Η νέα Εθνική Πινακοθήκη είναι ουσιαστικά ελληνική και σύγχρονη (Φωτογραφία: Alexandros Michailidis / SOOC).

    Τα καλά της δουλειάς: είχα την τύχη τα προηγούμενα χρόνια να ταξιδεύσω σε όλη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ διατηρώντας πάντα τη γνωστή αμφιθυμία του αγχωμένου επαγγελματία που δεν είναι ούτε τουρίστας ούτε ταξιδιώτης (κατά τη διαφοροποίηση που έχει θέσει ο Πολ Μπόουλς στο Sheltering Sky): πόσα μουσεία μπορείς να επισκεφθείς στη ζωή σου; Πόσα προλαβαίνεις να αποθαυμάσεις στο ενδιάμεσο της δουλειάς;

    Ο Τσάρλς Μπουκόφσκι έλεγε πως δεν πρέπει να επισκέπτεσαι τα μουσεία. Δικαίωμά του, αλλά δεν σημαίνει πως έχει και δίκιο. Έχω περάσει το κατώφλι του Λούβρου, του Πράδο, του MOMA, του Μπομπούρ, του Μουσείου Γκαουντί, του Ερωτικού Μουσείου της Βαρκελώνης και αρίφνητων άλλων (για να μην καμωθώ τον πολυταξιδευμένο και αρχίζω να αραδιάζω τόπους και σημεία) και η αίσθηση που αποκόμιζα πάντα ήταν ότι η τέχνη ξέπλενε από πάνω μου διάφορες τοξίνες της πραγματικότητας.

    Η δική μας Εθνική Πινακοθήκη για χρόνια ήταν εγκλωβισμένη σε ένα τσουρούτικο κτίριο, άλλης εποχής.

    Θυμάμαι την πρώτη φορά που επισκέφθηκα το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο (να είναι καλά ο Βασίλης και η Ελίζα Γουλανδρή που δημιούργησαν αυτόν τον θύλακα ομορφιάς). Τότε φιλοξενούνταν η έκθεση με έργα του Μιρό (μιλάμε για το 2002) και όταν βγήκα από το κτίριο αισθανόμουν ότι συνάντησα μια άλλη, κρυφή, Ανδρο. Έναν επινοημένο τόπο που διατηρούσε την ομορφιά του αυθεντικού νησιού, αλλά τη μεγέθυνε σε ομορφιά και καλαισθησία.

    Λίγη υπομονή στην ουρά και θα μπείτε (Φωτογραφία: Alexandros Michailidis / SOOC).

    Να γιατί πάντα αισθανόμουν άβολα όταν σκεφτόμουν πως η δική μας Εθνική Πινακοθήκη ήταν εγκλωβισμένη για χρόνια σε ένα τσουρούτικο κτίριο, άλλης εποχής. Ήταν μια χαμηλοβλεπούσα Πινακοθήκη, συνεσταλμένη σαν κάτι γεροντοκόρες (καλά κορίτσι κατά τ’ άλλα) που έμειναν στο ράφι και τις επισκέπτεσαι από υποχρέωση περισσότερο και λιγότερο από χαρά.

    Εγένετο το θαύμα. Η πρωτεύουσα απέκτησε νέα, μοντέρνα Πινακοθήκη αντάξια της ιστορίας της Αθήνας. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια αναμονής να βλέπεις ένα βαλτωμένο εργοτάξιο για να γίνει αυτό που είναι σήμερα η νέα Εθνική Πινακοθήκη. Τι άσχημη συγκυρία όμως να κάνει εγκαίνια εν μέσω καραντίνας. Να βλέπεις αυτό που περίμενες από την τηλεόραση, είναι ο ορισμός της ειρωνείας. Και όπως κάθε ειρωνεία επιβουλεύεται τα νεύρα και την αδημονία σου.

    Περίμενα πώς και πώς να αρθούν οι απαγορεύσεις και, ιδού, εγώ -και όχι το ολόγραμμά μου- βρέθηκα στην ουρά έξω από την Εθνική Πινακοθήκη να περιμένω να εισέλθω μέσα. Στα άδυτα των αδύτων που, πλέον, ήταν κοινό κτήμα. Το συναπάντημα έγινε χθες (23/5) Κυριακή με ήλιο καλοκαιριού, αεράκι ίσα που να σήκωνε τις τρίχες της κεφαλής σου, φορώντας μάσκα και αναμένοντας στην ουρά.

