Ο Michael Katz Krefeld γεννήθηκε το 1966 στη Δανία και είναι συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Το 2012 ψηφίστηκε Κορυφαίος Δανός Συγγραφέας Αστυνομικού Μυθιστορήματος.

1

Παρατηρούσε τον γιο του, ο οποίος καθόταν στο πλάι του, στο τραπέζι της ενιαίας με το σαλόνι κουζίνας. Ήταν μέσα Οκτώβρη έξω απ’ το μεγάλο παράθυρο το σούρουπο απλωνόταν σιγά σιγά στον κήπο, κάνοντας τα ισχνά οπωροφόρα δέντρα να διαγράφονται σαν σκοτεινές σιλουέτες στον βραδινό ουρανό. Το χέρι του αγοριού, που μόλις είχε κλείσει τα έξι, κρατούσε σφιχτά το πιρούνι προσπαθώντας να καρφώσει τις τηγανητές πατάτες μέσα απ’ το πιάτο του. Στο άλλο χέρι κρατούσε ένα μπλε αυτοκινητάκι με κάπως ξεθωριασμένη όψη. Στα χαρακτηριστικά του γιου του μπορούσε να διακρίνει ολοκάθαρα τα δικά του: τη μύτη, τις τραβηγμένες προς τα κάτω άκρες των χειλιών, την κοντινή απόσταση ανάμεσα στα μάτια, που πρόσδιδε και στους δυο τους μια σκεπτόμενη έκφραση. Του χάιδεψε τα μαλλιά και ο μικρός δέχτηκε με χαρά τη χειρονομία. Το στρογγυλό πρόσωπο και τις φακίδες τα είχε από τη μητέρα του, η οποία στεκόταν απέναντί τους με γυρισμένη την πλάτη και έβγαζε από τη φριτέζα το καλάθι γεμάτο με ακόμα περισσότερες τηγανητές πατάτες. Άδειασε τις πατάτες στην πιατέλα, δίπλα στα τραγανά βιεννέζικα σνίτσελ που είχε τηγανίσει νωρίτερα στην ίδια φριτέζα.

«Να σου βάλω και λίγα μπιζέλια;» ρώτησε, χωρίς να γυρίσει προς το μέρος του.
«Λίγα ναι, ευχαριστώ». Πήρε μια πετσέτα και την άπλωσε πάνω στο σκουρόχρωμο παντελόνι του. Δεν είχε αλλάξει από την ώρα που γύρισε από το γραφείο φορούσε ακόμα το κοστούμι του και το γαλάζιο πουκάμισο. Μόνο τα σκαρπίνια του είχε αντικαταστήσει με ένα παλιό, φθαρμένο ζευγάρι τσόχινες παντόφλες.
«Δε θέλεις κι εσύ λίγα μπιζελάκια;» Χαμογέλασε στον γιο της. Ο μικρός κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι. «Δε σου αρέσουν τα μπιζέλια;»
Το αγόρι έγνεψε μπουκωμένο. «Μ’ αρέσουν, αλλά είναι τόσο δύσκολο να τα φας».
«Δε μιλάμε με γεμάτο στόμα!»

Κοίταξε τη γυναίκα του, που εκείνη τη στιγμή τον σέρβιρε και κατόπιν έκατσε στη θέση της με το δικό της πιάτο στο χέρι. Την παρατήρησε καθώς άπλωνε την κέτσαπ στις πατάτες της και στο παναρισμένο κρέας. Οι σακούλες κάτω απ’ τα μάτια της και τα τεράστια χείλη της την έκαναν να δείχνει ταλαιπωρημένη και πολύ μεγαλύτερη από τα τριάντα δύο της χρόνια. Τότε που είχαν γνωριστεί τον είχε σκλαβώσει εκείνο το χαμόγελό της, που το έβλεπε σπάνια πια. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι την εξουθένωνε τόσο υπερβολικά, αφού δεν εργαζόταν και το μόνο που την απασχολούσε ήταν το νοικοκυριό. Της γέμισε το ποτήρι με χυμό από την κανάτα. Εκείνη του έγνεψε αμυδρά για να τον ευχαριστήσει.

