kassen_kolaz1

Αριστερά: «Η Μπαρμπαρά Κασσέν επιστρέφει πάντοτε με νοσταλγική λαχτάρα εκεί που ξέρει ότι την υποδέχθηκαν και τη φιλοξενούν – εκείνη, τους δικούς της και τον τάφο του αγαπημένου της συντρόφου, στοργικά θαμμένου σε μια γωνιά του κήπου της: στο Pino, συγκεκριμένα, ένα γραφικό ψαροχώρι στα δυτικά παράλια του Cap Corse». Δεξιά, στο εξώφυλλο του βιβλίου, «Το νησί της Κίρκης: Μόντε Τσίρτσεο» © Αρχείο Fred Boissonnas / Θεματοφύλακας Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.

[…] Στο γοητευτικότατο και μεστότατο παρόν βιβλίο της, η Μπαρμπαρά Κασσέν διατρέχει την ευρωπαϊκή γραμματεία από τον Όμηρο έως σήμερα, ανακαλώντας χαρακτηριστικούς νοσταλγούς: τον Οδυσσέα, τον Αινεία, την Άρεντ. Θα αρχίσει όμως από την πολύ συγκινητική προσωπική της εμπειρία. Δεν είναι τυχαίο που, ως γυναίκα, εβραία Γαλλίδα και globetrotter, η ακαταπόνητη ελληνίστρια φιλόσοφος δεν νιώθει δεμένη με το Παρίσι της καταγωγής της, αλλά επιστρέφει πάντοτε με νοσταλγική λαχτάρα εκεί που ξέρει ότι την υποδέχθηκαν και τη φιλοξενούν – εκείνη, τους δικούς της και τον τάφο του αγαπημένου της συντρόφου, στοργικά θαμμένου σε μια γωνιά του κήπου της: στο Pino, συγκεκριμένα, ένα γραφικό ψαροχώρι στα δυτικά παράλια του Cap Corse.

Το «σπίτι» της, το chez soi της, δεν είναι λοιπόν τα πατρογονικά της, η κληροδοτημένη γη, αλλά ο καρπός μιας ελεύθερης και αμοιβαίας επιλογής: «Διότι», λέει, «υπάρχει αμοιβαιότητα στον αέρα. Hôte: με την ίδια λέξη δηλώνεται ο φιλοξενών και ο φιλοξενούμενος, είναι ένα αμνημόνευτο εύρημα, ο ίδιος ο πολιτισμός. Να προστεθεί βεβαίως ότι στα ελληνικά ξένος, που σημαίνει hôte με τις δύο σημασίες του, δηλώνει επίσης τον ξενόφερτο, αυτόν που πρέπει κατεξοχήν να φιλοξενήσουμε, ενώ στα λατινικά hostis σημαίνει και εχθρός – εμπιστοσύνη-δυσπιστία».

Εκεί, στο Pino, σ’ ένα σπιτάκι που βρέχεται απ’ το κύμα, ανάμεσα στον Πύργο του Σενέκα και την ερειπωμένη πια μονή του Αγίου Φραγκίσκου, η Κασσέν ακούραστα φιλοξενεί με τη σειρά της οικογένεια, φίλους και συνεργάτες. Vita beata, με τυρί brocciu, αχινούς (στα ριζά του βράχου της μ’ έμαθε η ίδια να τους ψαρεύω), κρασί, βιβλία και κουβέντες ηλιόλουστες, που αψηφούν τη μιζέρια, τη μισαλλοδοξία και το θάνατο.

«Η Μπαρμπαρά Κασσέν διατρέχει την ευρωπαϊκή γραμματεία από τον Όμηρο έως σήμερα, ανακαλώντας χαρακτηριστικούς νοσταλγούς: τον Οδυσσέα, τον Αινεία, την Άρεντ».