    Μας υποδέχεται το πολύχρονο τρίπτυχο του Παναγιώτη Τέτση «Λαϊκή Αγορά» (Φωτογραφία: Alexandros Michailidis / SOOC).

    Ο χώρος μπορεί να είναι μεγάλος, αλλά πρέπει να τηρούνται οι κανόνες ασφαλείας. Επομένως, υπομονή, αποστάσεις και θα έρθει η σειρά σας.

    Πρώτο συμπέρασμα που αξίζει να το έχετε κατά νου όσοι θέλετε να πάτε: κάντε λίγο υπομονή στην ουρά. Λόγω του ιού δεν μπαίνεις κατά ομάδες στο μουσείο. Εδώ ισχύει ότι και στα καταστήματα και τα σούπερ μάρκετ: όσοι βγαίνουν, τόσοι μπαίνουν. Ο χώρος μπορεί να είναι μεγάλος, αλλά πρέπει να τηρούνται οι κανόνες ασφαλείας. Επομένως, υπομονή, αποστάσεις και θα έρθει η σειρά σας.

    Η πρώτη υποδοχή είναι, ομοίως, αναγκαία. Σε περιμένει θερμομέτρηση (είπαμε, ο ιός είναι παντού), αλλά στο επόμενο βήμα σε υποδέχεται το τρίπτυχο έργο του Παναγιώτη Τέτση «Λαϊκή Αγορά». Ένα χρωματιστό σεντόνι χαράς. Γεμάτο ανθρώπους, φως, κίνηση, παλλόμενη ζωή. Αυτό το έργο είναι που σε βάζει στη διαδικασία να σκεφτείς πως ένα Μουσείο δεν ανήκει στους ειδικούς και τους καλλιτέχνες, αλλά είναι μια λαϊκή συνάθροιση. Θεωρώ πως είναι έξοχη και σημασιολογικά ουσιαστική η επιλογή αυτού του έργου να σου λέει «καλώς ήρθες» στο μουσείο.

    Αριστερά: «Η Ελλάδα ευγνωμονούσα» του Βρυζάκη. Δεξιά: προσωπογραφία της κόρης του Γύζη (Φωτογραφίες: Εθνική Πινακοθήκη).

    Αναμένεις στην ουρά να πληρώσει το εισιτήριό σου (είναι 10 ευρώ και αν θέλετε τη γνώμη μου προτιμήστε να πληρώσετε με κάρτα αντί για μετρητά) και για να μην χάνεις χρόνο σε υποδέχονται μεγάλες οθόνες-τραπέζια, όπου μπορείς να πατήσεις όποια κινούμενη εικόνα θέλεις και να δεις κάποιους από τους πίνακες που θα αντικρύσεις στη συνέχεια διά ζώσης.

    Τα έργα στην Πινακοθήκη έχουν αναπτυχθεί στο χώρο με τη λογική της συνέχειας.

    Πλήρωσες, μπήκες και σε πιάνει αυτομάτως μια απίστευτη τρέλα να καταπιείς τα πάντα. Μια παιδική αδημονία που σε κάνει να θέλεις να διαβείς τους τρεις ορόφους της Πινακοθήκης μονομιάς. Αστική ζωγραφική του 19ου αιώνα; Το πέρασμα στον 20ο αιώνα; Μήπως τη σύγχρονη τέχνη των νέων δημιουργών ή τον ειδικά διαμορφωμένο χώρο με πίνακες που αφορούν το 1821;

    Δεν γίνεται να μην θαυμάσεις τον «Χριστό» του Κωνσταντίνου Παρθένη (Φωτογραφία: Alexandros Michailidis / SOOC).

