«Ο πατέρας μου ήταν ένας αυτοδημιούργητος άνθρωπος και αυτό με συγκινεί αρκετά, γιατί ταιριάζει και με το έργο που παίζω τον ”Θάνατο του εμποράκου”»

Mία εξαιρετική ηθοποιός, ευγενική γυναίκα, ισχυρή προσωπικότητα με ιδιάζον χιούμορ είναι αυτή η Μαρία. Που όλοι έχουν δει, παραδέχονται καθολικά αλλά λίγοι γνωρίζουν καλά. Ισως αυτή η κάπως μυστηριακή αύρα και η διακριτικότητα με την οποία χειρίζεται την έκθεση, να της προσδίδει την ταμπέλα «χαμηλών τόνων», έναν χαρακτηρισμό που υπονοεί άμυνα και υποχωρικότητα που δεν ασπάζεται καθόλου. Kαι δεν της ταιριάζουν καθόλου. Η Μαρία Καλλιμάνη δεν ασχολήθηκε με τη γνωστή οικογενειακή επιχείρηση (κατεψυγμένων τροφίμων) αλλά σίγουρα κληρονόμησε την επιμονή και το ταλέντο του πατέρα της. Και την τόλμη να ρισκάρει. Ας είναι στην τέχνη.

– Να ξεκινήσουμε από τον πατέρα;
Ο πατέρας μου ήταν ένας αυτοδημιούργητος άνθρωπος και αυτό με συγκινεί αρκετά, γιατί ταιριάζει και με το έργο που παίζω αυτή την περίοδο, τον «Θάνατο του εμποράκου». Είναι κι αυτοί άνθρωποι που παλεύουν, με όνειρα και ασχολούνται με το εμπόριο όπως και ο πατέρας μου, τον οποίο βλέπαμε δύο φορές την εβδομάδα, γιατί όλες τις υπόλοιπες ταξίδευε για δουλειές. Ξεκίνησε στα δεκάξι του από τα Καλάβρυτα, να πουλάει τσιγάρα με έναν ξύλινο δίσκο, μετά είχε το μονοπώλιο ηλεκτρικών συσκευών στο Αίγιο και κατόπιν ασχολήθηκε με τα κατεψυγμένα ψάρια, που ήταν κάτι καινούργιο για εκείνη την εποχή.

– Μπορεί να το λέμε κυρίως για τις τέχνες, αλλά και το εμπόριο απαιτεί ταλέντο.
Τεράστιο και μάλιστα εγώ νιώθω ότι έχω εμπνευστεί πολύ από αυτό το μικρόβιο του εμπορίου που υπάρχει στην οικογένεια. Ο πατέρας μου μάλιστα ήταν άνθρωπος του οράματος ενώ η μητέρα μου ήταν πιο «γήινη», βοηθούσε στην υλοποίηση των ονείρων του.

«Αυτή η δουλειά μού κάνει καλό γιατί σε «αναγκάζει» να παίρνεις το ρίσκο σου».

– Τι σας άνοιξε την πόρτα του θεάτρου;
Νομίζω ότι ήταν θέμα συγκυριών. Στο σχολείο έπαιζα σε παραστάσεις και μου άρεσε, αλλά σπούδασα αρχαιολογία, κάτι που αγαπώ πολύ. Κάποια στιγμή, είδα το έργο «Ο σωσμένος» του Έντουαρντ Μποντ στο «Εμπρός» που ήταν μια αποκάλυψη για μένα. Έκανα λοιπόν τότε κάποια σεμινάρια στο Γαλλικό Ινστιτούτο και κατάλαβα ότι αυτή η τέχνη με αφορά βαθιά και μου κάνει καλό στο να εκφράζομαι, γιατί γενικά ήμουν ένας εσωστρεφής άνθρωπος. Στην οικογένεια έλεγαν πάντα, «η Μαρία είναι πολύ ευαίσθητη» – και αυτό είναι και καλό και κακό.

»Ευαίσθητος βέβαια δεν σημαίνει αδύναμος, μπορεί οι κεραίες σου να είναι πιο «ανοιχτές» – κι αυτό μάλιστα είναι κάτι που χρειάζεται στη δουλειά του ηθοποιού. Επίσης, αυτή η δουλειά μού κάνει καλό γιατί σε «αναγκάζει» να παίρνεις το ρίσκο σου. Τις δύο ώρες που είσαι πάνω στη σκηνή, πρέπει να αποδώσεις, δεν είναι κάτι που μπορείς να το κάνεις και λίγο αργότερα. Με τα χρόνια όμως κατάλαβα ότι αξίζει να παίρνεις αυτό το ρίσκο, για να πεις μια ιστορία σε αυτούς που έχουν έρθει να σε δουν.

