«Ο θάνατός της μητέρας μου ήταν ένα γεγονός που με καθόρισε και με έχει αλλάξει πολύ».

O ίδιος λέει, και όχι από σεμνότητα αλλά επειδή το πιστεύει, ότι όταν ξεκίνησε δεν πιστεύει πως είχε ταλέντο. Μπορεί να μην είχε ιδιαίτερο, όπως ισχυρίζεται. Δεν ξέρω όμως ούτε μπορώ να φανταστώ πώς κάποιος χωρίς κάτι μοναδικό και ξεχωριστό μπορεί σε λίγα χρόνια να μεταμορφωθεί σε έναν τέτοιο ηθοποιό. Ο Μιχάλης Σαράντης δεν είναι απλώς ένας χαρισματικός καλλιτέχνης – είναι ένας αφοπλιστικός καλλιτέχνης.

Σκέφτεται και γεννά όσα νους δεν μπορεί εύκολα να συναντήσει και στη σκηνή αφήνεται σε κίνηση, λόγο, ενέργεια που θα συνεπάρει και τον πιο ακλόνητο κριτή. Και όταν κάθεται απέναντί σου και ομολογεί χωρίς φόβο τη ζωή του, από το πιο βαθύ γλίστρημα ως το πιο ψηλό ανέβασμα, με την ίδια σοβαρότητα και στιβαρότητα, καταλαβαίνεις ότι αυτός ο άνθρωπος που δεν παίρνει τίποτα για πλάκα, μας επιφυλάσσει πολλά συγκινητικά ακόμα on stage.

– Κάτι πολύ διαφορετικό παίζει με τον «Αίαντα»… Πώς ανεβάζετε αυτή την πρωτότυπη παράσταση;
Είχα μια ιδέα εδώ και αρκετά χρόνια που αφορούσε και έναν από τους καλύτερούς μου φίλους, τον ζωγράφο Απόστολο Χαντζαρά. Στην ουσία η παράσταση είναι, με έναν τρόπο, η συνέχεια της ζωής μας. Πάνω στη σκηνή, ο Αποστόλης ζωγραφίζει κι εγώ αφηγούμαι. Δηλαδή, ένας ζωγράφος και ένας ηθοποιός συν-αφηγούμαστε την ιστορία του «Αίαντα», υπό τη σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη. Εγώ κάνω όλους τους ρόλους και ο Αποστόλης ζωγραφίζει διάφορες εικόνες και μνήμες του έργου.

Ο Μιχάλης Σαράντης παρακολουθεί εντατικά τον ζωγράφο Απόστολο Χαντζαρά την ώρα της δημιουργίας των μονοτυπιών του.

– Πώς ξεκίνησε αυτή η ιδέα;
Είχα πάει μια μέρα στο εργαστήρι του Αποστόλη και του μίλαγα για τον «Αίαντα», ένα από τα πολύ αγαπημένα μου έργα. Οσο του μιλάω, εκείνος ζωγραφίζει, χωρίς να βλέπω τι κάνει. Κάποια στιγμή, μου λέει, «να, πάρε έναν Αίαντα». Αυτό λοιπόν ήταν ένα «σποράκι» που φυτεύτηκε στο κεφάλι μου, πάνε τρία-τέσσερα χρόνια από τότε που έγινε, και με τα πολλά, αποφάσισα ότι είναι κάτι που θα ήθελα να κάνουμε και να το δει ο κόσμος. Επειδή μάλιστα εμπιστεύομαι απόλυτα τον Γιώργο (Νανούρη) και το πώς χειρίζεται ειδικά τις παραστάσεις μικρής κλίμακας, του ζήτησα να το αναλάβει.

– Πώς αντέδρασε όταν του είπες την ιδέα σου;
Πήγα ένα απόγευμα στο σπίτι του, του εξήγησα τι είχα σκεφτεί και του είπα ότι, ασφαλώς, δεν θα μπορούσα να το κάνω μόνος μου. Του άρεσε πάρα πολύ η ιδέα μου, αλλά από εκεί μέχρι το να το κάνεις ολόκληρη παράσταση χρειάζεται ταλέντο και φαντασία. Ο Γιώργος δεν λειτούργησε απλώς εκτελεστικά. Δεθήκαμε γρήγορα και οι τρεις, γιατί μαγεύτηκε κι εκείνος από τη δουλειά του Αποστόλη. Νομίζω ότι ο κόσμος δεν θα έχει ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ο Αποστόλης, πέρα από το ότι ζωγραφίζει πάνω σε καμβάδες, έχει αναπτύξει τη μέθοδο της μονοτυπίας: δηλαδή, φαντάσου ένα γυάλινο τραπέζι, στο οποίο ζωγραφίζει -αρκετά γρήγορα, είναι πολύ εκπαιδευμένος- και μετά παίρνει ένα χαρτί, το ακουμπάει επάνω στη ζωγραφιά και ουσιαστικά την τυπώνει. Αυτό λέγεται μονοτυπία, γιατί γίνεται μία φορά. Είναι σαν να έχουμε φτιάξει ένα εργαστήριο ζωγραφικής πάνω στη σκηνή του Βεάκη.

