«Η μουσικότητα βγαίνει και στον τρόπο που γράφεις και στον τρόπο που παίζεις – δεν έχει σημασία αν παίζεις 100 ή 200 χιλιάδες νότες».

Βλέπεις εικόνες με τις μελωδίες του, βλέπει νότες στις εικόνες. Ο Μίνως, ευαίσθητος και επίμoνος, πολύπλευρος και απρόβλεπτος στις επιλογές του, αενάως οδοιπόρος σε άγνωστα νερά, ζει και αναπνέει μουσικά. Εδώ και αλλού, στην Αμερική, στην Ελλάδα, σε ταξίδια μακρινά. Μεγάλωσε δίπλα σε όλους τους μεγάλους της μουσικής, που μπαινόβγαιναν στο σπίτι του, στο στούντιο της οικογένειας, στη ζωή του.

Με ορθάνοιχτα τα μεγάλα του μάτια και τις αισθήσεις ανοιχτές, τα απορρόφησε όλα για να χαράξει το δικό του πολυδαίδαλο μουσικό μέλλον. Τον ακούς και ας μην το ξέρεις, τον απολαμβάνεις συνεχώς, σε τραγούδια, οθόνες, σκηνές. Και θα σε παρακολουθεί πάντα και παντού, γιατί είναι ένας άνθρωπος που δεν αφήνει τίποτα ανείδωτο – πραγματικό ή φαντασιακό – για να το ζωντανέψει με ήχους.

– Η μουσική ήταν το γραμμένο σου. Θέλω να πω, θα μπορούσες να έχεις κάνει κάτι άλλο προερχόμενος από αυτή την οικογένεια;
Να σου πω… αν δεν γινόταν μια στραβή, με υφάσματα μάλλον θα ασχολιόμουν. Ο παππούς μου ήταν υφασματάς στην Ερμού. Oταν έπεσε έξω οικονομικά, ο συνέταιρός του που δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει, τού πρότεινε να του δώσει ένα μαγαζάκι με δίσκους που του ανήκε, για να πατσίσουνε. Ο παππούς δεν ήθελε, αλλά ο πατέρας μου, που τότε ήταν 15 χρονών και είχε πάθος με τη μουσική, τον παρακάλεσε να το πάρει, υποσχόμενος ότι θα ασχολείτο εκείνος με αυτό. Όχι ότι ο παππούς, δηλαδή, δεν ήταν και «καλλιτέχνης». Εγραφε στίχους ενώ τα τραγούδια τα υπέγραφε άλλοτε με αναγραμματισμό στο όνομά του, «Τσάμας» αντί Μάτσας άλλοτε ως «Μαργαρίτης», αλλάζοντας το όνομα της γιαγιάς μου Μαργαρίτας, άλλοτε χρησιμοποιούσε το όνομα της γραμματέως ή του λογιστή του. «Το μινόρε της Αυγής» και το «Ξύπνα μικρό μου κι άκουσε» για παράδειγμα είναι δικά του! είναι κάποια από τα τραγούδια που έχει γράψει ο παππούς μου».

– Επιχειρηματίας της υπόθεσης ποιος είναι; Γιατί και εσένα, πιο… καλλιτέχνη σε βλέπω.
Ο πατέρας μου. Αγαπούσε πολύ τη μουσική αλλά είχε και επιχειρηματικό μυαλό και γενικά είναι άνθρωπος που πάντα βλέπει μπροστά, είναι διορατικός. Εγώ, δυστυχώς, δεν είμαι έτσι καθόλου – καλό θα ήταν να είχα κληρονομήσει λίγο και από αυτό. Ο παππούς μου πέθανε το 1970 αλλά ο πατέρας μου είχε ήδη αρχίσει να ασχολείται με τη δισκογραφική πριν από τον θάνατό του. Με έπαιρνε και μένα συχνά στο στούντιο και στις συναντήσεις του με διάφορους καλλιτέχνες.

»Το στούντιό μας ήταν δίπλα στο Πολυτεχνείο και εκεί έρχονταν ο Νταλάρας με την κιθάρα του, ο Λοΐζος και πολλοί άλλοι –τους θυμάμαι πιο καλά απ’ ό,τι τους… θείους μου. Εγώ ουσιαστικά εκεί μεγάλωσα, κάτω από τις κονσόλες. Ασφαλώς λοιπόν η μουσική πορεία ήταν μονόδρομος. Έκανα σπουδές στη Νομική, όπου μπήκα μέσα στους 10 πρώτους και την τελείωσα σχεδόν σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια – γιατί η τελειομανία αφορά τα πάντα-, αλλά μετά πήγα στο Ωδείο ενώ είχα αρχίσει βέβαια από μόνος μου να γράφω μουσική.

