«Η ιστορία αυτή –τα περισσότερα μυθιστορήματα του Κούντερα είναι παραλλαγές πάνω στο θέμα της– υποτίθεται ότι συνέβη πραγματικά αλλά, συνέβη-δεν συνέβη, έχει ακαταμάχητη ψυχολογική πειστικότητα κι εκφράζει με απολαυστικό τρόπο μιαν αλήθεια που δεν θα λέγαμε ότι είναι απολαυστική» (Credits: AFP).

Γύρω από τον Μίλαν Κούντερα υπάρχει μια νόστιμη ιστορία, που απ’ όσο ξέρω δεν έχει βρει θέση σε κανένα βιβλίο του, αν και μπορεί κανείς να πει ότι τα περισσότερα μυθιστορήματά του είναι παραλλαγές πάνω στο θέμα της. Η ιστορία αυτή υποτίθεται ότι συνέβη πραγματικά αλλά, συνέβη-δεν συνέβη, έχει ακαταμάχητη ψυχολογική πειστικότητα κι εκφράζει με απολαυστικό τρόπο μιαν αλήθεια που δεν θα λέγαμε ότι είναι απολαυστική. Την ξαναθυμήθηκα αυτή την ιστορία τώρα τελευταία, που φούντωσε άλλη μια φορά η συζήτηση γύρω από τα όρια της ελευθερίας της τέχνης και το αν ο καλλιτέχνης έχει ή όχι το δικαίωμα να είναι ασεβής.

Όταν ο Κούντερα εγκατέλειψε τη σοβιετοκρατούμενη πατρίδα του και κατέφυγε στη Γαλλία, οι δυτικοί δημοσιογράφοι τού ζητούσαν επίμονα να τους πει πώς έζησε τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Ο Κούντερα ήξερε ότι περίμεναν από αυτόν μια μελοδραματική περιγραφή, που αφενός θα προκαλούσε την εύκολη, γιατί αυτονόητη, συμπάθεια των αναγνωστών τους, αφετέρου θα επιβεβαίωνε τα στερεότυπα της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας. Του ζητούσαν, δηλαδή, μια κιτς αφήγηση. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το κιτς: η καλολογική επεξεργασία και η συγκινησιακή εκμετάλλευση του στερεότυπου. Εκείνο που ήθελαν από τον Κούντερα ήταν ό,τι θέλει και ο ρεπόρτερ που ρωτάει τον Ριβάλντο πώς αισθάνεται όταν δίνει χαρά στους φίλους του Ολυμπιακού με τα γκολ του. Ένας τύπος σαν τον Κούντερα δεν υπήρχε περίπτωση να ικανοποιήσει τέτοια απαίτηση, όσο μισητοί κι αν του ήταν οι Σοβιετικοί και ο κομμουνισμός τους. Απαυδισμένος, λοιπόν, από αυτές τις δημοσιογραφικές οχλήσεις, διηγήθηκε την ιστορία που προανήγγειλα.

«Εκείνο τον καιρό ο Κούντερα είχε, λέει, στην Πράγα μια ερωμένη (πάλι), αλλά είχε αρχίσει να τον κουράζει η σχέση μαζί της και, ακόμα χειρότερα, φοβόταν πως η γυναίκα του κάτι μυριζόταν». (Στη φωτογραφία ο Μίλαν Κούντερα με τη σύζυγό του, τη συνθέτρια και μουσικό Βέρα Χραμπάνκοβα, τη χρονιά του γάμου τους, το 1967).

Εκείνο τον καιρό είχε, λέει, στην Πράγα μια ερωμένη (πάλι), αλλά είχε αρχίσει να τον κουράζει η σχέση μαζί της και, ακόμα χειρότερα, φοβόταν πως η γυναίκα του κάτι μυριζόταν. Αποφάσισε, λοιπόν, να βάλει τέλος στον παράνομο δεσμό. Κανόνισε ένα ραντεβού για καφέ με την κοπέλα και της εξήγησε όσο πιο μαλακά μπορούσε ότι έπρεπε να διακόψουν. Η κοπέλα έβαλε τα κλάματα, έπειτα θύμωσε, του είπε ότι δεν θα ξεμπέρδευε έτσι εύκολα μαζί της και στο τέλος τον απείλησε ότι θα ερχόταν στο σπίτι του και θα έκανε σκηνή μπροστά στη γυναίκα του.