«Σε μια στιγμή μπορούν να αλλάξουν όλα και στη ζωή σου αυτό που ήταν κανονικό να γίνει μνήμη».

– Ποια είναι η ιστορία του Αίαντα;
Ο Αίας ήταν ο μεγαλύτερος πολεμιστής στην Τροία, μετά τον Αχιλλέα. Μετά τον θάνατο του Αχιλλέα λοιπόν, ο αμέσως καλύτερος πολεμιστής δικαιούται τα όπλα του -κάτι το οποίο είναι θέμα τιμής και ανδρείας. Αντί όμως να πάνε τα όπλα στον Αίαντα, πηγαίνουν στον Οδυσσέα, ο οποίος εμφανίζεται και λέει ότι τα δικαιούται αυτός. Γίνεται τότε μια δολοπλοκία και μέσα από μια νοθευμένη ψηφοφορία, αποφασίζουν οι Ατρείδες, ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνονας, που ήταν οι αρχηγοί του ελληνικού στρατού, τα όπλα να τα πάρει ο Οδυσσέας. Ο Αίας τότε θέλει να εκδικηθεί και σκέφτεται να τους σφάξει όλους. Εμφανίζεται όμως η Αθηνά, του θολώνει το μυαλό και αντί αυτός να ορμήξει στους συμπολεμιστές του, ορμάει στα κοπάδια του στρατού και αρχίζει και σφάζει κατσίκια και ταύρους. Οταν συνέρχεται και βλέπει τι έχει κάνει, θεωρεί ότι ντροπιάστηκε και αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Είναι ο πρώτος καταγεγραμμένος ήρωας της Ιστορίας που αυτοκτονεί.

«Η μαμά μου ήταν πολύ γλυκιά, τρυφερή αλλά και δυναμική ταυτόχρονα -μια κούκλα ήταν, αλλά έχει φύγει εδώ και τρία χρόνια» (Credits: Γιώργος Καπλανίδης).

– Γιατί αγαπάς τόσο πολύ αυτή την ιστορία; Τι είναι αυτό που σε ιντριγκάρει;
Η προσωπικότητα του ήρωα, που είναι το μισό έργο. Γιατί ο πρωταγωνιστής πεθαίνει στη μέση. Το άλλο μισό είναι που εμφανίζεται ο αδελφός του Αίαντα, ο Τεύκρος, και θέλει να τον θάψει. Λόγω της αυτοχειρίας του όμως, και του μένους που τρέφουν για αυτόν ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνονας, δεν το επιτρέπουν και διατάζουν να μείνει το σώμα του άταφο. Το έργο αυτό λοιπόν μου αρέσει γιατί κατ’ αρχάς περνάνε όλοι οι ομηρικοί ήρωες οι οποίοι ζητούν, απαιτούν και έχουν αγωνίες σαν να είναι κανονικοί άνθρωποι. Kι εγώ με αυτούς τους μύθους έχω μεγάλη λαχτάρα από παιδί. Στο θέατρο μου αρέσουν πιο πολύ, ομολογώ, τα έργα που έχουν ειδικό βάρος και μέγεθος. Μου αρέσει το παραμύθι, μου αρέσει να έρχομαι αντιμέτωπος με μεγάλα έργα.

– Αρα δεν είναι τυχαίο που επέλεξες αυτό το επάγγελμα. Το ήθελες από μικρός;
Οχι, δεν σκεφτόμουν κάτι τέτοιο. Επαιζα βέβαια σε παραστάσεις του σχολείου και μου άρεσε. Μεγάλωσα στον Κεραμεικό, αλλά μαζί με τις τρεις αδελφές μου πηγαίναμε σε ιδιωτικό σχολείο στο Μοσχάτο, γιατί εκεί ήταν η δουλειά των γονιών μου και ήθελαν να ήμαστε κοντά, αλλά και σε ένα καλύτερο σχολείο. Αυτό δημιούργησε στην παιδική ηλικία και στην εφηβεία μου, δύο κόσμους. Γιατί το πρωί ήμουν στο σχολείο με κάποια παιδιά και το απόγευμα ήμουν στη γειτονιά με άλλα παιδιά. Αυτά τα δύο σύνολα δεν έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους, υπήρχε μια ταξική διαφορά.