«Είναι μύθος ότι κάθεσαι σε έναν καναπέ, βλέπεις το ηλιοβασίλεμα και σου έρχεται έμπνευση. Θέλει πολλή δουλειά!».

– Τι είναι λοιπόν το ταλέντο στη μουσική; Να ακούς, να γράφεις ή να παίζεις;
Το ταλέντο είναι η μουσικότητα. Είναι λίγο δύσκολο να εξηγήσω αυτή τη λέξη, μόνο με παραδείγματα μπορώ. Η μουσική είναι μία γλώσσα: κι εσύ μπορείς να γράψεις σε αυτή τη γλώσσα, κι εγώ μπορώ να γράψω. Πώς γίνεται ο ένας να γράφει κάτι στεγνό και ο άλλος να γράφει κάτι που σε συναρπάζει όταν το ακούς; Αυτό είναι η μουσικότητα. Είναι ταλέντο; Είναι έμπνευση; Δεν ξέρω… Η μουσικότητα βγαίνει και στον τρόπο που γράφεις και στον τρόπο που παίζεις – δεν έχει σημασία αν παίζεις 100 ή 200 χιλιάδες νότες. Εχω ακούσει Κινέζους να παίζουν άψογα, σαν «μηχανάκια», και να μην ακούς μουσική.

«Κάνω και τραγούδια, και ορχηστρική μουσική, σινεμά και θέατρο, δηλαδή κάνω πολλά πράγματα γιατί βαριέμαι εύκολα. Θέλω να ψάχνω πράγματα, αυτή είναι η πρόκληση για μένα».

– Και η έμπνευση από πού έρχεται;
Είναι μύθος ότι κάθεσαι σε έναν καναπέ, βλέπεις το ηλιοβασίλεμα και σου έρχεται έμπνευση. Θέλει πολλή δουλειά! Αυτό λέω και στους πιτσιρικάδες σήμερα – πρέπει να ακούς μουσική και να δουλεύεις πολύ όπως είχε πει και ο Ιγκόρ Στραβίνσκι.

– Αντιλαμβάνεσαι απολύτως τη διαφορά στα στάδια εξέλιξής σου;
Ναι, τη βλέπω –  θα ήταν πολύ ανησυχητικό, αν δεν έβλεπα αλλαγή και πρόοδο! Υπάρχει όμως κάτι που είναι επίσης συνταρακτικό: πρόκειται για μια μελωδική γραμμή η οποία μπορεί να υπήρχε και πριν από 30 χρόνια ίδια! Είναι σαν να βλέπει ένας σκηνοθέτης μέσα του για πολλά χρόνια την ίδια ταινία. Ισχύει και στη μουσική – όμως δεν το καταλαβαίνεις εύκολα γιατί δουλεύει βαθιά στο υποσυνείδητό σου. Βλέπω με έκπληξη μουσικές φράσεις μου και λέω «δεν είναι δυνατόν, αυτό μπορεί να ήμουν και 25 χρονών όταν το χρησιμοποιούσα, πώς υπάρχει ακόμα μετά από τόσα χρόνια;». Και όμως.

– Ασχολείσαι με πολλά διαφορετικά πράγματα πάνω στη μουσική. Έχεις νιώσει ποτέ ότι δεν έχεις κάτι άλλο να δώσεις, ότι μπλοκάρεις όπως ο συγγραφέας ή ο ζωγράφος μπροστά στο λευκό χαρτί;
Ο τρόμος του κενού πάντα υπάρχει. Ξέρεις όμως, επειδή με τα χρόνια έχεις και την πείρα και την τεχνογνωσία, ότι ακόμα κι αν συμβεί, θα ξεπεραστεί. Εμένα δεν μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι, ούτε να ασχολούμαι με τα ίδια και τα ίδια. Κάνω και τραγούδια, και ορχηστρική μουσική, σινεμά και θέατρο, δηλαδή κάνω πολλά πράγματα γιατί βαριέμαι εύκολα. Θέλω να ψάχνω πράγματα, αυτή είναι η πρόκληση για μένα.