    Δεν έχει νόημα να καταγράψω καθένα πίνακα ξεχωριστά, ούτε να επισημάνω τις τεχνοτροπίες, τις μεταβάσεις από τη μια σχολή στην άλλη και την αδιάπτωτη εξέλιξη της ζωγραφικής στην Ελλάδα. Ωστόσο, είναι φανερό πως τα έργα στην Πινακοθήκη έχουν αναπτυχθεί στο χώρο με τη λογική της συνέχειας. Για να φτάσει κανείς σε μια σύγχρονη εγκατάσταση ή σε ένα έργο του Takis, θα πρέπει να έχει περάσει από τον Λύτρα, τον αγαπημένο Παρθένη, να έχει βουτήξει μέσα στον χρωστήρα του Βρυζάκη και στα μελωμένα χρώματα του Γύζη.

    Ακολούθως να ξαναθυμίσει στον εαυτό του γιατί ο πρώιμος Μόραλης, αλλά και ο ύστερος με τις λιτές φιγούρες του, πάντα θα συνεγείρει. Γιατί ο Τσαρούχης είναι γραμμένος στο DNA μας, γιατί οι συνθέσεις του Μυταρά φέρουν κάτι από την αστική εξέλιξη του βίου μας, γιατί ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας είναι ένας γκραν μετρ διεθνούς αντανάκλασης, γιατί ο Φασιανός είναι ωσαύτως λαϊκός και αριστοκράτης.

    Aριστερά: η σύνθεση του Γαϊτη και δεξιά το «Κυπαρίσσι μνήμης» του Μποκόρου.

    Για να φτάσεις στον Ρόρρη, τον Πανιάρα, τον Κεσσανλή, τον Ψυχοπαίδη, τον Χρυστοφόρου, τον Γαϊτη, ή τον Πανιάρα, για να αναφέρω κάποιους από τους καλλιτέχνες (προσωπική επιλογή) που συνομιλούν ενεργά με τον σημερινό κόσμο και που καταφέρνουν μέσα από τα έργα τους να ξεδιπλώνουν τα κρυφά του μηνύματα. Ξεχωριστή περίπτωση είναι ο Takis. Μια ιερατική μορφή στην εικαστική πραγματικότητα της σήμερον, μια ιδιοφυία που διέτρεξε τις τέχνες και τις επιστήμες για να διαμορφώσει μια δική του παγκόσμια γλώσσα.

    Αισθανθείτε το ρίγος κοιτώντας τον πίνακα «Η Ελλάς ευγνωμονούσα» του Θεόδωρου Βρυζάκη.

    Αυτό που καταφέρνει, λοιπόν, η τοποθέτηση των έργων στη νέα Πινακοθήκη είναι η ουσία της αλληλουχίας, της συνέχειας, της μακράς αλυσίδας στην τέχνη που οι επίγονοι πατούν στους προηγούμενους εξελίσσοντας την οπτική τους, εγκιβωτίζοντας τεχνικές, λαμβάνοντας υπόψη το εκάστοτε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό zeitgeist.

    Το γυαλί στο εξωτερικό του κτιρίου επιτρέπει στο αττικό φως να εισέρχεται στην Πινακοθήκη (Φωτογραφία: Alexandros Michailidis / SOOC).

    Επομένως, μετριάστε όσο μπορείτε την αδημονία μας. Κάντε κράτει στην εγγενή ανάγκη σας να ρουφήξετε τα πάντα μονομιάς. Η αληθινή τέχνη θέλει το χρόνο της. Σταθείτε μπρος στο σεπτό έργο «Πορτρέτο του Ιωάννη Κωλέττη» του Albert Roberti. Αισθανθείτε το ρίγος κοιτώντας τον πίνακα «Η Ελλάς ευγνωμονούσα» του Θεόδωρου Βρυζάκη. Βυθιστείτε στις ήρεμες προσωπογραφίες του Γεώργιου Ιακωβίδη. Κολυμπήστε μέσα στην μπλε τονικότητα των πινάκων του Παρθένη. Κι ύστερα παίξτε άφοβα με τις νέες τεχνικές των σύγχρονων δημιουργών. Δείτε πώς ο ηλεκτρομαγνητισμός, οι βιντεοπροβολές και τα καθημερινά αντικείμενα μπορούν να γίνουν υψηλή τέχνη. Ναι, παίξτε άφοβα γιατί η αληθινή τέχνη είναι ένα σοβαρό παιχνίδι. Ο παίζων άνθρωπος κατά τον φιλόσοφο Κώστα Αξελό.

