Ο Σωτήρης Κακίσης (αριστερά) διευθυντής φυλακών στον «Ηνίοχο» (1994), υπό το βλέμμα του Αλέξη Δαμιανού. Δεξιά η Άρτεμις Δαμιανού.

Ο Σωτήρης Κακίσης (αριστερά) διευθυντής φυλακών στον «Ηνίοχο» (1994), υπό το βλέμμα του Αλέξη Δαμιανού. Δεξιά η Άρτεμις Δαμιανού.

Eίκοσι χρόνια από την τελευταία του ταινία κι οκτώ κιόλας από τον θάνατό του. Και δεν υπάρχει πια ούτε η γυναίκα του, η τρυφερή αλλά και υπέροχα δυνατή Άρτεμις. Του πήρα, νομίζω, και την τελευταία του συνέντευξη, στα Νέα, στα Πρόσωπα, το 2000…

Ο Αλέξης Δαμιανός, ο ηθοποιός και θεατράνθρωπος που γύρισε σαν σκηνοθέτης του κινηματογράφου τις μεγάλες ταινίες «Μέχρι το Πλοίο» και «Ευδοκία», ο κάθε στιγμή επαναστατών και εξεγειρόμενος, στις συζητήσεις πρωτοστατώντας με μυαλό κοφτερό και πάθος ανεξαγόραστο, το 1994 έκανε τον «Ηνίοχό» του. Εκεί, που όλοι σπεύσαμε να βρεθούμε, ηθοποιοί και μη, αλλάζοντας κάποιοι από μας ρόλους, στηρίζοντας με τις όψεις και την παρουσία μας τις εικόνες, που γι’ άλλη μια φορά εκείνος είχε ονειρευτεί και επινοήσει.

Μου είπε: «Εσύ, προσκοπάκι, θα παίξεις στον ”Ηνίοχο” έναν προδότη! Έναν Έλληνα συνεργάτη των Ιταλών, τον διευθυντή των φυλακών, επιπλέον βασανιστή των πατριωτών κρατουμένων». Του απάντησα τότε ευθύμως κι εγώ από τις «Μικρές Ώρες» μου, το editorial του τότε κομψού Playboy, για τη μεγάλη σημασία από την αρχαιότητα των προσκόπων, για τον Οδυσσέα σε νυχτερινή περιπολία με τον Διομήδη στο στρατόπεδο των Τρώων, πως δεν ήταν ανέκαθεν οι πρόσκοποι προσκοπάκια, κι ούτε κι εγώ, που άλλωστε δεν είχα κάνει ποτέ πρόσκοπος, τόσο αθώος όσο έδειχνα του αίματος τούτου. Αλλά και πως για προδότης και γερμανοτσολιάς δεν νόμιζα ποτέ πως θα του ’μοιαζα…

Ο Δαμιανός μου εξήγησε πώς θα ’πρεπε να ’ναι αυτό το έρμο το ύφος μου. «Κατάλαβες; Πρέπει να ’χεις το ύφος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας επακριβώς!»

Κάναμε στο πρώτο γύρισμα ρεσάλτο και νυχτερινή αντεπίθεση για ανακατάληψη των φυλακών από τους στασιαστές. Θυμάμαι πως σκαρφάλωνα μες στα σκοτάδια σε μια μάντρα αρκετά ψηλή, πως έπρεπε να φωνάζω στα ιταλικά άγρια, πως κάποιος τεχνικός δίπλα μου έριχνε στον αέρα με κάτι προϊστορικά όπλα άσφαιρα, που εγώ έτρεμα μην εκραγούν και μας διαλύσουν στ’ αλήθεια. Με το «Cut» μαζί, άκουσα από κάτω τον Αλέξη να λέει θυμωμένος: «Γαμήθηκε ο Διάολος!» Θυμάμαι τότε πάλι να τον παίρνω παράμερα μόλις είχε λίγο ηρεμήσει κι είχε ξαναγυριστεί κάπως καλύτερα η σκηνή, και να του εξηγώ εκ μέρους και άλλων, πως εμείς οι φίλοι του ηθοποιοί δεν είμαστε, απλώς είχαμε βρεθεί εκεί για να επανδρώσουμε το έργο του. Τι να κάνουμε τώρα;

Διαβάστε ακόμα: Για τον «Εχθρό» του φίλου μου

Ο Γιώργος Πανουσόπουλος με τον Αλέξη Δαμιανό τη μέρα των πρώτων rushes της ταινίας. Φωτογραφία: Σωτήρης Κακίσης

Ο Γιώργος Πανουσόπουλος με τον Αλέξη Δαμιανό τη μέρα των πρώτων rushes της ταινίας. Φωτογραφία: Σωτήρης Κακίσης

Πιο αστεία, βέβαια, περάσαμε την επομένη, στην ίδια πάλι φυλακή κάπου στο Θριάσιο Πεδίο, όταν έχω πια καταπνίξει την εξέγερση και προτίθεμαι να τους ταΐσω σούπα από χώμα προς ταπείνωση και εξευτελισμό των καημένων των φυλακισμένων. Δεν θα μιλούσα, λέει, αλλά θα τους κοιτούσα όλους έναν-έναν κάπως, με περιφρόνηση και αλαζονεία, με εγγενή χυδαιότητα, με ύφος άγριο νικητή. Ο Δαμιανός επί αρκετή ώρα προσπαθούσε να μου εξηγήσει πώς θα ’πρεπε να ’ναι αυτό το έρμο το ύφος μου, και κατέληξε συνοψίζοντας: «Κατάλαβες; Πρέπει να ’χεις το ύφος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας επακριβώς! Ότι είσαι τώρα μεν από πάνω, αλλά βαθιά μέσα σου ξέρεις πως αύριο μεθαύριο θα τρέχεις και δεν θα φτάνεις». «Ευχαριστώ, Αλέξη», του είπα, «που μου το προσδιόρισες, γιατί αυτό το ύφος εγώ το έχω, ως Λόρενς Ολίβιε της Ελλάδας, στο τσεπάκι μου»!