– Έχεις ακόμα δασκάλους ή ανθρώπους που τους συμβουλεύεσαι μουσικά; Μαθαίνεις ακόμα;
Όταν πήγα στο Ωδείο, σε σχετικά μεγάλη ηλικία (24-25), είχα την τύχη να με διδάξει ο Χρήστoς Ζερμπίvoς, ο οποίος είναι ένας σημαντικός συνθέτης και εκπληκτικός ακορντεονίστας. Έχει γράψει κομμάτια που έχουν παιχτεί στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως. Αυτός λοιπόν μου έκανε και θεωρία, ήταν ένας δάσκαλος με τεράστια υπομονή που μου άνοιξε πολλές «πόρτες». Ενας άγιος άνθρωπος που άνοιξε τους ορίζοντες μου, όχι μόνο στη μουσική – άλλωστε για μένα αυτό σημαίνει δάσκαλος, να σε εξελίσσει σε όλα. Μετά το Ωδείο και αφού είχα κάνει λίγο απ’ όλα – θέατρο, σινεμά, κλασικά κομμάτια και σύγχρονα -, ξαφνικά στα 30 μου, δεν μπορούσα να δω τη συνέχεια μπροστά. Παρότι είχα κάνει ωραία πράγματα, όπως το «Καράβια βγήκαν στη στεριά» με τον Νταλάρα αλλά και άλλα, δεν ξέρω γιατί, όλα μου φαίνονταν σαν μονότονα. Και ενώ ποτέ δεν ήθελα να φύγω από την Ελλάδα, κάνω τα χαρτιά μου και πάω στο Juilliard, στη Νέα Υόρκη.

«Θα μπορούσα να έχω επιλέξει να γράφω μόνο για ορχήστρα, αλλά διάλεξα τον άλλο δρόμο, γιατί μου αρέσει πολύ η επαφή με τους ανθρώπους».

– Μήπως εκεί άφησες πίσω σου και τον «ναρκισσισμό» ή το βάρος, τέλος πάντων, του ονόματός σου;
Πιο πολύ πρόβλημα ήταν για μένα αυτό το όνομα, παρά ναρκισσισμός. Είχα πάντα ένα κράτημα απέναντι στα πράγματα, γιατί οι άλλοι περισσότερο ασχολούνταν με την προσωπική μου ζωή παρά με αυτά που έκανα. Στην Αμερική, αρχικά, ήμουν πολύ κομπλαρισμένος, απομυθοποιήθηκε όμως σύντομα αυτό που είχα στο μυαλό μου. Ακουσα μουσική που δεν ήταν και τόσο σημαντική και συνειδητοποίησα ότι το επίπεδό μου δεν ήταν και τόσο… «αδιάφορο». Η μουσική εκπαίδευση στην Ελλάδα –επειδή είναι ευρωπαϊκή και σύμφωνα με το γαλλικό σύστημα– είναι χρονοβόρα και σε βάθος και έχει διαφορές από την αμερικάνικη που για παράδειγμα σνομπάρει κάπως τη θεατρική μουσική.

»Τέλος πάντων, τα δύο χρόνια που σκεφτόμουν να μείνω εκεί, έγιναν 15. Τα ξαδέρφια μου που ζουν στο LA, μου έλεγαν συνέχεια «αφού κάνεις μουσική για ταινίες, γιατί να γυρίσεις στην Ελλάδα;». Οπότε παρέμεινα εκεί και άρχισα πάλι από την αρχή με τις ταινίες. Ηταν αρκετά δύσκολα, γιατί την ώρα που σε προτείνει κάποιος για να κάνεις μία ταινία, ταυτόχρονα προτείνει και άλλους 100. Έμαθα όμως πράγματα πάνω στο σινεμά που δεν θα τα μάθαινα ούτε σε 10 ζωές!

«Οταν κάνω μουσική για σινεμά ή για θέατρο, ακόμα και για χορό, μου αρέσει να λέω την ιστορία με τη μουσική μου».

– Μοναχική και πληθωρική η δουλειά σου, ταυτόχρονα.
Ναι! Και έτσι είμαι και εγώ όμως. Θα μπορούσα να έχω επιλέξει να γράφω μόνο για ορχήστρα, αλλά διάλεξα τον άλλο δρόμο, γιατί μου αρέσει πολύ η επαφή με τους ανθρώπους, γιατί έτσι μαθαίνω και περισσότερα πράγματα. Τα έργα στο θέατρο και στο σινεμά διευρύνουν τον κόσμο σου.