«Tο βρίσκω πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που με ρωτάς για τη δουλειά μου, αλλά για ποιο λόγο να σε ζαλίζω με λεπτομέρειες που δεν πρόκειται να κατανοήσεις; Λυπάμαι, αλλά αυτή η συζήτηση δεν έχει κανένα νόημα», της είπε.

Ο γιος του είχε αφήσει κάτω το πιρούνι και είχε επικεντρωθεί σε μια διαδρομή με το αυτοκινητάκι του τύπου σλάλομ επάνω στο τραπεζομάντιλο, όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που έβγαλε μια ιαχή εκτελώντας μια εντυπωσιακή στροφή γύρω απ’ το ποτήρι του χυμού του.

«Δεν παίζουμε στο τραπέζι», του έκανε παρατήρηση η μητέρα.
«Άσ’ τον». Ένιωσε αμέσως την έκπληξή της, μια και συνήθως ήταν αυτός που έδινε μεγάλη σημασία στους κανόνες συμπεριφοράς, ειδικά στο τραπέζι, την ώρα του φαγητού. «Πιες τον χυμό σου», είπε χαμογελώντας στον γιο του, ο οποίος άδειασε βιαστικά το ποτήρι του.
«Πώς… πώς ήταν η μέρα σου;» ρώτησε εκείνη με το στόμα γεμάτο.
«Θαυμάσια, ευχαριστώ».
«Τίποτα ιδιαίτερο;».
«Μπα, όχι, τα συνηθισμένα».
«Αλήθεια;» επέμενε εκείνη.
Άφησε κάτω το μαχαίρι και το πιρούνι, σήκωσε την πετσέτα από τα πόδια του και σκούπισε τις άκρες των χειλιών του. «Μη με παρεξηγείς, το βρίσκω πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που με ρωτάς για τη δουλειά μου, αλλά για ποιο λόγο να σε ζαλίζω με λεπτομέρειες που δεν πρόκειται να κατανοήσεις; Λυπάμαι, αλλά αυτή η συζήτηση δεν έχει κανένα νόημα».

Εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια και ξεροκατάπιε την μπουκιά της, βγάζοντας έναν πνιχτό ήχο.
«Ήθελα απλώς… εντάξει, μπορούμε να μιλήσουμε και για κάτι άλλο».
«Σε κατανοώ, αλλά δεν είναι καλύτερα να απολαύσουμε τη βραδινή ηρεμία;»

Αντί να απαντήσει εκείνη, άρχισε να καταπίνει τόσο βιαστικά τις μπουκιές της λες και ήθελε ν’ αφήσει πίσω της το δείπνο όσο το δυνατόν ταχύτερα. Δεν την κατηγορούσε. Ούτε τους ελλιπείς τρόπους της στο τραπέζι σκόπευε να σχολιάσει απόψε. Συνέχισε να τρώει με την ησυχία του, ρίχνοντας άλλη μια ματιά προς τον κήπο από το μεγάλο παράθυρο. Παρατήρησε τα οπωροφόρα, που έμοιαζαν να τον κοιτούν κι αυτά με τη σειρά τους. Αυτά τα παράξενα δέντρα έμοιαζαν να έχουν μια στάση επιτιμητική απέναντί του. Παρόλο που έξω επικρατούσε απόλυτη άπνοια, είχε την εντύπωση πως αυτά ταλαντεύονταν πέρα δώθε, σαν κεφάλια που κουνιόντουσαν με αποδοκιμασία. Ήταν έτοιμος να σηκωθεί και να κλείσει τις κουρτίνες, όταν η γυναίκα του άφησε το πιρούνι της να πέσει με θόρυβο στο πιάτο. Γύρισε να την κοιτάξει. Την είδε να ταλαντεύεται μπρος πίσω στην καρέκλα της, να φέρνει το χέρι της στο μέτωπο και να παίρνει βαθιές ανάσες. Έπειτα ξεροκατάπιε μία ή δύο φορές και στην προσπάθειά της να πιάσει το ποτήρι της το αναποδογύρισε πάνω στο τραπέζι. Το περιεχόμενο απλώθηκε στο τραπεζομάντιλο, σχηματίζοντας μια σκοτεινή λίμνη. «Συ… συγγνώμη», τραύλισε. Προσπάθησε να κρατήσει όρθιο το κεφάλι της και κοίταξε τον γιο της. Ο κορμός του αγοριού είχε ακουμπήσει άκαμπτος στην άκρη του τραπεζιού, ενώ κρατούσε ακόμα το μπλε του αυτοκινητάκι στο χέρι.