«Θέλησα να αναστοχαστώ/ονειρευτώ τη νοσταλγία προφανώς επειδή αγαπώ τον Όμηρο, τον Οδυσσέα, τα ελληνικά, τη Μεσόγειο. Αλλά, επίσης -και αυτό είναι ακόμα πιο παράξενο- επειδή είμαι δεμένη με την Κορσική, με τον ορίζοντα του σπιτιού, του χωριού και του ακρωτηρίου ενός νησιού άλλου, που δεν είναι δικό μου, τουλάχιστον ως προς το ότι δεν έχω γεννηθεί εκεί». Η νοσταλγία, αυτό το «ασφυκτικό και γλυκό συναίσθημα», είναι η αφορμή για να μελετήσει η Κασσέν τη σχέση του ανθρώπου με τη ζωή, το θάνατο και την αιωνιότητα, με την πατρίδα, τον λαό του, τη γλώσσα ή τις γλώσσες του. Ξεκινώντας φυσικά από την περίπτωση του ομηρικού Οδυσσέα, αυτού του αρχετυπικού πλάνητα και προπάτορα κάθε νοσταλγού.

800px-arnold_bo%cc%88cklin_008

Ο Οδυσσέας «αυτός ο αρχετυπικός πλάνητας και προπάτορας κάθε νοσταλγού, δεν έχει έγνοια άλλη από την επιστροφή στην πατρίδα του και την Πηνελόπη, βουρκώνει από καημό όταν ατενίζει το πέλαγος στο νησί της Καλυψώς, παραπονείται και στενάζει». (Arnold Böcklin, «Ulysses and Calypso»)

Ξέρουμε ότι ο πολύτροπος ήρωας δεν έχει έγνοια άλλη από την επιστροφή στην πατρίδα του και την Πηνελόπη, βουρκώνει από καημό όταν ατενίζει το πέλαγος στο νησί της Καλυψώς, παραπονείται και στενάζει. Το διαρκώς αναβαλλόμενο νόστιμον ἦμαρ επιτέλους φθάνει, αλλά, παραδόξως, η παραμονή του Οδυσσέα στην Ιθάκη θα διαρκέσει ελάχιστα… ἤματα. Μόνον όσο χρειαστεί για να αναγνωρίσει ο ξενιτεμένος τον τόπο του και να αναγνωριστεί επιτέλους ο ίδιος, να πάψει να είναι άγνωστος, ανώνυμος, Ούτις και να ξαναγίνει επώνυμος αφέντης, πατέρας, βασιλιάς, σύζυγος, γιος: «Κάθε οδύσσεια», τονίζει η Κασσέν, «είναι αφηγηματοποίηση της απόδοσης ταυτότητας». Τρεις μέρες όλες κι όλες, προτού ο Οδυσσέας πάρει το… κουπί του στον ώμο και ξαναφύγει για τα πέρατα του κόσμου, εκτός Ιθάκης και εκτός Οδύσσειας, ώς εκεί που όχι μόνο δεν τον γνωρίζουν αλλά δεν γνωρίζουν καν τη θάλασσα.

«Η νοσταλγία είναι και αυτή πανούργα και πολύτροπη». (Μπαρμπαρά Κασσέν)

Ο Οδυσσέας «δεν παύει να μην επιστρέφει», παρατηρεί η Κασσέν. Είναι, θα έλεγα εγώ, το γραφτό του (αφού το γράφει η Οδύσσεια), του το προφήτεψε ο Τειρεσίας· μα σάμπως οι προφητείες δεν δίνουν ρητή μορφή στις άρρητες επιθυμίες μας; Ίσως λοιπόν δεν ήταν ο νόστος αυτό που νοσταλγούσε ο δῖος Ὀδυσσεύς στης Καλυψώς, κι ας είχε κάποτε σκάψει ο ίδιος τη συζυγική του κλίνη στον κορμό μιας ελιάς, ανεκρίζωτο σημάδι του ανήκειν σε μια γη, σε μια στεριά. Ίσως, εντέλει, αυτό που ο ήρωας, έστω ανεπίγνωστα, ποθεί πιο πολύ από την άφιξη να είναι ο δρόμος, η περιπέτεια, η γνώση «και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής». […]

aeneas_flight_from_troy_by_federico_barocci

Ο Αινείας «μεταφέρει φεύγοντας ‘’την πατρίδα στην πλάτη’’, αφού κουβαλά τον πατέρα του που κρατά στα χέρια τα τρωικά ιερά κειμήλια και τους εφέστιους θεούς». (Federico Barocci, «Aeneas Flees Burning Troy», 1598, Galleria Borghese, Rome)

