
«ΔΣεν υπάρχει στροφή προς την τέχνη. Είναι μία ευθεία, την οποία νομίζω ότι από τη στιγμή που γεννήθηκες την ακολουθείς».
Ο Νάκης Παναγιωτίδης είναι ένας καλλιτέχνης που δύσκολα περιγράφεται με λόγια που δεν είναι τα δικά του. Μια σημαντική επιλογή από το γεμάτο ανατρεπτικό χιούμορ έργο του εκτίθεται αυτή τη στιγμή στην αναδρομική έκθεση “Nakis Panayotidis – Shut your Eyes and See” στο Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή στην Αθήνα (ως τις 2 Μαρτίου). Μετά από μερικές αναβολές, καταφέραμε να βρεθούμε για συνέντευξη στο καφέ του Ιδρύματος λίγο μετά τα εγκαίνια. Μου ζήτησε να μην του κάνω ερωτήσεις για τα έργα. Τη δημοσιεύουμε σήμερα, με αφορμή τα 77α γενέθλιά του.
– Τα καταφέραμε να βρεθούμε. Αξιοποιείς τον χρόνο σου γενικά.
Αξιοποιήθηκε ο χρόνος μου. Απλά τον αξιοποιώ, όσο μπορώ και όποτε μπορώ.
– Τι κάνεις δηλαδή;
Τρέχω.
– Κυριολεκτικά;
Ναι, κυριολεκτικά.
– Είσαι αθλητής, δηλαδή;
Αθλητής τρεξίματος, όχι. Έτρεχα – πρέπει να σου πω ότι είχα το «παναθηναϊκό παμπαίδων» – στα 60 μέτρα, θυμάμαι και τώρα και τον χρόνο: 8΄6 . Στον Πανελλήνιο ήταν αυτό, στην πανδημία της ρώσικης γρίπης ή κάτι τέτοιο, και ήταν κλειστά τα σχολεία. Βρέθηκα στον Πανελλήνιο και άρχισα να τρέχω, 13 χρονών ήμουν. Αλλά τώρα με το τρέξιμο, όχι. Άλλα σπορ: κολύμπι, ποδήλατο, τέννις, ό,τι βρω.
– Και στην τέχνη πώς στράφηκες;
Δεν νομίζω ότι στρέφεσαι, δεν υπάρχει στροφή προς την τέχνη. Είναι μία ευθεία, την οποία νομίζω ότι από τη στιγμή που γεννήθηκες την ακολουθείς· η πορεία σου είναι πάνω σε αυτή τη γραμμή. Ο σκοπός είναι να την ανακαλύψεις.
– Θες να μου πεις κάποια στιγμές αυτής της ανακάλυψης ;
Ευχαρίστως. Από πολύ-πολύ μικρός είχα μία μανία να στείνω το σεντόνι του καραγκιόζη στην αυλή του σπιτιού μας, με κεριά από πίσω. Το ‘κανα από τέχνη; Το ‘κανα γιατί έκοβα εισιτήριο ένα πενηνταράκι και οικονομούσα; Ήταν ο χαβαλές, το συναίσθημα της αναγνώρισης – που δεν με ενδιέφερε ποτέ στη ζωή μου η αναγνώριση, για να σου είμαι ειλικρινής. Αυτό ήταν το πρώτο.
– Μετά;
Μετά ασχολήθηκα ελάχιστα βέβαια, γιατί δεν μπορούσα. Ήμουν βοηθός βοηθού του βοηθού στα δεκαεφτάμισι-δεκαοκτώ μου χρόνια – ένα χρόνο πριν φύγω για την Ιταλία – σε ένα θεατράκι στην οδό Σύρου που με πήγαινε ο αδελφός μου. Δεν θυμάμαι ουτε το όνομα ούτε τίποτα, αλλά ήταν ένα πρωτοποριακό θεατράκι. Το επόμενο βήμα και η τελική ευθεία ήτανε με το που πάτησα το πόδι μου στο Τορίνο. Με το που πάτησα το πόδι μου – κυριολεκτικά με το που πάτησα – 5 ή 6 μέρες μετά αρχίσανε να μου μιλάνε για τον Πιστολέτο. Το θυμάμαι σαν τώρα, οπότε αυτό ήταν η εκκίνηση· εκεί έπεσε η… πιστολιά της εκκίνησης…

«Ήμουν βοηθός βοηθού του βοηθού στα δεκαεφτάμισι-δεκαοκτώ μου χρόνια – ένα χρόνο πριν φύγω για την Ιταλία – σε ένα θεατράκι στην οδό Σύρου».