«Ολη μου η ζωή είναι ταγμένη στη δουλειά μου. Γενικά σκέφτομαι τη δουλειά συνέχεια».

– Αυτό πώς το αντιμετώπιζες εσύ;
Εκ των υστέρων καταλαβαίνω ότι ο τρόπος με τον οποίο ήμουν παρών, και από κει και από δω, μου δείχνει ότι μπορούσα να είμαι καλά και στις δύο καταστάσεις. Μπορώ να πω μάλιστα ότι αυτό με δυνάμωσε και με έκανε να μπορώ να σταθώ παντού. Γιατί ως έφηβος είχα ζήσει και κάποια άσχημα πράγματα στη γειτονιά.

– Η έντονη γυναικεία παρουσία στο σπίτι, μια που μου λες ότι ήταν τέσσερα γυναικεία πρόσωπα, τι θεωρείς ότι σου έδωσε;
Πέντε γυναίκες – γιατί ήταν και η γιαγιά μαζί μας. Πρώτα απ’ όλα δεν είχα ποτέ στη ζωή μου αυτούς τους διαχωρισμούς, άντρας – γυναίκα, ανώτερος – κατώτερος και όλα αυτά. Ισα ίσα, μπορώ να πω ότι η οικογένειά μου ήταν μητριαρχική. Η γιαγιά μου ήταν ένας άνθρωπος που κινούσε τα νήματα αόρατα -κι αυτό εκ των υστέρων το κατάλαβα. Κι εγώ επειδή ήμουν ο αγαπημένος της, την πλήρωνα για όλα. Η μαμά μου ήταν πολύ γλυκιά, τρυφερή αλλά και δυναμική ταυτόχρονα -μια κούκλα ήταν, αλλά έχει φύγει εδώ και τρία χρόνια. Ο θάνατός της ήταν ένα γεγονός που με καθόρισε και με έχει αλλάξει πολύ – το πώς δηλαδή σε μια στιγμή μπορούν να αλλάξουν όλα και το πώς στη ζωή σου αυτό που ήταν κανονικό γίνεται μνήμη. Αυτό δεν μπορώ να το ξεπεράσω και δεν θέλω κιόλας – θέλω να είναι παρούσα μέσα μου. Ασε που πλέον οι αδελφές μου είναι ίδιες με τη μάνα μου.

«Δεν θεωρώ ότι ήμουν από τους ταλαντούχους στη σχολή. Δεν είπε κανείς ότι είμαι φαινόμενο!» (Credits: Γιώργος Καπλανίδης).

– Εχεις άγχος με τον θάνατο;
Ναι έχω, γιατί και στη στενότερη και στην ευρύτερη οικογένεια ζήσαμε πολλές αρρώστιες. Η μαμά μου έφυγε από καρκίνο, ο μπαμπάς μου είχε καρκίνο, ο θείος μου το ίδιο. Δεν το σκέφτομαι συνέχεια, ούτε το δαιμονοποιώ, αλλά γενικά προσπαθώ να φροντίζω την υγεία μου. Βέβαια από την άλλη, δεν πηγαίνω εύκολα στον γιατρό.

– Μήπως αναζητούσες αποκούμπι ή αντίβαρο από όσα ζούσες; Μήπως για αυτό  το θέατρο;
Δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω. Τυχαία ήρθαν όλα. Αρχισα να κάνω παρέα με δύο ζωγράφους -ο ένας είναι ο Αποστόλης που είμαστε μαζί στον «Αίαντα»- και ξαφνικά βρέθηκα σε έναν χώρο που ήταν γεμάτος ζωγραφιές και μουσικές. Μέσα από τον Τσαρούχη και τον Χατζιδάκι, αποφάσισα να δώσω εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης και με δέχτηκαν. Αρχισα να δουλεύω από το πρώτο έτος, όταν με πήρε ο Νίκος Μαστοράκης και έκανα τον Λύσανδρο και γενικά έτσι ξεκίνησε η πορεία μου.