Το βιβλίο «Σέχτα» κυκλοφορεί την Πέμπτη 25/1 από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Έβγαλε τότε μια άναρθρη κραυγή και έστρεψε το βλέμμα στον άντρα της. Εκείνος συνέχισε να την κοιτάζει, μασώντας ήρεμα την μπουκιά του. «Όλα καλά. Πήγαινε να ξαπλώσεις». Τον κοίταξε τρομαγμένη, με το στόμα μισάνοιχτο. Το βλέμμα της κύλησε μέχρι το δικό του ποτήρι, που εκείνος δεν το ’χε αγγίξει. «Τι… τι έκανες;». Τέντωσε το ένα της χέρι σε μια προσπάθεια να κρατήσει την ισορροπία της, αλλά την επόμενη στιγμή γλίστρησε από την καρέκλα της, σωριάστηκε στο πάτωμα από λινέλαιο και έμεινε ακίνητη.

Έσκυψε και την κοίταξε, συνεχίζοντας να απολαμβάνει το φαγητό του. Είχε τεντώσει το ένα της χέρι μπροστά, σαν να κολυμπούσε. Κι όμως, η γυναίκα του δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα αθλητική, και μάλιστα αμφέβαλλε αν είχε μάθει ποτέ της κολύμπι σε εκείνη την επαρχία όπου είχε μεγαλώσει.

Αφού ολοκλήρωσε το δείπνο του, σηκώθηκε και πλησίασε στο παράθυρο. Τράβηξε τις μακριές κουρτίνες, αν και τα γέρικα κλαδιά που τόσο τον ενοχλούσαν είχαν πάψει πια να ξεχωρίζουν μέσα στο βαθύ σκοτάδι. Μάζεψε το σερβίτσιο και πέταξε τ’ αποφάγια στον σκουπιδοτενεκέ. Μερικά μπιζέλια τού έπεσαν στο πάτωμα. Έσκυψε να τα μαζέψει. Ο γιος του είχε δίκιο, τα μπιζέλια έκαναν πραγματικά του κεφαλιού τους. Κατά βάθος ευχόταν να είχε λίγο περισσότερο χρόνο με το παιδί. Θα του μάθαινε τότε πώς να τα λιώνει με το πιρούνι, για να τα ελέγχει καλύτερα. Μα τώρα ήταν αργά.

Τοποθέτησε τακτικά τα βρόμικα πιάτα στο πλυντήριο και γύρισε το κουμπί της φριτέζας στο μάξιμουμ. Κατόπιν επέστρεψε στο τραπέζι και σήκωσε τον γιο του στην αγκαλιά του. Τον κουβάλησε ως την κρεβατοκάμαρα, περνώντας από το σαλόνι. Για μια στιγμή σκέφτηκε να μεταφέρει το αγόρι στο δικό του κρεβάτι, αλλά τελικά αποφάσισε, μια και η περίσταση ήταν ιδιαίτερη, να του επιτρέψει να κοιμηθεί στο πλάι της μητέρας του. Αφού τον ακούμπησε στο κέντρο του διπλού κρεβατιού, επέστρεψε στην κουζίνα. Από τη φριτέζα, που είχε αρχίσει να καπνίζει, αναδινόταν μια έντονη μυρωδιά καμένου πλαστικού. Την αμέσως επόμενη στιγμή το υπερθερμασμένο λάδι πήρε φωτιά. Οι φλόγες που πετάχτηκαν πάνω στον τοίχο έμοιαζαν με κοφτερά μαχαίρια. Χρειάστηκε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να σηκώσει τη γυναίκα του απ’ το πάτωμα. Ήταν πιο βαριά απ’ όσο νόμιζε.