– Με τον Michelangelo Pistoletto (γεν. 1933)…
Και με βαλβίδες πλέον, όχι σκαμένες στο χώμα, όπως στον Πανελλήνιο, αλλά με μεταλλικές, κανονικές. Και με σπάικς. Στον Πανελλήνιο ήμουνα ξυπόλυτος, υπόψη.
– Καλά, δεν ήταν και Κατοχή όταν έτρεξες.
Όχι, αλλά εγώ είχα φτάσει εκεί χωρίς λόγο, δεν ήμασταν καλεσμένοι, δεν είχα παπούτσια αθλητικά. Με τι να τρέξω, με τις σόλες που δεν λυγίζανε; Οπότε τις έβγαλα. Δεν ήμουν ο Μπικίλα Αμπέμπε.
– Τι σε τράβηξε κατευθείαν στον Πιστολέτο; Δεν σε τράβηξε η παραδοσιακή τέχνη πρώτα;
Η παραδοσιακή τέχνη με είχε τραβήξει σαν μία εικόνα πρωτόγνωρη. Δηλαδή, από τη στιγμή που αρχίσα εδώ να ασχολούμαι λίγο και να παρακολουθώ μόνο τι γίνεται και από τους άλλους συμμαθητές και συμμαθήτριες, είχαμε περιοδικά, εικόνες… Οι πρώτες εντυπώσεις ήταν Βαν Γκοχ και Ελ Γκρέκο – τρέχα γύρευε, δηλαδή, δεν σου μένουνε. Με το που φτάνω στο Τορίνο, αρχίσαν να μου μιλάνε για τον Πιστολέτο. Όλη μέρα ρε παιδί μου, το θυμάμαι σαν τώρα: είχα γνωρίσει τυχαία στον δρόμο έναν γκαλερίστα στο Τορίνο και μού μίλαγε για τη σύγχρονη τέχνη, και η αναφορά του η κύρια κατευθείαν ήταν ο Πιστολέτο. Αυτό ήταν το έναυσμα για να ερευνήσω το πεδίο μόνος μου πλέον. Έτσι βρέθηκα στη Γκαλερί Christian Stein, η οποία ήταν η μήτρα, το λίκνο της Arte Povera. Εντάξει, ήμουν το παραπαίδι εκεί, με το ένα πόδι μέσα με το άλλο έξω.
– Σήμερα μας εντυπωσιάζει που η Arte Povera έχει γίνει πανάκριβη.
Μπορεί να έχουν πλουτίσει μερικοί καλλιτέχνες, εγώ παραμένω φτωχός. Εγώ δεν λέω Arte Povera (Πτωχή Τέχνη). Λέω artista povero (φτωχός καλλιτέχνης). Eνώ άλλοι έχουν γίνει ricchi (πλούσιοι).

«Η παραδοσιακή τέχνη με είχε τραβήξει σαν μία εικόνα πρωτόγνωρη».
– Δεν έκανες όμως ποτέ σου κάποια άλλη δουλειά. Δεν βρέθηκες σε αυτή την ανάγκη. Μόνο με την τέχνη ασχολήθηκες.
Όχι, δόξα τω Θεώ, τους θεούς, και όλα αυτά. Όπως έλεγε ο Τσόκλης, και αλήθεψε πάνω μου, μέχρι τα 40 πρέπει να μην κάνεις δεύτερη δουλειά, αλλά να υποφέρεις οικονομικά… να υποφέρεις, εντάξει, να στερείσαι οικονομικά. Εάν από τα 40 και μετά δεν ζεις από τη δουλειά σου, και ίσως και καλά, άλλαξε επάγγελμα. Έτσι μου είχε πει ο Τσόκλης όταν ήμουν πολύ μικρός, 27 ή 26, κάτι τόσο. Ισχύει, το δέχομαι. Και το αναφέρω και στους άλλους καλλιτέχνες. Βέβαια σήμερα 25άρηδες θέλουν όλοι να είναι σαν τον Τζεφ Κουνς, να έχουν εκατομμύρια. Δεν γίνεται, κάτι κολλάει εκεί.