«Πολλές φορές μ’ αρέσει να είμαι κάπως ”αόρατη” στην καθημερινότητά μου».

– Πόσο επηρεάζεστε βαθιά από τους ρόλους που παίζετε; Τους κουβαλάτε μαζί σας;
Σίγουρα. Νομίζουμε ίσως ότι δεν μας επηρεάζουν, αλλά καταλαβαίνω ότι ανάλογα με το έργο και τον ρόλο μου, κάποιες στιγμές η ψυχολογία μου επηρεάζεται. Η εμπειρία όμως σε βοηθάει να το διαχειριστείς και μόλις νιώσω ότι συμβαίνει, προσπαθώ να φύγω από αυτό. Έχω μάθει πλέον να απολαμβάνω κάθε στιγμή ξεχωριστά και πιστεύω ότι είναι ευθύνη μας να το εξασφαλίζουμε αυτό στον εαυτό μας, γιατί διαφορετικά γίνεσαι μονομανής.

– Το «μυστικό» του έργου που μοιράζεστε οι ηθοποιοί σε μία παράσταση είναι πάντα ο κοινός σκοπός σας, ανεξαρτήτως των σχέσεων σας.
Ακριβώς. Και μερικές φορές οι συγκρούσεις κάνουν καλό. Παλιά φοβόμουν να συγκρουστώ, αλλά με τα χρόνια και την εμπειρία καταλαβαίνεις ότι και μια σύγκρουση δεν είναι καταστροφή. Έτσι σιγά σιγά καταφέρνω να πάρω περισσότερο από τον χώρο που μου αναλογεί. Γιατί το θέμα είναι πάντα να βρεις την ισορροπία -δύσκολο, αφού πολλές φορές δεν τα βρίσκουμε ούτε με τον ίδιο μας τον εαυτό. Αυτό που έχω καταλάβει, είναι ότι ο άλλος είναι ένας καθρέφτης μας και κάθε φορά που με ενοχλεί κάτι επάνω του, αυτό λέει κάτι και για μένα, μια δική μου δυσκολία αποκαλύπτεται. Όταν εγώ όμως καταλάβω τι είναι αυτό το δικό μου και το μοιραστώ, το αποτέλεσμα είναι πάντα θετικό.

«Θυμάμαι πάντα το πρώτο έργο που έπαιξα, την «Αγγέλα», σε σκηνοθεσία του Τάσου Μπαντή, στο ”Εμπρός”».

– Υπάρχουν κάποιοι ρόλοι, που έχετε ξεχωρίσει ιδιαίτερα;
Θυμάμαι πάντα το πρώτο έργο που έπαιξα, την «Αγγέλα», σε σκηνοθεσία του Τάσου Μπαντή, στο «Εμπρός». Θεωρώ ότι είναι ένα πάρα πολύ ωραίο έργο, του Γιώργου Σεβαστίκογλου, και δεν έχουμε και πολλά τέτοια, ελληνικά έργα. Επίσης τον ρόλο της Χάνι στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ», που είχε κάτι πολύ εύθραυστο αλλά την ίδια στιγμή και δυνατό. Μετά είναι το «Χειμωνιάτικο Παραμύθι» και ο ρόλος της Ερμιόνης, που είχε μια αξιοπρέπεια και δύναμη που μου άρεσε πολύ. Στο «Μαυροπούλι» με τον Καταλειφό, μου άρεσε το πάθος και ο έρωτας που είχε το κορίτσι που ενσάρκωσα…

– Εσείς έχετε πάθη;
Ναι, είμαι πολύ παθιασμένος άνθρωπος. Πολλοί λένε για μένα ότι είμαι χαμηλών τόνων αλλά δεν μου αρέσουν αυτές οι ταμπέλες. Είναι σαν να μην πιάνουν την ουσία ενός ανθρώπου. Απ’ την άλλη, πολλές φορές μ’ αρέσει να είμαι κάπως «αόρατη» στην καθημερινότητά μου, αλλά οι δικοί μου γνωρίζουν καλά ότι είμαι ένας έντονος άνθρωπος, επίμονος, λίγο κυκλοθυμικός, διεκδικητικός και πολλές φορές θέλω να γίνεται το δικό μου.

– Τη νιώθετε πόλη σας την Αθήνα ή αισθάνεστε ότι αλλού είναι ο τόπος σας;
Τη νιώθω και… δεν τη νιώθω. Ζω εδώ πάνω από 25 χρόνια, αυτή είναι η πόλη μου και με αφορά, μ’ αρέσει να την περπατάω. Αλλά τα τελευταία χρόνια, νομίζω ότι το κέντρο αποκτά κάτι απρόσωπο -ίσως πιο κοσμοπολίτικο όμως και πιο ξένο.

