Γιώργος Κ. Ψάλτης, «Ο γιόκας – 2»
Αν ρωτήσετε τη μάνα μου, θα σας πει
ότι αλλάζω επτά διαθέσεις το λεπτό, από μωρό.
Κι αυτό είναι το πρόβλημα, δεν έχω εγώ το κόλλημα,
αυτή είναι η γονιδιακή εξίσωσή μου· πλησίασα
όσους μπόρεσα: κοιτούσα, άκουγα, μύριζα,
ακουμπούσα. Η γεύση
γιατί χρειάζεται στις γνωριμίες των ανθρώπων;
Ακούω τη γειτόνισσα –τρώνε έξω στην αυλή–·
φωνάζει: «Έλα παιδί μου πήγαινε για πιπί,
μη σηκώνεσαι απ’ το τραπέζι χωρίς λόγο!».
Είναι ο νήπιος τριών χρονών· θα πάει για πιπί,
θα μάθει να μην το γεύεται αραιά και πού
(όπως άλλα ζώα, που το κάνουν
για να μάθουν αν είναι το σώμα τους καλά –
για να φροντίσουν αναλόγως τι θα φάνε τι θα πιουν
πόσο θα κοιμηθούν
αν θα χαϊδευτούν).
Σχετικά με το τραπέζι, θα μάθει
να μην έχει λόγο να σηκώνεται·
θα μάθει να συγχωρεί τα πάντα κάθε Κυριακή
στο μεγάλο τραπέζι,
από Σεπτέμβριο μέχρι αρχές Ιουνίου, εκεί,
στο δωμάτιο με τις φωτογραφίες
στο κάτω συρτάρι του μπουφέ.
Στους τοίχους έχει ωραίες εικόνες, δεν θυμάμαι ποιων αγίων.
Πάνω από την οθόνη της τηλεόρασης, κρέμεται αμβλεία –
ένα επί ενάμισι – μία παναγία· τη φωτίζουν
τα χρώματα του μαντιλιού της,
των τοίχων της, του αγιογράφου. Το βλέμμα της
βρίσκεται σκυμμένο στο Μωράκι.
Είχε ματς, οπότε νιώσαμε επιτέλους όλοι άνετα
όταν μπήκε ένα γκολ. Τη θυμάμαι
να πιάνει το χεράκι του γιόκα της,
να τον βοηθάει να σταθεί όρθιος,
να φεύγει το σώμα της,
ν’ ανοίγει το στόμα της χωρίς να μιλήσει,
να ζητά το χρόνο της δικής μου γαλήνης – κοιτάζοντάς με
με την απόγνωση της γεννημένης παρθένου.
Καφέ φόρεμα, άσπρος γιακάς,
εφηβικά σκουλαρίκια, κανένα τατουάζ.
Το μαντίλι που ’χει στα μαλλιά
αίφνης μεταλλάσσεται σε τουρμπάνι· χρώματος
μπλε ελεκτρίκ στην καλοραμμένη πλευρά –
που τυλίγει το κεφάλι–, χρυσού ή ώχρας στην άλλη,
που φτάνει μέχρι ψηλά στην πλάτη· στο τελείωμά του
γίνεται πάλι μπλε ελεκτρίκ, ξεθωριασμένο. Ξέρω
την κατά Βερμέερ Κορίτσι με το Μαργαριταρένιο Σκουλαρίκι·
έμαθε το γιο της να σηκώνεται απ’ το τραπέζι χωρίς λόγο.
Το παράθυρο βλέπει στη μάντρα του διπλανού·
φαίνεται δεν φαίνεται, μονίμως λείπει·
μας το θυμίζουν τα γαβγίσματα του σκύλου του,
που δεν έχει όνομα – σαν τις καμπάνες.
(Από τη συλλογή «Παναγιές Ελένες», εκδ. Ίκαρος, 2014)
Στην επόμενη σελίδα: «Η μαμά είναι ποιήτρια».