– Να ρωτήσω τη γνώμη σου για τις τιμές που έχει πάρει σήμερα η Τέχνη, όπως βλέπουμε με τη μπανάνα του Maurizio Cattelan (γεν. 1960). Πουλήθηκε πρόσφατα για 6,2 δις δολάρια, σε κάποιον που προτίθεται να τη φάει!
Μπορεί να πάρει και το Merde d’ artiste του Piero Manzoni (1933-1963), να ανοίξει την κονσέρβα να δει τι έχει μέσα. Κάνει μόνο 200.000… Η μπανάνα δεν είναι τέχνη. Δεν πουλήθηκε σαν έργο τέχνης, πουλήθηκε σαν έργο επικοινωνίας, σαν ό,τι άλλο θες, αλλά όχι σαν έργο τέχνης. Θα μπορούσε να είναι έργο τέχνης, εάν δεν είχε γίνει αυτό το επικοινωνιακό μπαμ που έχει γίνει για αυτό το… το αντικείμενο(;), ξέρω γω τι είναι – δεν θεωρώ ότι αυτή η τιμή, δεν μπορώ να το φανταστώ ότι έχει μία αξία καλλιτεχνική. Όσο για τις τιμές σήμερα, διαφωνώ τελείως. Δεν υπάρχει αντίκρυσμα, δεν μπορώ να καταλάβω για ποιον λόγο οι τιμές έχουν φτάσει εκεί που έχουν φτάσει και γιατί καλλιτέχνες σπουδαίοι δεν έχουν τιμές (αντίστοιχες της αξίας τους), γιατί πέφτουνε οι τιμές. Αυτό που είπα πριν, ότι οι καλλιτέχνες της Arte Povera δεν είναι πλέον poveri, είναι richi (πλούσιοι), δεν αληθεύει. Δεν πουλάνε αυτή τη στιγμή.

«Όπως έλεγε ο Τσόκλης, και αλήθεψε πάνω μου, μέχρι τα 40 πρέπει να μην κάνεις δεύτερη δουλειά, αλλά να υποφέρεις οικονομικά… να υποφέρεις, εντάξει, να στερείσαι οικονομικά».
– Γιατί συμβαίνει αυτό;
Οι καλλιτέχνες της Arte Povera έχουν ξεπεραστεί από τους καλλιτέχνες που αντιπροσωπεύουν 5-10 γκαλερί ανά τον κόσμο που κρατάνε το μονοπώλιο. Εγώ προσωπικά διέκοψα κάθε επαφή με γκαλερί, ούτε μπαίνω να τις επισκεπτώ τις εκθέσεις τους, ούτε μπαίνω να εκθέσω, όσο επώδυνο κι αν είναι αυτό, και όσο και αν δούλεψα για τρεις γκαλερί που ήτανε τοπ 50 η τοπ 40, αλλά δεν επιστρέφω.
– Πότε εγκατέλειψες τις γκαλερί;
Βασικά επιστρέφοντας από τη Νέα Υόρκη μετά την εκθεσή που είχα στο Σαν Φραντσίσκο κατάλαβα ότι εδώ κάτι δεν πάει καλά. Όχι μόνο το κατάλαβα, ήταν τελική ευθεία τώρα – ξεκινήσαμε με την πρώτη ευθεία και τελευταία ευθεία ήταν αυτό το πράγμα με τις γκαλερί, που μου συνέβη και είδα στη Νέα Υόρκη. Δηλαδή να βλέπω καλλιτέχνες των 30-40 χρονών, άγνωστοι, χωρίς καμία έκθεση σε μουσείο και να πουλάνε για 700-800 χιλιάδες ή εκατομμύριο.
– Πού είναι το όριο της τέχνης και της επικοινωνίας; Γιατί πολλές φορές στην Arte Povera πιο πολύ μετράει η ιδέα, παρά το πράγμα να το φτιάξεις.
Μα κατά τον Beuys (1921-1986), που ισχύει, όταν το έργο δημιουργηθεί, δηλαδή πάρει σάρκα και οστά, όταν από ιδέα γίνεται αντικείμενο, χάνει τη μισή του αξία.
– Τα δικά σου έργα όμως έχουν πολλή δουλειά για να γίνουν αντικείμενα.