– Σε δυσκόλεψε κάτι στην αρχή ή είχες άγνοια κινδύνου, ας πούμε;
Είχα φοβερή άγνοια κινδύνου, ειδικά στην πρώτη παράσταση. Είχα ανεπανάληπτο θάρρος και θράσος -όχι από έπαρση αλλά σαν το παιδί που είναι μες στη χαρά και τη δροσιά και λέει σε όλα «πάμε, δεν με σταματάει τίποτα». Και όσο μπορώ, ακόμα το κρατάω. Δεν είναι εύκολο, αλλά πρέπει να συντηρείς λίγο την παιδικότητα και τον αυθορμητισμό. Θεωρώ πάντως ότι είμαι πάρα πολύ τυχερός, και γιατί κάνω αυτό που αγαπάω και γιατί δεν έχω συναντήσει μεγάλα εμπόδια -πέραν του εαυτού μου. Γιατί εγώ ήμουν εκείνος που έπρεπε να αποφασίσω κάποια στιγμή ότι αυτό το πράγμα δεν γίνεται με απλό τρόπο.

«Θεωρώ πάντως ότι είμαι πάρα πολύ τυχερός, και γιατί κάνω αυτό που αγαπάω και γιατί δεν έχω συναντήσει μεγάλα εμπόδια» (Credits: Γιώργος Καπλανίδης).

– Αυτό πότε το συνειδητοποίησες;
Το συνειδητοποίησα όταν με τα χρόνια είδα ότι με αυτό που κάνω, δεν είμαι ικανοποιημένος εγώ, δεν μου αρκεί. Και τότε με έναν τρόπο αποφάσισα ότι εφόσον είμαι από τους τυχερούς που κάνω και ζω από αυτό που αγαπάω και μου πάνε και όλα καλά, πρέπει να το κάνω όπως του αξίζει. Δεν θεωρώ ότι πριν έκανα εκπτώσεις, απλώς ήταν ένα στάδιο που έπρεπε να περάσω. Τώρα όλη μου η ζωή είναι ταγμένη στη δουλειά μου.

– Πώς το εννοείς ακριβώς;
Εννοώ ότι διαβάζω αρκετά, δουλεύω πολύ στις πρόβες, αθλούμαι, για να αντέχει και το σώμα μου, γιατί κάποιες παραστάσεις το χρειάζονται κι αυτό πέρα από τον λόγο. Γενικά σκέφτομαι τη δουλειά συνέχεια -δεν εννοώ ότι δεν με ενδιαφέρει ο κόσμος γύρω μου, αλλά το θέατρο με απορροφά πολύ.

– Νιώθεις ότι έχεις μία εσωτερική ευχέρεια, την οποία οφείλεις να τιμήσεις, όσον αφορά τη δουλειά σου;
Οχι, δεν θεωρώ ότι ήμουν από τους ταλαντούχους στη σχολή. Δεν είπε κανείς ότι είμαι φαινόμενο! Νιώθω όμως ότι κάποια στιγμή έγινε ένα κλικ -όχι συνειδητά- αλλά από κει και ύστερα δούλεψα πολύ. Επίσης από πολύ νέος ήρθα σε επαφή με ανθρώπους όπως ο Θωμάς Μοσχόπουλος, ο Νίκος Καραθάνος, ο Παπαβασιλείου, μετά με τον Δημήτρη Καρατζά, που συνεργαζόμαστε και είμαστε και φίλοι. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν έχουν και κάποιες απαιτήσεις από σένα πάνω στη δουλειά. Ομως κι εγώ τους εμπιστεύομαι και κάνω αυτό που μου ζητάνε.

«Δεν μου κάνει καλό να νιώθω καταξιωμένος. Οχι για να μην την ψωνίσω, καμία σχέση, αλλά επειδή δεν θέλω να καταφεύγω σε ευκολίες».

– Μπαίνεις εύκολα σε νέες επαγγελματικές σχέσεις ή προτιμάς να δουλεύεις με ανθρώπους που ήδη γνωρίζεις;
Οχι, δεν μπαίνω εύκολα, ακόμη και με τον Αιμίλιο Χειλάκη, που πέρυσι παίξαμε πρώτη φορά μαζί, είναι μια σχέση που προϋπήρχε, τον ξέρω εδώ και δέκα χρόνια. Δεν θα πω βέβαια όχι, αν έρθει κάποιος να μου κάνει μια πρόταση, αλλά γενικά όλο το σύμπαν μου αυτή την περίοδο είναι με ανθρώπους που νιώθω πολύ ζεστά.

– Η σχέση σου με την τηλεόραση;
Σε γενικές γραμμές, είμαι επιλεκτικός. Οχι βέβαια ότι είχα ένα τσουβάλι προτάσεις και δεν δεχόμουν, απλώς μάλλον ό,τι εκπέμπεις, σου έρχεται. Αυτό συμβαίνει και στη ζωή και στις σχέσεις μας και στους φίλους μας -αυτοί που εμπνέεις, αυτοί θα έρθουν δίπλα σου.