Ενώ οι φλόγες αγκάλιαζαν τα ντουλάπια της κουζίνας κι άρχιζαν να εξαπλώνονται με αυξανόμενη ταχύτητα, τη μετέφερε στο υπνοδωμάτιο και την ξάπλωσε δίπλα στον γιο της. Τους έβγαλε τα παπούτσια, αλλά τους άφησε τα ρούχα. Έπειτα σταύρωσε τα χέρια τους στο στήθος, σαν να τους τοποθετούσε σε φέρετρο. Κάθισε κι αυτός με τη σειρά του στο κρεβάτι και έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες του. Στο τέλος πέταξε το σακάκι του στο πάτωμα και ξάπλωσε δίπλα στη γυναίκα και στο παιδί του.

Για όλα υπήρχαν κανόνες και σωστή μεθοδολογία, απ’ τον χειρισμό πεισματάρικων μπιζελιών μέχρι την αυτοκτονία. Ο ίδιος ήξερε καλύτερα από τον καθένα ότι ο κόσμος υπάκουε σε προαποφασισμένους, συστημικούς κανόνες.

Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να ηρεμήσει, μα δεν τα κατάφερνε και πολύ καλά. Σκέφτηκε να σηκωθεί και να πιει κι αυτός ένα ποτήρι από τον χυμό με το αναισθητικό, αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν ένδειξη δειλίας εκ μέρους του. Του άξιζε να νιώσει τις φλόγες στο ζωντανό κορμί του. Ο μαύρος καπνός που πλημμύρισε το δωμάτιο του έφερε βήχα. Άκουγε το τσιτσίρισμα της φωτιάς να εξαπλώνεται με σταθερό ρυθμό σε όλο το διαμέρισμα. Χάραζε με λύσσα τον δρόμο της περνώντας από το σαλόνι, κατάπινε το παρκέ και κοντοζύγωνε από τα ξύλινα δοκάρια της οροφής. Σίγουρα θα είχε καταστρέψει ήδη τους πίνακες στους τοίχους, ανάμεσά τους έναν πανάκριβο Χέρουπ, ενώ θα είχε μετατρέψει σ’ ένα σωρό καυσόξυλα το πιάνο με ουρά, μάρκας Hornung & Møller. Μπορούσε ν’ ακούσει τις φλόγες που πλησίαζαν μ’ ένα βραχνό τρίξιμο. Ένιωθε τη ζέστη μέσα απ’ τους λεπτούς τοίχους, οι οποίοι σύντομα θα κατέρρεαν μέσα σε μια πύρινη κόλαση. Ο τσουχτερός καπνός έκαιγε τα μάτια του, παρόλο που τα κρατούσε κλειστά. Εισέβαλλε ακόμα και στο λαρύγγι του, απειλώντας να τον πνίξει.

Για ένα πράγμα μετάνιωνε μόνο: που είχε αφήσει εκείνο το αποχαιρετιστήριο γράμμα στη δουλειά, πάνω στο γραφείο του. Εκείνη τη στιγμή, όμως, του είχε φανεί σωστό. Σαν κάτι που όφειλε να κάνει όποιος έπαιρνε μια τόσο σημαντική απόφαση. Κάτι σαν τους καλούς τρόπους στο τραπέζι. Άλλωστε για όλα υπήρχαν κανόνες και σωστή μεθοδολογία, απ’ τον χειρισμό πεισματάρικων μπιζελιών μέχρι την αυτοκτονία. Ο ίδιος ήξερε καλύτερα από τον καθένα ότι ο κόσμος υπάκουε σε προαποφασισμένους, συστημικούς κανόνες.

//Το βιβλίο «Σέχτα», του Michael Katz Krefeld, κυκλοφορεί την Πέμπτη 25/1 από τις εκδόσεις Ψυχογιός

 

Διαβάστε ακόμα: Σταμάτης Κριμιζής – «Επόμενος προορισμός ο Ήλιος, εκτόξευση 31 Ιουλίου 2018»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top