Εμένα καταρχάς αυτό που με συναρπάζει είναι το σχέδιο. Δεν σταματάω να σχεδιάζω, και τώρα σε λίγο, έχω το μπλοκ στο αυτοκίνητο, θα σχεδιάσω. Κάθομαι και βγάζω μία ιδέα, την οποία θα τη σχεδιάσω, αν πραγματοποιηθεί θα είναι η μία από 500, δεν ξέρω, μαθηματικά, Άρα, η ιδέα θέλω να πω, είναι και το σχέδιο. Το σχέδιο είναι μεγάλη υπόθεση για τον καλλιτέχνη. Πρέπει να ξέρει να σχεδιάζει. Οχι να είναι καλλιτέχνης σχεδιαστής. Πρέπει τακ-τακ-τακ την ιδέα να τη βάλει αμέσως στο χαρτί.

«Εμένα αυτό που με συναρπάζει είναι το σχέδιο. Δεν σταματάω να σχεδιάζω».
– Αυτό το έμαθες σαν αρχιτέκτονας.
Κοίταξε, τα πράγματα δεν τα μαθαίνεις, τα κλέβεις. Όπως λένε οι Ιταλοί, την τέχνη, το επάγγελμα – γιατί τέχνη δεν είναι μόνο ο καλλιτέχνης, είναι τέχνη και ο μπογιατζής, ο πλακάς – αυτά δεν τα μαθαίνεις, τα κλέβεις από τον δάσκαλο σου. Και όπως λένε, καλύτερο από τον δάσκαλο είναι όταν μπαίνεις σε αυτή την πορεία, όταν… έχεις αυτό το σχεδιάκι ρε παιδί μου, που θα γίνει σχεδιάρα, και μετά έργο.
– Οπότε πρώτα σχεδιάζει και μετά ακολουθεί η κατασκευή.
Με το σχέδιο, έχεις τη δυνατότητα να κάνεις μία εκλογή. Εάν δεν έχεις το σχέδιο και μπεις κατευθείαν στο έργο, τότε δεν ξέρω αν το έργο θα έχει αυτή την απόδοση που θα έχει μετά από την δουλειά που θα έχεις δημιουργήσει εσύ ο ίδιος με το σχέδια στο μπλοκ.
– Θες να μου πεις πώς γνώρισες τον Βασίλη και την Ελίζα Γουλανδρή;
Ευχαρίστως, γιατί ήταν ένα σημαντικό γεγονός για εμένα, πολύ πολύ ευχάριστο, ο Βασίλης ο Γουλανδρής και η Ελίζα. Μια φορά πήρε τηλέφωνο η Χανλόζερ, ελληνίδα της Βέρνης, Σαρπάκη το πατρικό της όνομα, ξαδέρφη της Όπης Ζούνη, εξ Αιγύπτου, παντρεμένη με έναν από τους μεγαλύτερος συλλέκτες της Ελβετίας. Αν όχι ο μεγαλύτερος, πάντως από τους μεγάλους μεγάλους μεγάλους του κόσμου, αλλά όχι σύγχρονης Τέχνης, αλλά νεο-ιμπρεσονισμός, Μπονάρ κλπ, απίθανα έργα πολλά. Τέλος πάντων μου λέει: Νάκη είσαι στη Γκαλερί; γιατί εκείνη τη στιγμή έστηνα μία έκθεση στη Γκαλερί Hannah Feldman στη Βέρνη. Λέω Ναι, είμαι εδώ εγώ, η Ανιές η γυναίκα μου και η γκαλερίστα. Μου λέει Θα περάσω με ένα ζεύγος Ελλήνων αν μπορούμε να δούμε την έκθεση σου. – Συγγνώμη, στήνεται η έκθεση αυτή τη στιγμή, αλλά περάστε.