«Δεν θα πω όχι, αν έρθει κάποιος να μου κάνει μια πρόταση, αλλά γενικά όλο το σύμπαν μου αυτή την περίοδο είναι με ανθρώπους που νιώθω πολύ ζεστά».

– Και το «Λόγω Τιμής» κάπως έτσι ήρθε;
Και τον Λάμπη Ζαρουτιάδη και τη Μιρέλλα Παπαοικονόμου τους ήξερα από τα Κύθηρα. Κάποια στιγμή με κάλεσε ο Λάμπης, μου είπε ότι με ήθελε για έναν ρόλο κι έτσι προχωρήσαμε. Κάναμε και στα Κύθηρα γυρίσματα και ήταν ό,τι καλύτερο -δουλειά στο αγαπημένο μου μέρος. Η συνεργασία μας ήταν άψογη και τους ευχαριστώ πραγματικά που με εμπιστεύθηκαν.

– Νιώθω πάντως ότι ως ηθοποιός είσαι καταξιωμένος, χωρίς να είσαι celebrity. Αντιλαμβάνεσαι τι λέω;
Κατ’ αρχάς με χαροποιεί αυτό που μου λες, αλλά όχι, δεν εισπράττω κάτι τέτοιο και δεν χρειάζεται κιόλας να το ξέρω. Δεν μου κάνει καλό να νιώθω καταξιωμένος. Οχι για να μην την ψωνίσω, καμία σχέση, αλλά επειδή δεν θέλω να καταφεύγω σε ευκολίες. Η δουλειά μου με απασχολεί επί της ουσίας.

– Από ποιους ακούς την κριτική τους; Οι δικοί σου τι σου λένε;
Με τους δικούς μου συγκινούμαι όταν μου λένε κάτι, μπορεί και να με πιάσουν τα κλάματα, λειτουργώ πολύ συναισθηματικά μαζί τους. Γενικά όμως ακούω τους ανθρώπους που εμπιστεύομαι, γιατί ξέρω ότι θα μου πουν πράγματα για το καλό μου. Επίσης θα ακούσω τι θα μου πουν και άνθρωποι οι οποίοι δεν με ξέρουν καθόλου, αλλά έχουν έρθει και έχουν πληρώσει να δουν μια παράσταση στην οποία παίζω. Εξάλλου από αυτό ζω, οπότε αν έρθει κάποιος να μου πει για κάτι που του άρεσε ή δεν του άρεσε, θα τον ακούσω με μεγάλη προσοχή. Επίσης, ακούω πάρα πολύ τον εαυτό μου και είμαι πολύ αυστηρός.

«Οσο και να μιλάμε για έναν ηθοποιό, είναι το μισό. Αν δεν υπάρχει το άλλο μισό, που είναι ο κόσμος, δεν γίνεται τίποτα».

– Θα ήθελες να σκηνοθετήσεις;
Δεν είμαι σ’ αυτή τη φάση. Εχω κάνει μια σκηνοθεσία παλιότερα, στο Bios, το «Λεόντιος και Λένα» του Μπίχνερ, ένα καταπληκτικό έργο, με το οποίο θα μπορούσε κάποιος να ασχοληθεί μια ζωή. Το έκανα, με τρομερή αφέλεια αλλά και πολλή δουλειά, πήγε ωραία και το ευχαριστηθήκαμε όλοι, αλλά πέρασα τεράστιο βασανιστήριο με τον εαυτό μου. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό το πράγμα τώρα. Εξάλλου μ’ αρέσει πάρα πολύ να παίζω.

– Τη σχέση με το κοινό πώς τη βλέπεις;
Είναι εντελώς αμφίδρομη, δεν γίνεται αλλιώς. Οσο και να μιλάμε για έναν ηθοποιό, είναι το μισό. Αν δεν υπάρχει το άλλο μισό, που είναι ο κόσμος, δεν γίνεται τίποτα. Αυτό που κάνουμε, θέλουμε να το δει ο κόσμος. Οταν κάνουμε πρόβες για ένα έργο, έρχεται κάποια στιγμή που λέμε, τώρα πρέπει να το δει ο κόσμος. Πρέπει δηλαδή να ολοκληρωθεί το παζλ και τα υπόλοιπα κομμάτια του είναι ο κόσμος.

 

//IΝFO
«Ονειρο Καλοκαιρινής Νύχτας», Τετάρτη με Κυριακή και «Αίας», Δευτέρα και Τρίτη.
Θέατρο Βεάκη, Στουρνάρη 32, Αθήνα, τηλ. 21 0522 3522

 

Διαβάστε ακόμα: Βλαδίμηρος Κυριακίδης – «Είμαι παλιάς κοπής άνθρωπος».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top