– Πώς γράφεις για μια ταινία ή για το θέατρο;
Ζω τις ιστορίες, μου αρέσουν, έχω αρκετό δράμα μέσα μου! Οταν κάνω μουσική για σινεμά ή για θέατρο, ακόμα και για χορό, μου αρέσει να λέω την ιστορία με τη μουσική μου. Αυτό δεν ισχύει για όλους τους συνθέτες, βέβαια – το να θες να πεις και εσύ την ιστορία μουσικά, δεν συμβαίνει πάντα. Το διακρίνω αυτό ως ακροατής – πολλές φορές, αισθάνομαι τη μουσική απομονωμένη μέσα στο θεατρικό έργο. Είμαι θετικά προδιατεθειμένος ακροατής, απλώς επειδή είμαι εξασκημένος, μπορώ αμέσως να διακρίνω τον χαρακτήρα του συνθέτη. Καταλαβαίνω δηλαδή αν είναι διακριτικός, αν είναι εγωιστής, αν θέλει να ξεπεράσει το έργο. Η μουσική έχει τρομερή δύναμη, ακόμα και στο σινεμά όταν ακούγεται πολύ χαμηλά γιατί υπάρχουν οι διάλογοι. Αυτό λέγεται underscoring music και οι περισσότεροι συνθέτες το μισούν, γιατί η μουσική είναι πολύ χαμηλά, εγώ όμως πεθαίνω γι’ αυτό.

– Μου φαίνεται φοβερό… σταυρόλεξο αυτό που πρέπει να λύσεις – ένα κέντημα.
Χορογραφώ τα λόγια των ηθοποιών, παρακολουθώντας τους έντονα – πρέπει να προσέξεις και την παραμικρή λεπτομέρεια στις εκφράσεις τους. Μια νότα παραπάνω μπορεί να σου καταστρέψει τα πάντα. Επίσης, αυτό λειτουργεί άμεσα στον ψυχισμό του θεατή που πάει στο σινεμά. Ακόμα και όταν η μουσική είναι χαμηλά, επηρεάζει με έναν τρόπο απερίγραπτο. Αν σου βάλω μια σκηνή με μουσική και μετά τη δεις πάλι χωρίς μουσική, θα νομίζεις ότι είναι βουβή η σκηνή ενώ δεν είναι –έχει και διάλογο και ήχο. Όμως η μουσική είναι που σού δημιουργεί έναν άλλο ορίζοντα.

Με τον ηθοποιό Πέτρο Φιλιππίδη.

– Την ώρα που βλέπεις μια σκηνή για την οποία θα γράψεις, νιώθεις ή σκέφτεσαι; Τι λειτουργεί πρώτα; Πρώτα και πάνω από όλα με ενδιαφέρει η ιστορία. Κάθομαι στο πιάνο και σκέφτομαι τη μουσική σαν θέμα της ταινίας. Μετά πιάνω τις σκηνές μία-μία. Γιατί μπορεί να βρεις τη βασική φόρμα και να τη θεωρήσεις ωραία για την ταινία, όμως μετά πρέπει να κάνεις εργόχειρο για να δεις τι ταιριάζει ακριβώς και πού.

– Ο σκηνοθέτης σε επηρεάζει πολύ σε αυτό;
Με επηρεάζει στον βαθμό που είναι ένας άνθρωπος με συγκεκριμένο όραμα. Γνωρίζει το project πολύ πριν από μένα και οφείλω να τον σεβαστώ. Πολλές φορές διαφωνούμε αλλά, εντάξει, γενικά είμαι ανοιχτός. Εξάλλου, πάντα και σε όλες τις δουλειές παίζει ρόλο η χημεία των ανθρώπων.

– Σκέφτεσαι καμιά φορά «τι ήθελα και γύρισα στην Ελλάδα»;
Το σκέφτομαι, ναι, φυσικά. Δεν έχω μετανιώσει όμως καθόλου. Στην Αμερική η δουλειά είναι απόλυτα οργανωμένη, τα λεφτά είναι περισσότερα, η συνεργασία με τους σκηνοθέτες είναι πολύ σοβαρή… Δεν έχεις όμως κοινές αναφορές με τους ανθρώπους και όσο περνούν τα χρόνια, όλο και περισσότερο με ενδιαφέρει η επαφή.

«Μεγάλωσα στο στούντιο που με πήγαινε ο πατέρας μου. Κάτω από τις κονσόλες μεγάλωσα».

– Τι ξεχωρίζεις από τις δουλειές σου στο εξωτερικό;
Έξω έκανα με τον Kώστα Γαβρά μία ταινία που λέγεται «The Parthenon» και παίχτηκε στη Metropolitan Opera και το ταινιάκι αυτό υπάρχει στο Μουσείο της Ακρόπολης. Είναι 3D και έγραψα μουσική για 120 άτομα ορχήστρα – η μουσική μου  παίχτηκε παράλληλα με την ταινία και αυτή ήταν για μένα πολύ σημαντική στιγμή. Επίσης, στο Lincoln Center έγινε μία συναυλία και έπαιξαν μία σουίτα που είχα κάνει εγώ για μια ταινία. Παίχτηκε μεταξύ συνθετών όπως ο Nino Rota και ο Morricone, κάτι εξαιρετικά συγκινητικό.