– Και μετά;
Περνάνε. Έρχονται, χτυπάνε την πόρτα το μεσημέρι, ανοίγω την πόρτα, βλέπω έναν κύριο ψηλό, έτσι πολύ εντυπωσιακό, άφησε όλους τους άλλους πίσω. Με χαιρετάει, μου λέει: Γουλανδρής. Μπαπ, κόκκαλο εγώ. Μετά έρχεται η γυναίκα του, η Ελίζα, έτσι ωραία, φοβερό παρουσιαστικό. Ελίζα Γουλανδρή. Πάλι κόκκαλο εγώ. Μετά προχωράει, σπρώχνει έναν άλλο μέσα, μου συστήνεται: Αγά Χαν. Εγώ έχω και έργο σας, μου λέει. Μπαίνει και η κυρία Αγά Χαν, και τέλος το ζεύγος Χανλόζερ. Μπαίνοντας μέσα, του λέω του Γουλανδρή: Μα εσύ είσαι ο Γουλανδρής με την πισίνα; Μου λέει Μα τι μου λές τώρα; Του λέω Υπήρχε ένας Γουλανδρής που είχε μια πισίνα και έκανε ένα μεγάλο πάρτυ. Και είπε: Όποιος περάσει την πισίνα, θα του δώσω 100.000 δολάρια. Κανένας δεν πέφτει στην πισίνα. Λέει : 500.000. Κανένας δεν πέφτει. Ἐνα εκατομμύριο. Κανένας. Μετά λέει Θα του δώσω ό,τι θέλει. (Εν τω μεταξύ, στην πισίνα υπάρχει ένας καρχαρίας που πηγαινοερχότανε). Οπότε πέφτει ένας τακ-τακ-τακ-τακ-τακ βγαίνει έξω. Του λέει ΄Ελα δω αγόρι μου, τι θέλεις να σου δώσω; – Αυτόν τον πούστη που με έσπρωξε μες στην πισίνα!

«Τώρα μας βγάζουνε με το ζόρι στα εγκαίνια, σε σπρώχνουνε για να βγεις φωτογραφία».
– Πώς αντέδρασε;
Ο Γουλανδρής έσκασε στα γέλια, με βουτάει παραμάσχαλα αλά μπρατσέτα, γυρνάμε τη γκαλερί, μου λέει Αυτό το έργο είναι για πούλημα; Του λέω Ό,τι είναι εδώ μπροστά, ό,τι βλέπεις εδώ εκτός από το πιάνο – γιατί είχε ένα πιάνο η γκαλερί – είναι όλα προς πούλημα. Μου λέει Ναι – Ούτε ρώτησε πόσο κάνει, ούτε τίποτα. Μου λέει Θα μου το φέρεις στο Γκστάαντ, στο σπίτι μου; – Θα στο φέρω και στο Γκστάαντ και όπου είσαι. Έτσι πήρε το πρώτο. Βγαίνοντας από την γκαλερί μού λέει Θα το πληρώσω σε σένα ή στη γκαλερίστα, για να μη χάσεις τα ποσοστά; – Όχι άστα τα ελληνικά, του λέω, στην γκαλερίστα γιατί τη σέβομαι, την εκτιμώ, και πρέπει να έχει και αυτή ένα κομμάτι ψωμί. Οπότε έτσι έγινε η επαφή και ύστερα είχαμε μία πολύ καλή επαφή μαζί, τον έβλεπα, με έβλεπε, γελούσαμε και αγόρασε άλλα δύο έργα μετά.
– Το χιούμορ είναι κομμάτι της ζωή σου.
Αν με ρωτούσες, τι άλλο θα έκανα, εάν δεν μπορούσα να γίνω καλλιτέχνης τι θα έκανα, θα ήθελα να ήμουν κωμικός, σαν τον Coluche (1944-1986) τον κωμικό τον Γάλλο, που σκοτώθηκε με τη μηχανή του.
– Τελικά αγοράζουμε έργο ή καλλιτέχνη;
Μιλάς προσωπικά ή γενικά;
– Γενικά, από την εμπειρία σου.
Ε, όχι, αγοράζουν έργο… Οι καλοί καλλιτέχνες δεν παρουσιάζονται. Τώρα μας βγάζουνε με το ζόρι στα εγκαίνια, σε σπρώχνουνε για να βγεις φωτογραφία. Όσο και να απομακρύνεσαι, σε ακολουθούν από πίσω. Αλλά όχι, όχι, αγοράζουν έργο.
– Έχεις ζήσει μεταξύ Ιταλίας, Ελβετίας, Ελλάδας.
