Αριστερά ο Caine παρέα με την Βραζιλιάνα ηθοποιό Florinda Bolkan στο Dorchester Hotel, σε πάρτι για την παρουσίαση της ταινίας ‘The Last Valley” (Λονδίνο, 11 Αυγούστου 1969. (Photo by Pierre Manevy/Daily Express/Hulton Archive/Getty Images/Ideal Image). Δεξιά ο Άγγλος ηθοποιός σε πόζα του 1976. (photo by Larry Ellis/Getty Images/Ideal Image).

Μετά από 60 χρόνια και βάλε στη δουλειά, ο Maurice Mcklewhite έχει προφανώς τη μαγική συνταγή για να συνεχίζει να υποδύεται, να γοητεύει το κοινό, να εμπνέει τους συναδέλφους του. Μορίς ποιος; Τι, δεν ξέρετε ότι μιλάω για τον Μάικλ Κέιν;

Στα Όσκαρ, στα 67 του χρόνια, ομολογεί πως δεν είναι παρά ένας «επιζών». Και δίνει τον ορισμό του επαγγέλματός του, όχι όμως και του ταλέντου του: «Ρόλος μου δεν είναι να παίζω, να είμαι μια εικόνα – μια βεντέτα, ο πιο ωραίος, ο καλύτερος. Ρόλος μου είναι να κατοπτρίζω τα αισθήματα των ανθρώπων. Ρόλος μου είναι να είμαι εσείς, το κοινό. Οφείλω να αποκαλύπτω τα μυστικά σας. Πάντα προσπαθούσα να είμαι αληθινός».

Αυτό είναι λοιπόν το μυστικό τούτου του υπέροχου τύπου με το ροδαλό πρόσωπο και τα κυματιστά, κάτασπρα πλέον, μαλλιά: «Να είμαι εσείς, όχι εγώ». Πράγμα που τον κάνει έναν συνηθισμένο άνθρωπο, έναν σταρ καταδεκτικό, έναν ηθοποιό οικείο. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, το κατάφερε μόνο σε 5-6 από τις πάνω από 100 ταινίες που ερμήνευσε. Ωστόσο, πρέπει να υπάρχει κάτι παραπάνω για να περάσει από το αλάνι, ονόματι «ο Καθηγητής», στον Σερ Μάικλ Κέιν, από τον προλετάριο σε μέλος της landed gentry, τον ιππότη της Βασίλισσας στο σπάνιο status του απολύτως πιστευτού ηθοποιού, δημοφιλή, θρυλικού. Ένας Βρετανός Τζιν Χάκμαν.

Ο πατέρας του δούλευε σε ψαράδικο που χρεωκόπησε κι η μητέρα του ήταν καθαρίστρια ή πούλαγε κάρβουνο. Η εφηβεία του θά ‘ναι άστα να πάνε. Μοναδική του διαφυγή τα βιβλία και ο κινηματογράφος.

Γεννημένος το 1933, εν μέσω πλήρους οικονομικής κατάρρευσης, ο Maurice Mcklewhite μεγάλωσε σ’ ένα δωμάτιο όλο κι όλο, χωρίς ηλεκτρικό ούτε καν τουαλέτα. Ο πατέρας του δούλευε σε ψαράδικο που χρεοκόπησε κι η μητέρα του ήταν καθαρίστρια ή πούλαγε κάρβουνο. Η εφηβεία του θά ‘ναι άστα να πάνε. Μοναδική του διαφυγή τα βιβλία και ο κινηματογράφος. Ώσπου, μια μέρα, συνοδεύει την αγαπημένη του σ’ ένα μάθημα θεάτρου. Η κόκκινη αυλαία με τον έβδομο ουρανό μαζί θα πέσουν πάνω του. Στα 16 του εγκαταλείπει το λύκειο. Ο ανυπάκουος χαρακτήρας του δεν τα πάει καλά με την πειθαρχία. Ειρωνεία της τύχης, θα πρέπει να τη σεβαστεί ως στρατιώτης στον πόλεμο της Κορέας. Αυτό που μισεί περισσότερο.

Στα 20 του, επιστρέφει στο Λονδίνο. Απαντάει σε μια μικρή αγγελία και μέσα σε μια σεζόν αναλαμβάνει να παίξει πρωταγωνιστικούς ρόλους σε ένα ρεπερτόριο που άλλαζε κάθε βδομάδα. Προσλαμβάνεται στο θέατρο Lowestoft του Suffolk. Τότε συναντά μια κάποια Patricia Haines, η οποία θα γίνει η πρώτη του γυναίκα. Ο Μάικλ Κέιν άκουγε ακόμα στο όνομα Μάικλ Σκοτ.