«Πολλοί λένε για μένα ότι είμαι χαμηλών τόνων αλλά δεν μου αρέσουν αυτές οι ταμπέλες».

– Σας αρέσουν τα ταξίδια; Φεύγετε συχνά;
Ναι, κι όταν έχω χρόνο, θέλω να ταξιδεύω. Λατρεύω το Παρίσι, αλλά θέλω να πάω και στην Ασία περισσότερο. Έχω πάει και στην Κορέα, σε ένα φεστιβάλ κινηματογράφου, και πέρασα καταπληκτικές μέρες. Αγαπάω επίσης το Μιλάνο και έχω φίλους εκεί. Πάντα κάνω μια σύνδεση τόπων και ανθρώπων. Μ’ αρέσει η ησυχία της Βιέννης, ακόμη και όταν είσαι στο κέντρο της, σε αντίθεση με την Αθήνα, όπου ο θόρυβος είναι υπερβολικός. Με ενοχλεί και η παραίτηση που υπάρχει σε κάποια μέρη της πόλης μας, όπως στον Λυκαβηττό, όπου βλέπεις ότι ακόμη και οι κάδοι σκουπιδιών έχουν σαπίσει και δεν αντικαθίστανται. Χρειάζεται δουλειά η Αθήνα, γιατί η κακή εικόνα επηρεάζει και τους κατοίκους της -και δεν ζούμε σε εύκολες και ανέφελες εποχές, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά παγκοσμίως.

– Εχετε κάνει αρκετό κινηματογράφο…
Τα τελευταία δέκα χρόνια είχα την τύχη να κάνω πολύ σινεμά και ήταν μια πολύ ωραία έκπληξη για μένα, γιατί δεν το περίμενα. Ξεκίνησα με τη «Χώρα Προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα, μετά ήρθε ο «Μαχαιροβγάλτης» του Οικονομίδη και κατόπιν πολλές άλλες ταινίες. Έπεσα πάνω στη χρυσή εποχή του νεοελληνικού σινεμά και υπάρχουν πολλοί ταλαντούχοι Έλληνες κινηματογραφιστές, όπως ο Γιάνναρης, ο Παπαδημητρόπουλος, ο Θανάσης Καρανικόλας που κάναμε το «At Home» και βραβευτήκαμε στο Βερολίνο. Είχα τον πρωταγωνιστικό ρόλο και χάρηκα πολύ για τις τόσο καλές κριτικές που γράφτηκαν σε διεθνή περιοδικά. Έχω πάει και στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Βενετίας -στις Κάννες, όχι ακόμα!

«Τα τελευταία δέκα χρόνια είχα την τύχη να κάνω πολύ σινεμά και ήταν μια πολύ ωραία έκπληξη για μένα».

– Θα δουλεύατε στο εξωτερικό;
Αν με ρωτάγατε παλιότερα, θα απαντούσα «ναι». Καλώς ή κακώς εδώ έχω μεγαλώσει, τα Ελληνικά μιλάω πιο καλά από τις άλλες γλώσσες που ξέρω (Αγγλικά και Γαλλικά). Αυτό που με κάνει και θυμώνω, είναι ότι τον ελληνικό κινηματογράφο τον έχουν απαξιωμένο. Υπάρχει ενδιαφέρον από ξένους παραγωγούς για να γίνουν συμπαραγωγοί σε ελληνικές ταινίες, αν όμως αυτές οι ταινίες δεν πάρουν πρώτα έγκριση από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, το οποίο είναι ανύπαρκτο, δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Βραβευμένοι σκηνοθέτες όπως ο Κούτρας περιμένουν τρία και τέσσερα χρόνια για να κάνουν την επόμενη ταινία. Δηλαδή η ίδια η χώρα σου σού δένει τα χέρια.

«Ο σκηνοθέτης είναι σαν τον προπονητή που σε ντοπάρει πριν το αγώνισμα και μετά εσύ πρέπει να αποδώσεις τα μέγιστα».

– Κινηματογράφος Vs θέατρο λοιπόν: τι απολαμβάνετε περισσότερο στο ένα και τι στο άλλο;
Στο σινεμά απολαμβάνω το ότι πρέπει να πιάσεις τη στιγμή, δεν έχεις πολλά περιθώρια. Ο σκηνοθέτης είναι σαν τον προπονητή που σε ντοπάρει πριν το αγώνισμα και μετά εσύ πρέπει να αποδώσεις τα μέγιστα. Επίσης μου αρέσει πολύ η αντικειμενικότητα που έχει η κάμερα. Στο θέατρο, είσαι πιο ευάλωτος πάνω στη σκηνή, κάτι μπορεί να σε επηρεάσει. Έχεις παράσταση κάθε μέρα, και κάθε μέρα πρέπει να είσαι φρέσκος. Αναπτύσσεις βέβαια μια τεχνική που σε στηρίζει κι από την άλλη, κάτι που δεν κατάφερες όσο καλά θα ήθελες μια μέρα, έχεις το περιθώριο να το καταφέρεις την επόμενη. Και στο σινεμά και στο θέατρο πάντως, ο ηθοποιός υπηρετεί το όραμα του σκηνοθέτη, αλλά φέρνει και τον δικό του εσωτερικό κόσμο στη σκηνή.

«Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα στο θέατρο, για εμάς τους ηθοποιούς, είναι να ακούμε».

– Ποια είναι αληθινά η Λίντα στον «Θάνατο του εμποράκου»…
Η Λίντα είναι μια γυναίκα που αγαπά πάρα πολύ τον άντρα της, έτσι όπως αυτός είναι, δεν τρέφει αυταπάτες. Είναι υπομονετική, δυνατή και πρακτική, όχι υποταγμένη, όπως μπορεί να νομίζουν κάποιοι. Βέβαια εδώ έχουμε ένα κλασικό μοντέλο οικογένειας, όπου ο άνδρας δουλεύει και φέρνει τα χρήματα, ενώ η γυναίκα κρατάει το σπίτι -αυτό όμως δεν την κάνει κατώτερη. Βλέπει ότι ο άνδρας της αυτή την περίοδο βρίσκεται σε ένα τεντωμένο σχοινί και είναι εξουθενωμένος, και προσπαθεί να τον στηρίξει -με τα παιδιά της είναι πιο σκληρή. Το έργο είναι διαχρονικό γιατί μιλάει για μια οικογένεια που, όπως συμβαίνει και στη ζωή, παίρνεις από αυτήν τα πιο υπέροχα πράγματα, αλλά ίσως παίρνεις και κάποια που μετά παλεύεις μια ζωή για να τα λύσεις. Πολλές φορές οι οικογενειακοί δεσμοί είναι αρρωστημένοι και μπορεί να γίνουν εμπόδιο για τα παιδιά.

– Επειδή είδα την παράσταση, θέλω να πω κάτι που παρατήρησα: είστε πολύ καλή και όταν σιωπάτε -η έκφρασή, ο τρόπος που στέκεστε…
Ευχαριστώ πολύ, που μου το λέτε. Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα στο θέατρο, για εμάς τους ηθοποιούς, είναι να ακούμε. Όταν αφεθείς να ακούς και να μη σκέφτεσαι, θα «απαντήσεις». Είναι μια τεχνική αυτό.

«Μόνο όταν κατέβει το έργο διαβάζω τις κριτικές που έχουν γραφτεί».

– Υποτάσσεστε στον σκηνοθέτη;
Θα έλεγα άλλες φορές ναι και άλλες φορές, όχι. Έχω αντίληψη για τα πράγματα που κάνω και τις περισσότερες φορές μπορώ και επικοινωνώ στον σκηνοθέτη αυτό που θέλω να εκφράσω. Δεν είναι πάντα εύκολο και σίγουρα ο σκηνοθέτης έχει το γενικό πρόσταγμα, αλλά πάντα προσπαθώ να βρω τον χώρο μου και κάθε μέρα είναι διαφορετική από την άλλη.

– Διαβάζετε τις κριτικές; Σας απασχολούν;
Μόνο όταν κατέβει το έργο, δεν τις διαβάζω ποτέ κατά τη διάρκεια των παραστάσεων. Δεν θέλω να επηρεάζομαι, ούτε από τα καλά ούτε από τα κακά. Τη σέβομαι την κριτική, αλλά επειδή είμαστε όλοι σε μια διαδικασία όταν παίζεται ένα έργο, προτιμώ να μην μπαίνω σ’ αυτή τη συζήτηση. Ακούω βέβαια κάποιους ανθρώπους που εμπιστεύομαι.

– Κάθε βράδυ, τελειώνει η παράσταση για εμάς. Για εσάς; 

Παίρνει λίγο χρόνο να φύγεις απ’ αυτό, και κάποιες φορές μπορεί να μη φεύγεις κιόλας, αλλά προσπαθώ να βρίσκω τον τρόπο να το αφήνω πίσω πραγματικά και να μπορώ να πω «αύριο πάλι…»

 

//Ιnfo
ΘΕΑΤΡΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟΝ 
Ο θάνατος του εμποράκου
Σαρρή 11, Ψυρρή, 2103211750

 

Διαβάστε ακόμα: Γιάννης Στάνκογλου – «Θέλω να μην έχω απωθημένα, να μην ζηλεύω».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top