Γενούφα, 3η πράξη, οι πρωταγωνιστές με τη Χορωδία της ΕΛΣ (photo: Δημήτρης Σακαλάκης) .

Με την εισαγωγή ενός νέου τίτλου στο ενεργητικό της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ), και μάλιστα σε πανελλήνια πρώτη παρουσίαση, πραγματοποιήθηκε η έναρξη της δεύτερης καλλιτεχνικής περιόδου στην νέα όπερα στο ΚΠΙΣΝ, την Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018, συγκεκριμένα με την «Γενούφα» του Λέος Γιάνατσεκ (Μπρνο 1904), στην αποκατεστημένη πρωτότυπή της μορφή. Η επιλογή είναι οπωσδήποτε ασυνήθιστη για τα ως τώρα ειωθότα και ενδεικτική για την πρόθεση να διευρυνθεί το εργολόγιο της ΕΛΣ και μάλιστα με έργα που πλέον χαρακτηρίζονται «κλασικά του μοντερνισμού».

Η υπόθεση εκτυλίσσεται στην Μοραβία του 19ου αιώνα και είναι μεταφορά του κοινωνικού θεατρικού έργου της Γκαμπριέλα Πρεϊσσοβα «Η ψυχοκόρη της», ή αλλιώς «Η υιοθετημένη της κόρη», τίτλος που παραπέμπει στις περίπλοκες οικογενειακές σχέσεις που δένουν μεταξύ τους όλους τους πρωταγωνιστές, δίνοντας στο ερωτικό τρίγωνο έναν ενδοοικογενειακό χαρακτήρα. Από τους δύο ετεροθαλείς αδελφούς, ο Στέβα έχει τον μύλο, τα λεφτά, τις γυναίκες, και τον έρωτα της Γενούφα, την οποία αφήνει έγκυο, ο Λάτσα ζηλεύει και σε στιγμή παροξυσμού χαράζει το πρόσωπο της Γενούφα.

Η επιλογή είναι οπωσδήποτε ασυνήθιστη για τα ως τώρα ειωθότα και ενδεικτική για την πρόθεση να διευρυνθεί το εργολόγιο της ΕΛΣ.

Η επέμβαση έχει αποτέλεσμα, αφού ο Στέβα εγκαταλείπει την «χαλασμένη» πρώην αγαπημένη του και αδιαφορεί για το παιδί που έχει γεννηθεί κρυφά. Προκειμένου τουλάχιστον να πείσει τον Λάτσα να παντρευτεί εκείνος τη Γενούφα, η θετή μητέρα της, η νεωκόρισσα Κοστέλνιτσκα, ανακοινώνει πως το μωρό έχει πεθάνει, ενώ στην πραγματικότητα εκείνη το εγκατέλειψε στο χιόνι. Το πτώμα και μαζί το έγκλημα αποκαλύπτονται όταν λιώνουν οι πάγοι την άνοιξη, ακριβώς όταν ετοιμάζονται να τελέσουν τον γάμο. Η νεωκόρισσα ομολογεί το έγκλημα και συλλαμβάνεται, αλλά η Γενούφα τη συγχωρεί και ενώ αποφασίζει να αποδεσμεύσει τον Λάτσα, αυτός παραμένει μαζί της.

Το θέμα της βρεφοκτονίας επιτρέπει τον προφανή συσχετισμό με την περίπου σύγχρονη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, και την κατά έναν αιώνα μεταγενέστερη, σχετική όπερα του καλλιτεχνικού διευθυντή της ΕΛΣ Γιώργου Κουμεντάκη. Όμως σε αντίθεση με τη Φραγκογιαννού, η οποία ακούει φωνές που την εξωθούν σε έναν μαλθουσιανό περιορισμό του γυναικείου πληθυσμού, η νεωκόρισσα Κοστέλνιτσκα δρα νοησιαρχικά, έστω και υπό καθεστώς πανικού, εφαρμόζοντας μια αμφιλεγόμενη λύση σε ένα επείγον πρακτικό πρόβλημα.

Η Ζαμπίνε Χογκρέφε στον ρόλο της Νεωκόρισσας (με τα μαύρα), η Σάρα- Τζέιν Μπράντον ως Γενούβα (στην καρέκλα) και η Χορωδία της ΕΛΣ. (photo: Δημήτρης Σακαλάκης) .

Επίσης μια μακρά εκλεκτική συγγένεια συνδέει τη «Γενούφα» με την περσινή «Ηλέκτρα» του Ρίχαρντ Στράους, καθώς και τα δύο είναι δημιουργίες των αρχών του 20ου αιώνα αλλά και έργα στα οποία έχει διαπρέψει η κορυφαία Ελληνίδα μεσόφωνος Αγνή Μπάλτσα. Αυτή τη φορά όμως η διάσημη τραγουδίστρια δεν πρωταγωνίστησε, αλλά παρακολούθησε την παράσταση από την αίθουσα. Στη σκηνή αντίθετα ξανασυναντήσαμε την γνώριμή μας σοπράνο Ζαμπίνε Χογκρέφε, την περσινή Ηλέκτρα, στον ρόλο της Νεωκόρισσαςενώ στον επώνυμο ρόλο ερμήνευσε η νοτιοαφρικανή σοπράνο Σάρα-Τζέιν Μπράντον, ένα από τα διεθνώς ανερχόμενα ονόματα της λυρικής τέχνης. Οι δύο καλλιτέχνιδες είχαν μόλις εμφανιστεί μαζί στους ίδιους ρόλους με μεγάλη επιτυχία στο τέλος του Σεπτεμβρίου στην Όπερα της Ντιζόν στη Γαλλία.