Έτερος λογοτεχνικός τόπος στο χάρτη της νοσταλγίας, η περίπτωση του Αινεία. Εξίσου παράδοξη περίπτωση, γιατί η φυγή του ήρωα από την πυρπολημένη Τροία δεν συνιστά ούτε ακριβώς ξεριζωμό ούτε εντελώς ξενιτεμό: αφενός, ο Τρώας μεταφέρει φεύγοντας «την πατρίδα στην πλάτη», αφού κουβαλά τον πατέρα του που κρατά στα χέρια τα τρωικά ιερά κειμήλια και τους εφέστιους θεούς· αφετέρου, σύμφωνα με την εκδοχή της Αινειάδας, η τελική εγκατάσταση του Αινεία στην άγνωστή του Ιταλία συνεπάγεται επιστροφή στον καταγωγικό του τόπο, αφού από εκεί προέρχεται ο πρόγονός του, ο Δάρδανος: «Ψάχνω την πατρίδα μου την Ιταλία και τη γενιά μου που βαστά από τον κραταιό Δία», λέει. Το έπος του Βιργιλίου είναι αερογέφυρα που περνά πάνω από την Ελλάδα για να συρράψει την ιστορία με το μύθο, τη δόξα της αυτοκρατορίας του Αυγούστου με το ομηρικό κλέος. […]

hannah-arendt

«Αυτό που συνιστά πατρίδα και αντικείμενο νοσταλγίας για την Χάνα Άρεντ, μετά τη φυγή της από τη Γερμανία στη Γαλλία και τις Η.Π.Α., δεν είναι ο λαός (γερμανικός ή εβραϊκός) ούτε η πάτρια γη, αλλά η μητρική γλώσσα. Για την Άρεντ η απώλεια της γλώσσας συνταυτίζεται με τη στέρηση πατρίδας».

Στην ανίχνευση της σχέσης ή μάλλον της διαφοράς μεταξύ γλώσσας και πατρίδας εστιάζεται η τρίτη ενότητα της Νοσταλγίας, που η Κασσέν αφιερώνει στη σπάνια φυσιογνωμία της Χάνα Άρεντ, με την οποία έχει, όχι μόνον ως γυναίκα και Εβραία, αλλά και ως ριζοσπαστική στοχάστρια του πολιτικού, βαθιές εκλεκτικές συγγένειες. Αυτό που συνιστά πατρίδα και αντικείμενο νοσταλγίας για την Άρεντ, μετά τη φυγή της από τη Γερμανία στη Γαλλία και τις ΗΠΑ, δεν είναι ο λαός (γερμανικός ή εβραϊκός) ούτε η πάτρια γη, αλλά η μητρική γλώσσα. Ο Αινείας κερδίζει μια πατρίδα θυσιάζοντας τη γλώσσα του, ενώ για την Άρεντ η απώλεια της γλώσσας συνταυτίζεται με τη στέρηση πατρίδας. «Εμείς οι εξόριστοι», γράφει το 1943, «“χάσαμε την εστία μας”, την οικειότητα της καθημερινής μας ζωής· “χάσαμε το επάγγελμά μας”, τη σιγουριά ότι έχουμε κάποια χρησιμότητα σ’ αυτό τον κόσμο· αλλά, προπαντός, “χάσαμε τη μητρική μας γλώσσα”, δηλαδή τις φυσικές μας αντιδράσεις, την απλότητα των χειρονομιών και την αυθόρμητη εκδήλωση των συναισθημάτων μας ». Ο πρώτος σύζυγος της Άρεντ, ο Γκύντερ Άντερς μιλά σπαρακτικά για τη «βραδύγλωσση ζωή» των εξορίστων, που παραδέρνουν «όχι μόνο από χώρα σε χώρα αλλά και από γλώσσα σε γλώσσα». […]

//Απόσπασμα από την Εισαγωγή της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, μεταφράστριας του εξαίρετου βιβλίου της Μπαρμπαρά Κασσέν «Η Νοσταλγία – Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;» Ο τίτλος της Εισαγωγής στο βιβλίο είναι «Διαδρομές της νοσταλγίας».

 

Διαβάστε ακόμα: Ευγένιος Αρανίτσης – «Είμαι θερμός φίλος της νοσταλγίας και υπηρέτης της».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top