Αν μιλάγαμε με σημερινούς όρους θα λέγαμε πως αυτή ήταν η πρώτη του συμμετοχή σε αμερικανικό μπλοκμπάστερ . «Zulu». 1964.

Η αισθηματική του ζωή δεν έχει τίποτα το συναρπαστικό. «Ποτέ δεν πήγα με παντρεμένη. Σέβομαι την ιδιοκτησία των άλλων». Δύο γάμοι, μηδέν περιπέτειες, ένας άνδρας πιστός κι ευτυχισμένος, fan της σταθερότητας και της διάρκειας. Πράγμα που δεν τον εμποδίζει να έχει τις αδυναμίες του: μέγας θιασώτης της βότκας (δυο μπουκάλια την ημέρα κάποια περίοδο), των τσιγάρων (80 ημερησίως προτού τα κόψει τη δεκαετία του ’70), των πούρων (μανία που κόπηκε μόλις πάτησε τα 70)… Όλο αυτό το συννεφάκι από καπνούς και αλκοολικούς ατμούς αμαυρίζουν την εικόνα του ιδανικού συζύγου, αλλά και τον κάνουν ανθρώπινο και συμπαθητικό.

«Πρώτα, επιλέγω τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Αν κανένας τους δεν έρθει, πάω σε πιο μικρούς. Αν και πάλι δεν καθίσουν, δέχομαι εκείνους που μου επιτρέπουν να πληρώσω το νοίκι μου».

Μεταξύ 1954 και 1964, θα παίξει όποιο ρόλο του προκύψει: του κομπάρσου, του απατημένου συζύγου, του εμποράκου, του ιππότη, του φυλακισμένου. «Πρώτα, επιλέγω τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Αν κανένας τους δεν έρθει, πάω σε πιο μικρούς. Αν και πάλι δεν καθίσουν, δέχομαι εκείνους που μου επιτρέπουν να πληρώσω το νοίκι μου». Εν ολίγοις τίποτα το αξιομνημόνευτο μέσα σ’ αυτά τα δέκα χρόνια.

Δυο μέτρα απόσταση και είκοσι δευτερόλεπτα δισταγμού θα ανακατέψουν την τράπουλα. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης Cy Endfield του ζητά να παίξει το ρόλο ενός Βρετανού αριστοκράτη αξιωματικού. Είναι το Ζούλου, όπου στο τέλος της ταινίας φιγουράρει ένα μεγαλοπρεπές «Introducing Michael Caine». Έτος 1964. Οι Αμερικανοί παραγωγοί είχαν αμφιβολίες για το παίξιμό του. Ωστόσο, με τα χέρια στην πλάτη, τις λεπτές διατυπώσεις και ένα αφ’ υψηλού βλέμμα επιβάλλει τάχιστα το χάρισμά του εν μέσω πεδίου της μάχης. Μιμούνταν τον πρίγκιπα Φίλιππο.

Ακόμα και σήμερα, παραμένει πεπεισμένος ότι όσο σκαρφαλώνεις στην ιεραρχία τόσο λιγότερο κινείσαι, τόσο πιο αργά μιλάς. Την προσέγγιση αυτή θα την υιοθετήσει στις περισσότερες ταινίες του, ακολουθώντας τη συμβουλή του Τζον Γουέιν: «Μίλα γλυκά, αργά κι όχι πολύ». Μπροστά στους δημοσιογράφους, όμως, αφήνει ελεύθερη την κόκνεϊ προφορά του, υπενθυμίζοντάς τους την καταγωγή του. Για να μιλήσει για τη γυναίκα του, λέει «me woif» αντί για «my wife».