Ο Κούντερα έμεινε ανένδοτος. Αποχαιρέτησε την κοπέλα, γύρισε στο σπίτι του κι έπεσε να κοιμηθεί. Είχε αρχίσει όμως να τον τρώει η ανησυχία και ο ύπνος του ήταν ταραγμένος: λες να πραγματοποιήσει εκείνη η παλαβή την απειλή της;

«Η κοπέλα έβαλε τα κλάματα και στο τέλος τον απείλησε ότι θα ερχόταν στο σπίτι του και θα έκανε σκηνή μπροστά στη γυναίκα του».

Κατά τα χαράματα ακούγονται άγρια χτυπήματα στην εξώπορτα. Ο Κούντερα πετάγεται αλαφιασμένος και είναι σίγουρος πως είναι η ερωμένη του. Παράλυτος από τον τρόμο βλέπει τη γυναίκα του να σηκώνεται από το κρεβάτι, να φοράει βιαστικά τη ρόμπα της και να πηγαίνει ν’ ανοίξει. Η κυρία Κούντερα διασχίζει ήδη το χολ όταν αυτός τινάζεται από το κρεβάτι, τρέχει στο μπάνιο και κλειδώνεται μέσα. Κάθεται πάνω στη λεκάνη της τουαλέτας, σκεπάζει το κεφάλι του με τα χέρια του και περιμένει να ξεσπάσει η θύελλα.

Πράγματι, έπειτα από λίγο η γυναίκα του αρχίζει να κοπανάει την πόρτα του μπάνιου. Ο Κούντερα ζαρώνει πάνω στη λεκάνη. «Μίλαν, άνοιξε!» ακούει απ’ έξω. Ο Κούντερα δεν ανοίγει και δεν μιλάει, μόνο ζαρώνει κι άλλο. «Μίλαν, άνοιξε σου λέω!» ακούγεται πάλι η γυναίκα του, ακόμα πιο αλαφιασμένη τώρα. «Εισέβαλαν οι Ρώσοι! Η Πράγα είναι γεμάτη ρωσικά τανκς!»

Και ο Κούντερα κατέληξε ως εξής: «Ε, λοιπόν, παιδιά, δεν φαντάζεστε πόσο ανακουφίστηκα που ήταν τα τανκς και όχι εκείνη η τύπισσα!»

«Μίλαν, άνοιξε σου λέω!» ακούγεται πάλι η γυναίκα του, ακόμα πιο αλαφιασμένη τώρα. «Εισέβαλαν οι Ρώσοι! Η Πράγα είναι γεμάτη ρωσικά τανκς!».

Η ιστορία είναι κατάφωρα ασεβής. Το γέλιο που μας προκαλεί είναι πέρα για πέρα βλάσφημο. Γιατί, τι μας λέει ο Κούντερα, με τρόπο που μας κάνει να συνταυτιστούμε μαζί του, να γίνουμε δηλαδή συνένοχοί του; Ότι η υποδούλωση της πατρίδας του τού φάνηκε μικρότερο κακό από την αποκάλυψη της μουρνταριάς του· ότι εκείνη την κρίσιμη για το έθνος του και για ολόκληρο τον κόσμο στιγμή, η ελευθερία, η δημοκρατία, τ’ ανθρώπινα δικαιώματα, η παγκόσμια ειρήνη κ.λπ. κ.λπ. είχαν μικρότερη αξία στα μάτια του απ’ όση η αποτροπή ενός τρικούβερτου συζυγικού καβγά! Αν αυτό δεν είναι χλευασμός κάθε ιδανικού, προσβολή κάθε μορφής πίστης σε κάτι ανώτερο από το Εγώ μας, τότε τι είναι;

«Ε, λοιπόν, δεν φαντάζεστε πόσο ανακουφίστηκα που ήταν τα τανκς και όχι εκείνη η τύπισσα!».