Τελειώνοντας τα δύσκολα γυρίσματα της ταινίας ολόκληρης, ο Αλέξης Δαμιανός μας κάλεσε ν’ ανέβουμε με τον Πανουσόπουλο στην Εκάλη, να δούμε μαζί στη μουβιόλα του τα πρώτα rushes. Πήραμε με τον Γιώργο μια σαμπάνια και μιλφέιγ, και φτάσαμε για πρόχειρο εορτασμό στο σπίτι του. Αλλά παρκάροντας, παρατηρήσαμε μια παράξενη ατμόσφαιρα να επικρατεί στο κτήμα. Κάποιοι άνοιγαν ένα λάκκο, άλλοι θλιμμένοι τους παρακολουθούσαν. Ήρθε η Άρτεμις στο παράθυρο του αυτοκινήτου και μας πληροφόρησε πως λίγο νωρίτερα είχε σκοτωθεί το αγαπημένο τους λυκόσκυλο στο δρόμο απέξω, που ερωτευμένο το ’σκαγε συνέχεια εκείνες τις μέρες, κι ετοιμάζονταν να το θάψουν. Αφήσαμε τη σαμπάνια στ’ αμάξι, και προσφέραμε τις μιλφέιγ σαν ιδιόρρυθμα κόλλυβα, παρακολουθώντας κι εμείς την ταφή.

Αργότερα, την ίδια μέρα και πριν τις πρώτες εικόνες του «Ηνίοχου», εγώ είπα στον Αλέξη πως μόλις είχα παραλάβει, σε βιντεοκασέτα τότε, τον «Navigator» του Μπάστερ Κίτον, κι είχα ξαναενθουσιαστεί. Δυο μέρες μετά, ο Δαμιανός μου τηλεφώνησε: «Να κατέβω τώρα να τον δούμε;», μου είπε ανυπομονώντας.«Όχι σήμερα, Αλέξη, από αύριο. Γιατί τώρα έχω να πάω σε μια κηδεία ανθρώπου». (Είχε πεθάνει η Παπουλίτσα, η γιαγιά της Ελένης Κοκκίδου, της παιδικής μου φίλης, της σήμερα εξαίσιας ηθοποιού, που ήταν και σαν δική μου γιαγιά από τα μικράτα μου). «Γιατί λες ”κηδεία ανθρώπου”; Πας και σε κηδείες άλλων… όντων εσύ;» «Ναι, πάω. Δεν πήγα προχτές στην κηδεία του σκύλου σου;», του αντέτεινα.

Διαβάστε ακόμα: Τζίμης Πανούσης: «Τέρμα η σάτιρα!»

Σκηνή από τον «Ηνίοχο».

Σκηνή από τον «Ηνίοχο».

Έτσι μιλάγαμε με τον Αλέξη Δαμιανό, έτσι κοιταζόμασταν και γελάγαμε και απροόπτως, και καταληκτικά. Κι ο «Ηνίοχος», με την cameo εμφάνισή μου; Οι πρώτες σκηνές που είδαμε τότε μαζί μάς φάνηκαν, και του Πανουσόπουλου του ειδικού κι εμένα του πάντα ανειδίκευτου, εξαίσιες φωτογραφικά. Η ταινία μετά ολόκληρη αλλιώς, νομίζω, πήγε. Όλο το τελευταίο μέρος της, με τον Τζίμη Πανούση επικεφαλής κοινοβίου εναλλακτικών αναρχικών αφαιρέθηκε, δεν είδε ποτέ το φως, δεν συνυπήρξε ποτέ με την υπόλοιπη αντιστασιακή, εμφυλιακή και μετεμφυλιακή ιστορία. Κατ’ εμέ, πάντως, υπάρχουν στον «Ηνίοχο» μέσα κομμάτια άριστα, αλλά δεν μπορούμε να μιλήσουμε ούτε για «Ευδοκία», ούτε για το, ακόμα καλύτερο πάλι για μένα έργο του, το «Μέχρι το Πλοίο» το απογειωτικό.

Ας είναι. Κάθε συνύπαρξη με δημιουργούς σαν τον Αλέξη και ανθρώπους σαν την Άρτεμή του, πόσω μάλλον στα γυρίσματα μιας ταινίας, διπλή ζωή στον καθένα μας απλόχερα προσφέρει, αναμνήσεις εντός και εκτός του φιλμ πολλαπλάσιες, τη γνωριμία εκείνες τις ώρες και με άλλα παιδιά ταπεινά κι αποφασισμένα, φιλίες μετά ολόκληρης ζωής ίσως, πλούτο, δηλαδή, όπως έλεγα και στην αρχή εδώ, ανεξαγόραστο.

Που είκοσι, τριάντα, πάρα πολλά χρόνια μετά, χρυσίζει στην καρδιά μέσα. Για πάντα θα ’λεγα, καλύτερα.

Διαβάστε ακόμα: Με τον Χουλιαρά στην Αντίπαρο

Ο Αλέξης Δαμιανός σε μια από τις τελευταίες του φωτογραφίες στο σπίτι του. Φωτογραφία: Σωτήρης Κακίσης

Ο Αλέξης Δαμιανός σε μια από τις τελευταίες του φωτογραφίες στο σπίτι του. Φωτογραφία: Σωτήρης Κακίσης

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top