένει καθόλου στη σχέση Κλάρα-Μπραμς –τοποθετεί μόνο μερικές αθέατες νάρκες.

    – «Τι καλύτερο από το να μην είσαι ελεύθερος μέσα σε μία παγίδα που λατρεύεις;».
    Ο πυρήνας του έργου. Μέσα από αυτή την πρισματική παγίδα μπορεί κανείς να παρακολουθήσει όλη την παράσταση (Θέατρο Οδού Κυκλάδων Λευτέρης Βογιατζής) ή να διαβάσει όλο το κείμενο (εκδ. Μελάνι). Πάντα σε συνδυασμό με τη μουσική!

    «Το να γράψεις ένα θεατρικό έργο με σκοπό να το ανεβάσεις στην Ελλάδα είναι σχεδόν ακατόρθωτο, οικονομικά και ψυχικά».

    – Πώς λειτουργεί η συνεργασία σας με τους υπόλοιπους συντελεστές;
    Μια πολυπρόσωπη αρμονία! Θα καταντήσω γραφική, αλλά πραγματικά δεν έχω ξαναγνωρίσει τέτοια θεατρικά πλάσματα. Πάντα δένομαι με τους ηθοποιούς που συνεργάζομαι. Σε αυτή την περίπτωση, ο σεβασμός από όλους προς όλους είναι παροιμιώδης. Αυτό το οφείλουμε πρωτίστως στον χαρακτήρα του ανθρώπου που είχε τη σύλληψη και που σκηνοθετεί την παράσταση, του Μιλτιάδη Φιορέντζη. Η Αριάννα Χατζηγαλανού, η βοηθός σκηνοθέτη, το καταπληκτικό δεξί χέρι του χειριστή μας. Οι δύο μουσικοί που ως «βουβά» πρόσωπα (κάθε άλλο παρά βουβά στ’ αλήθεια) πρωτοστατούν, είναι ο βαρύτονος Νικόλας Καραγκιαούρης (μια συγκινητική και εντυπωσιακή μορφή που χωρίς να είναι ηθοποιός αποδίδει το εύθραυστο προφίλ του Ρόμπερτ Σούμαν και όντας λυρικός τραγουδιστής απογειώνει τα Lieder του συνθέτη και γίνεται ο leader μιας αφαιρετικής χωρο-γραφίας) και η πιανίστα Βικτωρία Κιαζίμη (συγκλονιστικά χέρια, αισθαντικό παίξιμο, σκέτη ομορφιά). Η εκπληκτική Μαρία Όλγα Αθηναίου μιλά ως Κλάρα και νιώθεις ότι βουτάει μέσα στο κείμενο και ψαρεύει τα κρυφά νοήματα των λέξεων. Ο Μιλτιάδης Φιορέντζης μιλά ως Ρόμπερτ και νιώθεις να σε καθηλώνει με την κοφτερή του αντίληψη και με μια πρωτοφανή ευαισθησία. Ο Περικλής Πραβήτας συμπληρώνει το σκηνικό με τις περιεκτικές, παραμυθένιες του γυάλες, που έχουν βάλει πολλούς θεατές σε δίλημμα και ατέρμονες συζητήσεις. Τα κουστούμια της Δήμητρας Λιάκουρα ραμμένα με ρομαντική διάθεση είναι επίσης υπέροχα.

    – Ποια η θέση του σύγχρονου θεατρικού συγγραφέα στην Ελλάδα;
    Κάκιστη! Ο παραγωγός δεν μπορεί να ποντάρει σε κάποιον που δεν είναι φαβορί. Επίσης υπάρχουν τόσα εκπληκτικά έργα στο παγκόσμιο ρεπερτόριο, που εύλογα δελεάζουν τον σκηνοθέτη να δώσει μια ακόμα ερμηνεία – το σύγχρονο μεταμοντέρνο θέατρο κάνει συλλογή σκηνοθετικών ερμηνειών, όχι λογοτεχνικών έργων. Οι σκηνοθέτες λειτουργούν ως διασκευαστές κειμένων που δεν είναι θεατρικά, κατά κύριο λόγο εκλιπόντων συγγραφέων, πράγμα που εξασφαλίζει στους πρώτους το ρόλο του ανθρώπου-ορχήστρας. Από την άλλη ο συγγραφέας είναι πολύ συχνά Νάρκισσος, πράγμα ενοχλητικό για τον σκηνοθέτη. Το να γράψεις ένα θεατρικό έργο με σκοπό να το ανεβάσεις είναι σχεδόν ακατόρθωτο, οικονομικά και ψυχικά. Καμιά φορά εμφανίζεται ένας σκηνοθέτης που εκτιμά. Καμιά φορά τα καταφέρνεις. Και τότε ξεχνάς εντελώς τη δυσκολία, σαγηνεύεσαι εκ νέου. Το μαγικό είναι ότι τίποτα δεν μπορεί να σε σταματήσει από το να γράφεις. Όπως τίποτα δεν σταματούσε την Κλάρα Σούμαν από το να παίζει!

    – Η απώλεια του αγαπημένου Ρόμπερτ, πρώτα ως πνεύμα (η τρέλα) κι έπειτα ως ύλη (ο θάνατος) και η Κλάρα. Ή ένας χωρισμός.
    Αν η παράσταση ήταν καρδιογράφημα η καμπύλη θα ήταν ανοδική μέχρι τη μέση, από εκεί και πέρα καθοδική και λίγο πριν το τέλος θα ανέβαινε σε μια μικρή ράμπα για να εκτοξευθεί από εκεί ευθεία, σαν βέλος, ίσια μπροστά, σ’ ένα σταθερό ρυθμικό καρδιοχτύπι. Ένα καρδιοχτύπι σαν αυτό που οδηγεί την Κλάρα Σούμαν να παίζει μουσική ακατάπαυστα για σαράντα ακόμα χρόνια μετά την απώλεια του άνδρα της. Ναι, πράγματι η παράσταση εστιάζει αρκετά στην πνευματική ισορροπία του Σούμαν που διασαλεύεται, διότι όταν ένας άνθρωπος – πόσο μάλλον ένα λαμπρό μυαλό – χάνει τον εαυτό και τον έλεγχο, την ικανότητα της δημιουργίας, την ικανότητα χειρισμού των νημάτων του, πρόκειται για μια τραγωδία που το θέατρο, αυτός ο τόπος ανάδυσης του μύχιου, δεν μπορεί να αγνοήσει.

    Κλάρα Σούμαν, τα χαρισματικά πρόσωπα μίας υπερμαριονέτας
    Που: Θέατρο της Οδού Κυκλάδων Λευτέρης Βογιατζής Κεφαλληνίας & Κυκλάδων 11, Κυψέλη 2108217877
    Πότε: έως τις 27 Μαρτίου
    Συγγραφέας: Μαρία Γιαγιάννου
    Σύλληψη | Σκηνοθεσία | Δραματουργία: Μιλτιάδης Φιορέντζης
    Πιανίστρια: Βικτωρία Κιαζίμη
    Βαρύτονος: Νικόλας Καραγκιαούρης
    Ηθοποιοί: Μαρία Όλγα Αθηναίου, Μιλτιάδης Φιορέντζης
    Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

     

    Διαβάστε ακόμα: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος – «Το Ηρώδειο δεν είναι εκκλησία, αλλά ο κάθε χώρος δεν επιτρέπει τα πάντα»

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top