Κυριάρχησε η έμπειρη Γερμανίδα σοπράνο που ερμήνευσε μια ανθρώπινη, εκφραστική Νεωκόρισσα, φωνητικά ακμαία και τεχνικά άρτια.

Στην αθηναϊκή παράσταση πάντως κυριάρχησε σαφώς η Χογκρέφε. Η έμπειρη Γερμανίδα ερμήνευσε μια ανθρώπινη, εκφραστική Νεωκόρισσα, φωνητικά ακμαία και τεχνικά άρτια, που αν εξαιρέσουμε μια ή δυο στιγμές σε όλη τη βραδιά που θα μπορούσε να είχε υπολογίσει καλύτερα τις αναπνοές και να μην περιορίσει την προβολή στη μέση της φράσης, ήταν άψογη. Η πολύ πιο νέα Μπράντον είχε ωραιότατη καθαρή φωνή και ταιριαστή προσέγγιση στον ρόλο της αφελούς, εύθραυστης Γενούφα, χωρίς πάντως να έχει στην υψηλή περιοχή την άνεση που θα επέτρεπε να λάμψουν σελίδες όπως το «Salve Regina» της Β΄ πράξης.

Αν και δεν τόλμησαν να αμφισβητήσουν ότι αυτή η όπερα είναι καταρχήν μια γυναικεία υπόθεση, εξαιρετικές ερμηνείες είχαμε και από τους δύο αντίζηλους τενόρους, Δημήτρη Πακσόγλου (Στέβα) και τον Φρανκ Βαν Άκεν από την Ολλανδία (Λάτσα), ο οποίος υπήρξε εξαιρετικός και στο καταληκτικό ντουέτο με την Γενούφα. Πολύ καλοί ήταν επίσης οι μικρότεροι ρόλοι, ειδικά οι Γιάννης Γιαννίσης (Επιστάτης), Ινές Ζήκου (Γριά Μπούρυγια), Μιράντα Μακρυνιώτη (Γιάνο), κ.α. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στο πρώτο βιολί, που δικαίως κλήθηκε στις υποκλίσεις, όπου το κοινό μοίρασε πολύ ακριβοδίκαια το χειροκρότημα του.

Η Ζαμπίνε Χογκρέφε στον ρόλο της Νεωκόρισσας. (photo: Δημήτρης Σακαλάκης) .

Η εξαιρετική αυτή διανομή απέδωσε κυρίως από την Β΄ πράξη, οπότε και εξισορροπήθηκαν οι ακουστικοί όγκοι σκηνής και τάφρου, βοηθούντος πιθανότατα και του σκηνικού που δημιούργησε όμως και μια ελάχιστη αντήχηση. Η Α΄ πράξη ήταν ακόμα υπερβολικά νευρική, με την χορωδία μετρίως συντονισμένη και την ορχήστρα υπερβολικά δυνατήΟ αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός ανέδειξε πρωτίστως την πρωτογενή ομορφιά της ορχηστρικής γραφής, ενώ δευτερευόντως εξερεύνησε τα περαιτέρω ερμηνευτικά επίπεδα. Η ηχοχρωματική λάμψη και η δυναμική εκλέπτυνση παραμένουν όμως ζητούμενα για την ορχήστρα.

Ο αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός ανέδειξε την πρωτογενή ομορφιά της ορχηστρικής γραφής, ενώ δευτερευόντως εξερεύνησε τα περαιτέρω ερμηνευτικά επίπεδα.

Η σκηνοθεσία της Νίκολα Ράαμπ ήταν αφαιρετικά αφηγηματική, με κεντρικό στοιχείο το προοδευτικά αποσυντιθέμενο σπίτι, χάρις στο οποίο είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε να λειτουργούν και κάποιοι από τους μηχανισμούς της σκηνής. Τα βασικά στοιχεία της πλοκής και της σκηνογραφίας παρέμειναν αναγνωρίσιμα, όπως ο μύλος (υποδηλωμένος ευρηματικά μέσω της σκιάς του) ή το γλαστράκι που η Γενούφα περιφέρει στο άνοιγμα της αυλαίας· δεν προχώρησε πάντως στο να αποτυπώσει με ρεαλιστικό τρόπο τις επίμαχες χαρακιές στο πρόσωπο της νέας, πράγμα που γενικά οι σκηνοθέτες δεν κάνουνΤα παραδοσιακά ενδύματα της Μοραβίας σε μέλη της χορωδίας ήταν πολύ εντυπωσιακά και στοιχείο σύνδεσης με την ρεαλιστική παραστατική παράδοση (ενδύματα και σκηνικά Γιώργος Σουγλίδης).

 

Διαβάστε ακόμα: Τι θα δούμε στη κεντρική σκηνή της ΕΛΣ τους επόμενους μήνες;

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top