Στη Σέριφο, έχω ενα σπιτάκι 40 τετραγωνικών, από το 1980, ωραιότατο. Τη λατρεύω, με τη θάλασσα. Είχα και την ευκαιρία να έχω και αυτό το διαμέρισματάκι στην Κηφισιά, αλλά μέχρι να γεννηθεί η κόρη μου, είχα την τάση του νομάδα. Δεν είχα κάν σπίτι, δεν είχα. Δηλαδή τα δύο πρώτα χρόνια στο Τορίνο είχα μετακομίσει καμιά σαρανταριά φορές. Ο νομαδισμός είναι η τάση μου. Συμμαζεύτηκα μετά τη γέννηση της κόρης μου, το οποίο δεν ξέρω πως συνέβη αυτό το πράγμα να μου αλλάξει τελείως τη ζωή, να με συμμαζέψει. Η σκέψη μου είναι νομαδική πάντα. Σε ένα κατάλογο σε μία έκθεση ο τίτλος μου ήτανε Παντού Ξένος, που χρησιμοποίησε τώρα η Μπιενάλε της Βενετίας, εγώ όμως το είχα βάλει το 2000 ακριβώς – αυτός ήταν ο τίτλος της έκθεσης, το οποίο είναι τελείως ελληνικό, του Σωκράτη: ούτε Έλληνας ούτε Αθηναίος, αλλά πολίτης του κόσμου, είχε δηλώσει. Αυτό το είχα διαβάσει όταν μου είχαν στείλει μια καρτποστάλ, μια φωτογραφία. Και τότε το βούτηξα. Μου το στείλανε το ‘98, ξέρω ‘γώ, και το 2000 το χρησιμοποίησα.

«Αν με ρωτούσες, τι άλλο θα έκανα, εάν δεν μπορούσα να γίνω καλλιτέχνης τι θα έκανα, θα ήθελα να ήμουν κωμικός».
– Η φιλοσοφία της ζωής σου με δύο λόγια;
Δεν χρειάζεται και πολύ για να το πούμε. Βλέπετε, είμαι πολύ δοτικός – σαν υδροχόος κιόλας που είμαι γεννημένος. Δεν μπορώ τους τσιγγούνηδες και την τσιγκουνιά, δεν μπορώ τις ζήλειες. Είμαι της αλληλεγγύης, σέβομαι πάρα πολύ την αλληλοβοήθεια, πάρα πολύ, τη φιλία πάνω από όλα, την οικογένεια – και ας φαίνομαι τελείως μποέμ και αναρχικός. Καλά, το αναρχικό το πνεύμα είναι πάντα, αλλά δεν είχα διάθεση ποτέ να ρίξω κάτω ένα περίπτερο, να κάψω, δεν ξέρω, κάτι τέτοιο, δεν με ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα. Θεωρούσα πολύ πιο βασικό και πιο επιθετικό το χιούμορ από ο,τιδήποτε άλλη στάση ενός αναρχικού.
– Άρα το χιούμορ είναι το όπλο κατά της επιβολής.
Καλά, λοιπόν, ήτανε τώρα ανέκδοτο που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα τότε επί Πατακού. Δείχναν πριν το έργο στο σινεμά τα επίκαιρα και είχανε τον Πατακό και έκοβε κορδέλες, ή με το μυστρί, οπότε όλος ο κόσμος χειροκροτούσε. Δίπλα σε ένα τύπο ήταν ένας και δε χειροκροτούσε, οπότε του λέει: Χειροκρότα ρε μαλάκα, θα μας δέσουνε! Αφού γυρνάει και κοιτάει, και ήταν ο ίδιος ο Πατακός που δεν χειροκροτούσε, ο μόνος!
//H αναδρομική έκθεση “Nakis Panayotidis – Shut your Eyes and See” στο Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή στην Αθήνα παρουσιάζει όλες τις πτυχές του πολύπλευρου έργου του Έλληνα καλλιτέχνη διεθνούς εμβέλειας Νάκη Παναγιωτίδη. Επιμελητές της έκθεσης είναι η Πρόεδρος ΔΣ του Ιδρύματος Β&Ε Γουλανδρή Fleurette Καραδόντη και ο επί σειρά ετών Διευθυντής του Kunstmuseum Bern Matthias Frehner. Η έκθεση τελεί υπό την αιγίδα της Πρεσβείας της Ελβετίας στην Ελλάδα. Θα διαρκέσει έως τις 2 Μαρτίου 2025.
Διαβάστε ακόμα: Μάρω Μιχαλακάκου. «Η ζωή είναι πολύ απρόβλεπτη και γι’ αυτό είναι πολύ ωραία».