Η ταινία προκαλεί το ενδιαφέρον του παραγωγού του Τζέιμς Μποντ Harry Salzman. Του προτείνει να παίξει το ρόλο ενός αντί-007, που βγήκε από την πένα του συγγραφέα Len Deighton. Ο έκτοτε Μάικλ Κέιν είχε βρει το κλειδί της ταυτότητάς του, τον Χάρι Πάλμερ. Οι Αμερικανοί παραγωγοί, πάλι αυτοί, είχαν δισταγμούς για την ερμηνεία του: ένας κατάσκοπος που μαγειρεύει μπας κι είναι ομοφυλόφιλος; Ο ηθοποιός θα υιοθετήσει επίσης τα γυαλιά (εξ ορισμού τότε ένα αξεσουάρ που σκοτώνει το γκλάμουρ). Το σουξέ τού Φάκελος Ιπκρές θα γίνει το σημείο αναφοράς του πρωταγωνιστή. Politically incorrect, ταιριάζει γάντι στον Μάικλ Κέιν. Το καμένο χαρτί έγινε καρέ του άσου.

Αν κάθε ηθοποιός έχει ΤΗΝ στιγμή του, ε αυτή είναι Η στιγμή για τον Caine. «Alfie». 1966

Θα γίνει ο αδιόρθωτος, ο ακαταμάχητος, ο ανυπέρβλητος γόης Άλφι. Ο Κέιν επιβάλλει το στυλ του, μείγμα ειρωνείας και θράσους. Είναι ρομαντικός και ενστικτώδης, αήθης και αλαζόνας, τρυφερός και ξετσίπωτος. Δοκιμάζει εδώ το εύρος της ερμηνείας του. Παιδιάστικος και φλεγματικός, καταχθόνιος και τραγικός, κάνει πέρα το επιφανειακό και αλεγράρει με άνεση τις πιο σκοτεινές στιγμές. Έχει το μαύρο χιούμορ και την πάστα του ψυχρού δολοφόνου στο αίμα του. Ανεπιτήδευτος και σοβαρός ταυτόχρονα, συγκρατεί την οργή του. Αλλά, όταν αυτή ξεσπάει, εκπλήσσει ακόμα περισσότερο.

Μετά το Σλουθ, ο Λόρενς Ολίβιε του είπε: «Νόμιζα πως θά ‘χα δίπλα μου κάποιον δευτεροκλασάτο, αλλά βρήκα έναν περτενέρ». Ήταν η μεγαλύτερη φιλοφρόνηση που του είχαν κάνει ποτέ.

Ένας τέτοιος ηθοποιός δεν υπήρχε περίπτωση να μαγέψει πριν από τη δεκαετία του ’60. Αν ο Κέιν, κληρονόμος του Γκαμπέν, του Κάρι Γκραντ, του Μίτσαμ και του Χόλντεν, μπόρεσε να καθιερωθεί τόσο γρήγορα είναι γιατί ο κινηματογράφος είχε αλλάξει. Στα ίχνη του Με κομμένη την ανάσα με τον Μπελμοντό, ο Άλφι απευθύνεται στην κάμερα, κάνει τον θεατή συνένοχο συν έναν πασίδηλο μαγνητισμό, εξαίσιο. Ούτε είναι ο τύπος του ζεν πρεμιέ που δόξασε το Χόλιγουντ ούτε έχει το γόητρο των σαιξπηρικών ηθοποιών. Αλλά είναι ισάξιος τους. Καταφέρνει να γίνει μια φιγούρα που δεν μοστράρει την τεχνική της, αλλά αφήνει, εμάς τους θεατές, μόνους απέναντι στα συναισθήματα του πρωταγωνιστή.

Για κάποιο λόγο, τη δεκαετία του ’70, συμμετέχει σε ταινίες μέτριες, ασήμαντες. Ο τεχνίτης που είναι ενοχλεί με τις επιλογές του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συμπρωταγωνιστεί με τη Λιζ Τέιλορ, τη Νάταλι Γουντ, τον Τζέιμς Μέισον, τον Μίκι Ρούνεϊ ή τον Σίντνει Πουατιέ. Εξαίρεση στην κατρακύλα, δύο ταινίες σταθμοί, ίσως οι καλύτερες της καριέρας του.

Ο ρόλος του Jack Carter στο «Get Carter» του 1971 τον μετέτρεψε σε ένα Τομ Κρουζ της εποχής του.

