«Τα αντικείμενα της κρεβατοκάμαρας της νεκρής έχουν μετακινηθεί. Όλοι ψάχνουν κάτι, και το πτώμα μένει εκεί, χωρίς να προκαλεί το ενδιαφέρον, βαλμένο σε μια στάση λιγότερο άσεμνη».

Η Μέριλιν πέθανε όπως έζησε: έρμαιο. Γυμνή, με το ακουστικό του τηλεφώνου πάνω στο μαξιλάρι, τα χάπια παραδίπλα, σ’ ένα άδειο σπίτι, μόνη στο δωμάτιό της. Η νύχτα την τύλιξε, αυτό το στιλπνό μαύρο σκοτάδι που τη βύθιζε, κάθε φορά, προς το θάνατο: μέσα σε μια δεκαετία χρήσης ναρκωτικών, μια δεκαετία κατάχρησης χημικών ουσιών, πόσα πολύχρωμα χάπια δεν κατάπιε, πόσες λαμπερές κάψουλες, πόσες σκόνες για να καθαρίσει το μυαλό της; Librium, Nembutal, ένυδρη χλωράλη, Nodular, Phenergan, θαυματουργές σκόνες ή ολόκληρα κουτιά με υπνωτικά. Πόσες ενέσεις ηρεμιστικών, ύστερα μεθαμφεταμίνης ή βενζενδρίνης, όπως στο πλατό του SGTG; Αποκοιμήθηκε ξαπλωμένη κάθετα στο κρεβάτι της, με το καλώδιο του τηλεφώνου σαν ορό, που της ενστάλαζε λόγια… Κείτεται ωχρή, εγκαταλελειμμένη, με βρόμικα νύχια, ανάκατα μαλλιά, είναι έντεκα το βράδυ, η καρδιά της κάνει διακοπές, σταματά.

Κανένα μυστήριο σε τούτο το θάνατο. Ο Τζιμ Ντόουερτι, ο πρώτος της σύζυγος, που έγινε επιθεωρητής της αστυνομίας στο Λος Άντζελες, ισχυρίζεται:
– Πήρε ένα χάπι παραπάνω, ήπιε ένα ποτήρι αλκοόλ παραπάνω, αυτό ήτανε.
Ο Τζον Χιούστον:
– Οι γιατροί τη σκότωσαν.

Αυτοκτονία; Όχι. Η Μέριλιν είναι ηθοποιός: κάθε φορά που έκανε απόπειρα, είχε ένα κοινό για να τη συγκρατήσει – ή να τη χειροκροτήσει. Μια σταρ δεν φεύγει εγκαταλελειμμένη σαν τσαλακωμένο χαρτί που το παρασέρνει το ρέμα. Κάνει μια εμφάνιση, δημιουργεί ένα φινάλε, θριαμβεύει μέσα απ’ το θάνατο. Αναζητάει το εφέ. Και, προπάντων, προπάντων, καλλωπίζεται.

Δολοφονία; Με ποιο σκοπό; Για τους Κένεντι θα ήταν τόσο απλό, στην ανάγκη, να κάνουν την ξανθιά να φανεί σαν μια αχαλίνωτη τρελή – δείτε, κλείστηκε σε ψυχιατρείο, σαν τη μάνα της, σαν τη γιαγιά της. Από γενιά σε γενιά, παράφρονες οι Μονρόε: η γραμμή άμυνας ήταν προφανής για τους εκπροσώπους Τύπου του Λευκού Οίκου. Όσο για τον υπόκοσμο, ξαναβρίσκεται με φρούδες ελπίδες: με το που πεθαίνει η Μέριλιν, χάνεται κάθε πιθανότητα εκβιασμού. Οι μαγνητοταινίες που βρίσκονται στην κατοχή του Τζιανκάνα είναι άχρηστες, ο Χόφα αποφασίζει να πάρει τα μυστικά της νεκρής στον τάφο του και ο Τζ. Έντγκαρ Χούβερ δεν λέει κουβέντα. Απλά στέλνει κάποιους άντρες να συμμαζέψουν.

Αριστερά: Το πρωτοσέλιδο της New York Daily Mirror στις 6 Αυγούστου 1962. Δεξιά: «Αυτοκτονία; Όχι. Η Μέριλιν είναι ηθοποιός: κάθε φορά που έκανε απόπειρα, είχε ένα κοινό για να τη συγκρατήσει – ή να τη χειροκροτήσει. Μια σταρ δεν φεύγει εγκαταλελειμμένη σαν τσαλακωμένο χαρτί που το παρασέρνει το ρέμα. Κάνει μια εμφάνιση, δημιουργεί ένα φινάλε, θριαμβεύει μέσα απ’ το θάνατο. Αναζητάει το εφέ», γράφει ο Φρανσουά Φορεστιέ. (Φωτογραφία του George Barris για το Cosmopolitan, 1962)