– Αυτή τη στιγμή, κακά τα ψέματα, είσαι στην κορυφή του χώρου σου στην Ελλάδα – πώς αισθάνεσαι γι’ αυτό;
Είναι ωραίο, το χαίρομαι γιατί έχω τη δυνατότητα να επιλέγω και να κάνω πράγματα με ανθρώπους που έχω αγαπήσει και έχουμε καλλιεργήσει μία σχέση ετών. Με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, δουλεύουμε μαζί πάρα πολλά χρόνια, περπατάμε παράλληλα και αυτό είναι πολύ παραγωγικό και απελευθερωτικό. Τώρα θα κάνουμε τον «Οιδίποδα» και είναι μεγάλη χαρά για μένα. Όπως και με τον Θοδωρή Παπαδουλάκη που κάναμε «Το νησί» ή το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» σε διασκευή – θέλω να πω ότι απολαμβάνω να γνωρίζω καλά τους συνεργάτες μου γιατί είναι άλλη η επικοινωνία.

«Μου το λένε από 20 χρονών, όταν είχα πάει στον Δασκαλόπουλο κάποια κομμάτια μου, ήταν όλα σαν να βλέπεις εικόνες».

– «Αν αγαπάς τη μουσική, αγαπάς όλες τις μουσικές», λένε κάποιοι. Εσύ συμφωνείς με αυτό;
Εγώ αγαπάω πολλά και διαφορετικά είδη μουσικής. Μπορώ να ακούσω μία ορχήστρα, μπορώ να ακούσω και λαϊκά, ρεμπέτικα, hip hop. Δεν θα γράψω hip hop, αλλά μπορώ να την ακούσω. Η μουσική είναι πεδίο ελευθερίας. Είναι μια άυλη μορφή τέχνης, επειδή δεν την προσεγγίζεις με το μάτι, ούτε την ακουμπάς. Την προσεγγίζεις με τη καρδιά σου, με το μυαλό σου. Εγώ ως ιδιοσυγκρασία και ως συνθέτης βρίσκω πάντα πράγματα να με τραβάνε σε ανόμοια πεδία.

«Εγώ αγαπάω πολλά και διαφορετικά είδη μουσικής. Μπορώ να ακούσω μία ορχήστρα, μπορώ να ακούσω και λαϊκά, ρεμπέτικα, hip hop». Στη δεξιά φωτό: με τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη.

– Όταν σε συγκινεί πολύ κάτι που ακούς;
Πάντα βλέπω εικόνα! Γι’ αυτό και μου αρέσει η εικόνα πολύ. Μου το λένε από 20 χρονών, όταν είχα πάει στον Δασκαλόπουλο κάποια κομμάτια μου, ήταν όλα σαν να βλέπεις εικόνες. Δεν το καταλάβαινα τότε, αλλά υπήρχαν εκεί, ζωντανές.

– Θα μπορούσες να είσαι και σκηνοθέτης δηλαδή.
Η δουλειά μου έχει σίγουρα και σκηνοθετική «υφή». Τώρα, στην «Τερέζ Ρακέν» (θέατρο Ροές) λόγου χάρη, ένα θεατρικό έργο γεμάτο διαλόγους και αφηγήσεις, υπάρχει παντού, ανάμεσά τους, ένα νήμα μουσικό. Αυτό βοηθάει τον θεατή να παρακολουθήσει και να συνδέεται, χωρίς καν να το αντιλαμβάνεται.

 – Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;
Θα κάνουμε τον «Οιδίποδα» με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, τον Λιγνάδη και τη Μουτούση. Επίσης, δουλεύω δύο ταινίες, η μία έχει τίτλο «Φαντασία» και είναι η ιστορία μιας λαϊκής τραγουδίστριας στην επαρχία, και η άλλη είναι της Αγγελικής Αντωνίου, βασισμένη σε ένα βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου που λέγεται «Για να δει τη θάλασσα». Έχουμε και «Μάκβεθ» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, τον Ιανουάριο του 2020.

 

Διαβάστε ακόμα: Κόρα Καρβούνη, «είμαι τεράστιος “καραγκιόζης” και κάποια στιγμή θα το αποδείξω».

 

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top