Η μία ήταν το Σλουθ του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς μαζί με τον Σερ Λόρενς Ολίβιε. Εκείνος του είπε πως νόμιζε ότι θά ‘χε δίπλα του κάποιον δευτεροκλασάτο, αλλά βρήκε έναν περτενέρ. Ήταν η μεγαλύτερη φιλοφρόνηση που του είχαν κάνει ποτέ. Η Βίβιαν Λι του είχε μάθει την αμερικανική προφορά (βάζοντάς τον να επαναλαμβάνει ολημερίς Four Door Ford). Εκείνη τη χρονιά, το 1972, κάνει τη γνωριμία της δεύτερης (και τελευταίας) γυναίκας του Σακίρα, ένα μανεκέν που γεννήθηκε στη Γουιάνα, με καταγωγή απ’ το Κασμίρ, πρόσωπο των cafés Maxwell. Συνέπεια να αποκτήσει και δεύτερο παιδί 17 χρόνια μετά.

Εκείνος όμως που τον σώζει από τον κινηματογραφικό μαρασμό είναι ο μεγάλος Τζον Χιούστον, ο σκηνοθέτης με το Prince de Galles. Του προτείνει να συμπρωταγωνιστήσει με τον Κόνερι και τον Πλάμερ στο Ο άνθρωπος που ήθελε να γίνει βασιλιάς, βασισμένο στη νουβέλα του Κίπλινγκ. Εκρηκτικός συνδυασμός που γνώρισε τεράστια επιτυχία.

Ο Κέιν εξασφαλίζει τη θέση του ανάμεσα στην ελίτ του αγγλοσαξονικού κινηματογράφου, χωρίς ποτέ να σνομπάρει ρόλο, παίρνοντας μέρος ακόμα και σε ταινίες τρόμου. Ωστόσο, από το 1978 και μετά, η φιλμογραφία του είναι μια καταστροφή. Toυ Mάικλ, σκασίλα του. Ωστόσο, ποιος θυμάται ότι είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια από τις πρώτες ταινίες του Όλιβερ Στόουν; Ότι έπαιξε σε μια απίθανη ταινία του Τζον Χιούστον δίπλα στο Σταλόνε, τον Πελέ και τον Μαξ φον Σίντοφ; Ότι ξαναβρήκε τον Στόουν σ’ ένα κουλό ψευδο-Τζέιμς Μποντ (The Jigsaw man);

Από το 1982, ο Κέιν αρχίζει να ξανασκαρφαλώνει την πλαγιά. Με τον Σίντνεϊ Λιούμετ στο αστυνομικό Deathrap, διασκεδάζει εκ νέου. Ακόμα κι αν η σκηνή με το φιλί στον Κρίστοφερ Ριβ, τον οδήγησε να αρνηθεί στη συνέχεια οποιοδήποτε ρόλο ομοφυλόφιλου. Η δραματική κωμωδία Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα ενθουσιάζει τόσο που διαγράφεται το ποινικό του μητρώο. Και το κοινό ανακαλύπτει ξανά όλο το τεράστιο ταλέντο του, τις αποχρώσεις του. Πλέον, ο σερ Μάικ γυρνάει λιγότερο (μια ταινία το χρόνο) αλλά καλύτερα. Και προσανατολίζεται στη φάρσα, την κωμωδία.

Λίγο προτού ο αιώνας αποτελέσει παρελθόν, η βασίλισσα τον χρίζει ιππότη υπό το πραγματικό του όνομα, φόρος τιμής στον πατέρα του.

Με τον Γούντι Άλεν στο Η Χάνα και οι αδελφές της συγκροτούν ένα εκπληκτικό δίδυμο που θα του επιτρέψει να χτυπήσει το πρώτο του Όσκαρ. Μία από τις καλύτερες ταινίες και των δυο τους. Σιγά-σιγά όμως, ο Κέιν αρχίζει να χάνει την όρεξή του. Μήπως θά ‘πρεπε να σταματήσει; Πάντως, τότε γυρίζει μερικά ακόμα διαμαντάκια: Μια εξαιρετική τηλεταινία για τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη κι άλλη μία, το Δρ. Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ.

Στο Kingsman: The Secret Service του 2014 υποτίθεται πως θα υπήρχε με τη βοήθεια της τεχνολογίας μια νεανική βερσιόν του Caine σε μια σκηνή. Τελικά η εν λόγω σκηνή έμεινε εκτός. Η φωτογραφία πάλι όχι.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο Μάικλ Κέν εγκαθίσταται στη South Beach, δίπλα στη Μαντόνα, απολαμβάνοντας τον ήλιο της Φλόριντα και σκέφτεται το ενδεχόμενο να βγει στη σύνταξη. Επενδύει σ’ ένα εστιατόριο, το Langan που θα εξελιχθεί σε αλυσίδα, και συντάσσει την αυτοβιογραφία του. «Λατρεύω τα εστιατόρια», λέει εκείνος που μεγάλωσε την εποχή των συσσιτίων. Γυρίζει ό,τι ταινία νά ‘ναι μόνο και μόνο για να πληρώσει τους φόρους του. Και περιφέρεται φορώντας την καπαρντίνα του Πάλμερ.