Δεν είναι ο μόνος. Τη νύχτα της 4ης προς 5η Αυγούστου 1962, τι βεγγέρα! Ο Ρόμπερτ Κένεντι παίρνει τα μέτρα του: άνθρωποί του σαρώνουν το σπίτι. Την ίδια νύχτα, ο Πίτερ Λόφορντ, παρέα με τον Φρεντ Ότας, κάνει δυο επισκέψεις, η 20th Century Fox στέλνει ένα σωρό παλικαράδες, χωρίς να υπολογίσουμε τον Ραλφ Γκρίνσον, που πέρασε μέρος του απογεύματος τετ α τετ με την Μέριλιν (κάνοντας τι;) και που επιστρέφει για να εξαφανίσει τις αναμνήσεις, μαζί με τον γιατρό της Μέριλιν, Χάιμαν Ένγκελμπερκ. Το πτώμα το έχουν μετακινήσει, τα συρτάρια έχουν αναποδογυριστεί, οι κοριοί έχουν βγει, τα χαρτιά έχουν ξεδιαλεχτεί, τα μαγνητόφωνα έχουν αποσυνδεθεί. Ένα ελικόπτερο φτάνει, ξαναφεύγει. Περιπολικά παρκάρουν. Η Πατ Νιούκομπ οργανώνει τα πηγαινέλα. Οι χώροι κόντευαν να γίνουν φύλλο και φτερό απ’ τους νυχτερινούς τους επισκέπτες. Ο Ότας καγχάζει –αρφ! αρφ– ακούγοντας μία από τις μπομπίνες. Ακούγεται ο Ρόμπερτ Φ. Κένεντι να ψάχνει τους κοριούς του Σπίντελ, μερικές μέρες πριν:
– Πού είναι; Πού ’ναι, γαμώ την πουτάνα μου;

Δεν τους βρήκαν. Ύστερα ο Μπόμπι έφυγε, αφήνοντας τον Λόφορντ και τη Μέριλιν με τη Dom Pérignon τους.

Μα, εκείνη τη νύχτα της 4ης προς 5η Αυγούστου 1962, οι άνθρωποι που έστειλε ο Χούβερ συναντιόνται με τους τοπικούς αστυνομικούς, οι τύποι της Secret Service κάνουν τη δουλειά τους αδιαφορώντας για τους άλλους, ο Ότας «χτένισε» τα πάντα, ο δε Λόφορντ άρχισε να ξεκρεμάει τα ρούχα στις ντουλάπες. Γράμματα, χαρτιά, συμβόλαια, τα πήραν όλα. Ένας άνδρας ψάχνει το «κόκκινο μπλοκάκι». Άτυχος: δεν υπάρχει. Προφανώς ο Άνγκλετον είναι σ’ επαφή.

«Ο Πρόεδρος μαθαίνει το νέο στο γιοτ του, στο Χαγιάνις Πορτ. Δεν λέει τίποτα».

Όταν ξημερώνει, βασιλεύει το χάος. Οι δημοσιογράφοι σπεύδουν. Ο Χούβερ, ήρεμα, μπλοκάρει τις τηλεφωνικές κλήσεις. Κανείς πλέον δεν θα έχει πρόσβαση. Μέσα σε τούτο τον πανζουρλισμό, γεννιούνται μύθοι: η Μέριλιν αυτοκτόνησε. Όχι: η Μέριλιν δολοφονήθηκε. Όχι: απειλήθηκε και στη συνέχεια εκτελέστηκε. Τίποτα δεν έμεινε στη θέση του: Η Γιούνις Μάρεϊ, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, αρχίζει την πάστρα και χώνει τα σεντόνια που πάνω τους πέθανε η Μέριλιν στο πλυντήριο, μπροστά στους αστυνομικούς. Τα αντικείμενα της κρεβατοκάμαρας της νεκρής έχουν μετακινηθεί. Όλοι ψάχνουν κάτι, και το πτώμα μένει εκεί, χωρίς να προκαλεί το ενδιαφέρον, βαλμένο σε μια στάση λιγότερο άσεμνη.

Ο Πρόεδρος μαθαίνει το νέο στο γιοτ του, στο Χαγιάνις Πορτ. Δεν λέει τίποτα. Μερικές μέρες αργότερα, αφού το σπίτι της πελάτισσάς της έχει ελεγχθεί εξονυχιστικά, η Πάτ Νιούκομπ πηγαίνει να περάσει μερικές μέρες στο σπίτι των Κένεντι, στο Χαγιάνις Πορτ, καλεσμένη προσωπικά από τον Ρόμπερτ Φ. Κένεντι. Ύστερα στέλνεται στην Ευρώπη, για εξάμηνες διακοπές.

Η Μέριλιν κείτεται στο ανατομικό τραπέζι της ιατροδικαστικής υπηρεσίας, με κομμένες σάρκες, λαδωμένα μαλλιά, χαλαρό δέρμα, βαθουλωμένα μάγουλα. Ο Τόμας Νογκούτσι, ο ιατροδικαστής, ψάχνει μες στα σπλάχνα της Μέριλιν να βρει την ψυχή της. Δεν υπάρχει πουθενά. Της την άρπαξαν οι Κένεντι. […]

 

//Απόσπασμα από το βιβλίο –Κεφάλαιο 17– του Φρανσουά Φορεστιέ, «Τζον Φ. Κένεντι & Μέριλιν», μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Μελάνι, 2009.

 

Διαβάστε ακόμα: Θεωρίας συνωμοσίας – Για όλα φταίει ο JFK…

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top