vamvakaris1

«Ο Μάρκος Βαμβακάρης σαν τους παλιούς μπλουζίστες, έγραφε απλά τραγούδια., εμπνευσμένα από τη ζωή του».

Το τραγούδι θα μπορούσε να εννοεί την απείθαρχη ή «αυτήν που δεν βρίσκεται στη θέση της» ή εκείνη που κάνει πονηριές, ξεπερνώντας τους κανόνες. Που παίζει με όλους, που έχει μέσα της την πουτανιά.

Το έγραψε ο Μάρκος Βαμβακάρης. Ο Μάρκος, υπέροχος, όμορφος και γενναιόδωρος καθώς ήταν, υπέφερε πολύ για τον έρωτα.

Παντρεύτηκε μια γυναίκα που τον απατούσε, μέχρι και με τους φίλους του, τον κουμπάρο του. Τα αδέλφια του τού έλεγαν: «Μαλάκα! Είναι πουτάνα!». Αυτός όμως δεν μπορούσε να την αφήσει. Τη συγχωρούσε, ήταν ερωτευμένος. Έτσι έγραψε το «Διαζύγιο».

Σαν τους παλιούς μπλουζίστες, έγραφε απλά τραγούδια, εμπνευσμένα από τη ζωή του.


Διαβάστε ακόμα: Ο Μάνος για τον Μάρκο.


Έγραψε πολλά ερωτικά, μα το αγαπημένο μου είναι η Άτακτη. Ο ρυθμός είναι βαρύς, όπως πάντα στον Μάρκο· το χέβι μέταλ του ρεμπέτικου.

Ήθελα να σ’ αντάμωνα
να σου ’λεγα καμπόσα,
κι αν δεν σου γύριζα το νου,
αχ, να μου ’κοβαν τη γλώσσα.

Δε σε θέλω, δε σε θέλω,
πια δε σ’ αγαπώ.
Δε σε θέλω και πάρε δρόμο
και τράβα στο καλό.

Ύστερα το βαρύ μπουζούκι του Μάρκου ξανακόβει, ξεριζώνει από τη ζωή αυτό τον έρωτα, σαν γάγγραινα με ένα ριφ κοφτερό και βίαιο, με το μέτωπο καταγής, να χτυπάει το πάτωμα μπροστά στα παπούτσια του, ένας περιπατητής πονεμένος. Και συνεχίζει:

Μου το ’πανε οι μάγισσες
κι όλες οι καφετζούδες,
μου το ’πε μια απ’ την Αίγυπτο,
αχ, με τις φαρδιές πλεξούδες.

Δε σε θέλω, δε σε θέλω,
πια δε σ’ αγαπώ.
Δε σε θέλω και πάρε δρόμο
και τράβα στο καλό.

Και τι δεν έκανα για σε,
για να σε διορθώσω,
μα εσύ ’σαι τόσο άτακτη,
αχ, στρίψε για να γλιτώσω.

Δε σε θέλω, δε σε θέλω,
πια δε σ’ αγαπώ.
Δε σε θέλω και πάρε δρόμο
και τράβα στο καλό.

Φύγε, άσε με να είμαι αυτός που ήμουν. Άσε με να είμαι μάγκας. Τα λόγια είναι μαχαίρια στο στόμα. Προσπαθώ να τα αποκρυπτογραφήσω από ένα φύλλο χαρτί ενόσω μου τα μαθαίνει ο Δημήτρης Κωτσιούρος.

vamvakaris2

«Ο Μάρκος, υπέροχος, όμορφος και γενναιόδωρος καθώς ήταν, υπέφερε πολύ για τον έρωτα».

Βαδίζω μόνος στη νύχτα με οδηγό τον μπαγλαμά. Με συνοδεύει το μπουζούκι του Κωτσιούρου, σαν αδέσποτο σκυλί. Παίζουμε πρώτα στην άδεια καλοκαιρινή γειτονιά και μετά – λες και αλλάζει απότομα το σκηνικό – στην άδεια αγορά. Τριγυρνώ στους δρόμους και προσπαθώ να υπαγορεύσω στον εαυτό μου από το χαρτί τα λόγια του τραγουδιού, να τα βάλω στο σώμα μου σαν τροφή.

Ακόμα περπατώ. Μου είπαν πως κοντά στην αγορά υπάρχει μια ταβέρνα, το «Δίπορτο», με τις δυο πόρτες και τα είκοσι σκαλοπάτια κάτω από το επίπεδο του δρόμου. Μέσα έχει βαρέλια. Σήμερα, όμως, είναι κλειστή, όπως όλα τα μαγαζιά. Απομένει μόνο η αηδιαστική μυρωδιά του κρέατος που έχει εμποτίσει τους πάγκους και οι οθόνες που δείχνουν διαφημίσεις πάνω από τα άδεια τραπέζια. Είναι νύχτα· και η λάμψη από τις οθόνες, οι εξωπραγματικές εικόνες που εκπέμπουν μες στην εγκατάλειψη της έρημης αγοράς, δίνουν την εντύπωση μιας οικονομίας ασαφούς, νεκρής, που πλακώνει τη ζωή του ανθρώπου.

Να ο Κωτσιούρος και ο φίλος του με την κιθάρα και ένα γάτο. Παίζουν την Άτακτη, με συνοδεύουν λίγο στο δρόμο, μες στη νύχτα, και ύστερα χάνονται. […]

//Απόσπασμα από το αφήγημα Η «Άτακτη», από το βιβλίο του Βινίτσιο Καποσέλα «Τεφτέρι», μετάφραση Μαρία Φραγκούλη, εκδόσεις Καστανιώτη, 2014.

Σ.σ.: Το όνομα της «Άτακτης» ήταν Ελένη Μαυροειδή. Ο Μάρκος την έλεγε Ζιγκοάλα.

Ακούστε εδώ την «Άτακτη» από τον Μάρκο:

 

Διαβάστε ακόμα: «Ελάτε, ρε μάγκες! Πάμε!»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top