Στην πραγματικότητα, όμως, ασεβής δεν είναι ο Κούντερα, η ιστορία του, η τέχνη του, αλλά η ίδια η ζωή. Αν διηγούνταν αυτή την ιστορία ένας απολιτικός, αναίσθητος, χυδαίος Τσέχος, δεν θα γελούσαμε καθόλου, αντίθετα θ’ αγανακτούσαμε. Αλλά τη διηγείται ένας ανυπότακτος συγγραφέας, του οποίου η ευαισθησία, η πολιτικότητα, η πνευματικότητα είναι δεδομένες για τους ακροατές του. Και προπαντός τέτοιους ανθρώπους διαλέγει η ζωή για να τους προσβάλει βάναυσα, φανερώνοντας το ασεβές πρόσωπό της, τη δική της ανυποταξία στις ανθρώπινες πεποιθήσεις. Γιατί, ας μην ξεχνάμε, η ζωή δεν βρίσκεται μόνον εκεί έξω αλλά και μέσα μας. Είναι και τα ψυχικά αυθαίρετά μας, που δεν εντάσσονται στο σχέδιο πόλης των ιδεών μας.

Το βιβλίο «Η νοσταλγία της πραγματικότητας» (Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας) περιέχει λογοτεχνικές κριτικές και δοκίμια του Δημοσθένη Κούρτοβικ που καλύπτουν την περίοδο 2002-2013.

Μόνο δύο τρόποι υπάρχουν για ν’ αποφεύγει κανείς τέτοιες προσβολές: να ζει χωρίς να πιστεύει σε τίποτα ή να πιστεύει χωρίς να ζει. Ο πρώτος είναι η τακτική των μηδενιστών, μολονότι όχι μόνον είναι αμφίβολο αν υπάρχουν πραγματικοί, συνεπείς μηδενιστές, αλλά και οι κατά δήλωσίν τους μηδενιστές μπορεί ν’ αποδειχτούν πιο τρωτοί απ’ όσο οι ιδεολόγοι και οι ευσεβείς. Τον δεύτερο τρόπο τον επιλέγουν οι φανατικοί. Οι φανατικοί όλων των ειδών. Αυτοί γενικά τα καταφέρνουν καλύτερα στο να εξοντώνουν γύρω τους και μέσα τους ό,τι τους ενοχλεί.

Όσο για εμάς τους άλλους, που πιθανώς είμαστε και οι περισσότεροι, ας μάθουμε ν’ ανεχόμαστε την ασέβεια της τέχνης προς τα πιστεύω μας με τον ίδιο τρόπο που βρίσκουμε αστεία την ιστορία του Κούντερα: όχι ως παραχώρηση σ’ ένα στείρο και χαύνο σχετικισμό ούτε βέβαια ως κατάφαση στον αμοραλισμό, αλλά ως αναγνώριση των αδυναμιών μας, που κάνουν την ανθρώπινη κατάσταση πιο ενδιαφέρουσα από κάθε ιδεολογία και τον πιστό πιο ενδιαφέροντα από την πίστη του.

«Ας μάθουμε ν’ ανεχόμαστε την ασέβεια της τέχνης προς τα πιστεύω μας με τον ίδιο τρόπο που βρίσκουμε αστεία την ιστορία του Κούντερα».

Το συζυγικό γουδοχέρι ή τα τανκς; Καμιά ηθική θεωρία δεν μπορεί να λύσει αυτό το δίλημμα. Καμιά δεν μπορεί άλλωστε να το πάρει στα σοβαρά. Ο φιλόσοφος, ο ιδεολόγος, ο ζηλωτής δεν καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα σε μεγέθη που δεν συναντιούνται ποτέ στο θεωρητικό σύμπαν τους. Επειδή όμως στη ζωή τέτοιες συναντήσεις καθόλου δεν αποκλείονται, η κατανόηση για το μεγαλύτερο ειδικό βάρος που το ευτελές μπορεί, σε μια τέτοια στιγμή, ν’ αποκτήσει έναντι του υψηλού στα συναισθήματα ακόμα και του πιο αφοσιωμένου πιστού δίνει το μέτρο της απόστασης που χωρίζει τον καλλιτέχνη από τον κατηχητή. Και τον ιδεαλιστή από τον τύραννο.

 

 

//Το δοκίμιο που φιλοξενεί η στήλη περιλαμβάνεται (σελ. 62 – 66) στο βιβλίο του Δημοσθένη Κούρτοβικ «Η νοσταλγία της πραγματικότητας», Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2015. 

 

Διαβάστε ακόμα: Αντώνης Σουρούνης – «Οι γάμπες λένε πάντα την αλήθεια για μια γυναίκα».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top