Το 1995, ο Τζακ Νίκολσον θα τον αναζητήσει στην παραλία του. Με το Blood and Wine του ανοίγει και πάλι η όρεξη. Το 20.000 λεύγες υπό τη θάλασσα και η μικρή βρετανική ταινία Little Voice γράφουν ιστορία. Ο Κέιν ξαναγίνεται πειστικός, καμακώνοντας ασύστολα, τραγουδώντας μέχρι να του σκάσουν τα πνεμόνια, αναζητώντας μια τελευταία αχτίδα φωτός. Η καριέρα του εκτινάσσεται και πάλι.

Μοιράζοντας το χρόνο του μεταξύ Λονδίνου και Λος Άντζελες, δεμένος με την οικογένειά του, γυρίζει το Με θέα τον ωκεανό (The Cider House Rules) του Λάσε Χάλστρομ, βασισμένο στο μυθιστόρημα του σπουδαίου Τζον Ίρβινγκ και σε παραγωγή του κτήνους που έχει τη Miramax Χάρβει Γουαϊνστάιν. Είναι συναρπαστικό να βλέπεις κάποιον που ζει στα όρια των ταμπού. Δεύτερο Όσκαρ στο τσεπάκι. Η ανηθικότητα του πάει γάντι.

Στα χρόνια του 2000, η γκάμα του διευρύνεται. Ουδείς αμφισβητεί το ταλέντο του, αντίθετα τον καλούν για να προσθέσει λίγη ποιότητα στις χολιγουντιανές παραγωγές. Αυτός που θα ήθελε να γίνει αρχιτέκτων κατάλαβε πως μια αποτυχία μπορούσε να γυρίσει σε πλεονέκτημα. Και τα καινούργια του γυαλιά αποδείχτηκαν σοφή επιλογή για να ενισχύσουν την εικόνα του.

Γίνεται cult, εθνικό μνημείο. Φεστιβάλ και ταινιοθήκες του αφιερώνουν αναδρομικές, διδάσκει νέους ηθοποιούς. Πολλές ταινίες του γνωρίζουν remakes. Λίγο προτού ο αιώνας αποτελέσει παρελθόν, η βασίλισσα τον χρίζει ιππότη υπό το πραγματικό του όνομα, φόρος τιμής στον πατέρα του. Στα 70 του, με τον Ήσυχο Αμερικανό του Φίλιπ Νόις, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκριν, κερδίζει την έκτη υποψηφιότητά του για τα Όσκαρ. Προσέξτε το ρυθμό: Από το 1967, μία κάθε δεκαετία. Μια καριέρα που κόβει την ανάσα, στολισμένη με ρόλους-πετράδια. Πόσοι θα μπορούσαν να συγκριθούν μαζί του; Ο Γουαϊνστάιν σαμποτάρει την προβολή της ταινίας. «Είπα στον Χάρβεϊ: Είσαι πραγματικός τζέντλεμαν. Μαχαιρώνεις πάντα τους ανθρώπους κατάστηθα».

Παρέα με τον Χάρβει Καιτέλ -άλλο άπαιχτο άτομο- στο «Youth» του Paolo Sorrentino, το 2015.

Πολύμορφος δίχως νά ‘ναι χαμαιλέων, ο Μάικλ Κέιν συνεχίζει να παίζει ακλόνητος, κάνοντας στο εαυτό του συνεχώς δωράκια, όπως με την τριλογία του Μπάτμαν, που έφτασε τα $ 400 εκατ. στις αίθουσες, και το Inception του Κρίστοφερ Νόλαν (2010). «Γάμα το»: Σιχαίνεται το παρελθόν. Δεν κοιτάει πίσω. Προτιμάει το χλευασμό των ανεκδότων μπροστά στα πιο σημαντικά γεγονότα. Η αγαπημένη του λέξη είναι «αύριο». Ας μην πεθάνει ποτέ.

 

Διαβάστε ακόμα: Τζιν Σίμπεργκ, ένα παράξενο ελάφι.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top