    Το «Ερωτικό» του Γιάννη Μόραλη (Φωτογραφία της Εθνικής Πινακοθήκης).

    Η αισθητική του χώρου είναι λιτή, προσεγμένη, ουσιαστική.

    Η νέα Εθνική Πινακοθήκη έχει ελληνικό αποτύπωμα. Μπορεί να ακούγεται σαν σοφιστεία όλο αυτό ή σαν σολιψισμός, εντούτοις έχει τη σημασία της η παρατήρηση. Το κτίριο εξωτερικά σου δίνει την αίσθηση ενός γυάλινου σώματος που φέρει σιδερένιο σκελετό. Ενα φουτουριστικό κατασκεύασμα που όμως δεν είναι επιθετικό προς το περιβάλλον της πόλης. Μέσα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά.

    Η αισθητική του χώρου είναι λιτή, προσεγμένη, ουσιαστική. Δεν έχουμε μια Πινακοθήκη που θέλει να δείχνει πλούσια και πλουμιστή. Εχουμε μια Πινακοθήκη που ακολουθεί τη λογική της απέριττης γεωμετρίας, όπως ήταν πάντα η ελληνική αίσθηση του μέτρου. Το γεγονός ότι τα υλικά που έχουν επιλεγεί είναι ο ανοιχτός δρυς και το ματ φινίρισμα στο μάρμαρο δείχνουν πώς οι δημιουργοί της Πινακοθήκης επιθυμούσαν να δεξιωθούν τη γαλήνη και τη χαρωπή θωπεία του ελληνικού φωτός έτσι όπως εισχωρεί από τα γυάλινα πάνελ.

    Η «Αποθέωση του Αθανάσιου Διάκου» του Κωνσταντίνου Παρθένη (Φωτογραφία της Εθνικής Πινακοθήκης).

    Ο χώρος σε εντυπωσιάζει με την απλότητά του που, όμως, δείχνει να είναι μελετημένη τόσο ουσιαστικά έτσι ώστε να ακολουθεί την πλαστικότητα και το μέτρο του λιτού κάλλους. Ακόμη και ο λευκός-γκριζωπός χρωματισμός στους τοίχους έχει τη σημασία του. Ουσιαστική παρέμβαση είναι τα κάθετα πάνελ που ενώνουν το ψηλό ταβάνι με το μαρμάρινο πάτωμα. Σε αυτά τα πάνελ που επαναπροσδιορίζουν το χώρο δίνοντάς του νέες εσοχές και πτυχώσεις, είναι τοποθετημένα μεγάλα έργα-αναπτύγματα. Σαν την εντυπωσιακή «Αποθέωση του Αθανάσιου Διάκου» του Κωνσταντίνου Παρθένη ή το «Ερωτικό» του Μόραλη.

    Έπειτα από πολύμηνο εγκλεισμό λόγω της καραντίνας θα έλεγα πως επιβάλλεται να επισκεφθείτε την Πινακοθήκη.

    Αντιλαμβάνομαι τη δημόσια συζήτηση για τους χορηγούς και το πώς έχουν τοποθετηθεί τα όνοματά του στους εξωτερικούς χώρους. Την ακούω και τη σέβομαι, αλλά σκέφτομαι παράλληλα πως χωρίς τους χορηγούς (που δεν είναι λίγοι) αυτή η Πινακοθήκη μπορεί να γινόταν (ήταν αίτημα των καιρών να πάρει σάρκα και οστά), αλλά ουδείς γνωρίζει αν θα ήταν έτσι όπως είναι τώρα και σε πόσα χρόνια θα είχε παραδοθεί προς χρήση. Είναι κάτι που οφείλουμε να προσμετράμε στη δημόσια κριτική μας.

    Αν αξίζει να επισκεφθεί κανείς τη νέα Εθνική Πινακοθήκη; Έπειτα από πολύμηνο εγκλεισμό λόγω της καραντίνας θα έλεγα πως επιβάλλεται. Καλά είναι τα μπαρ και οι καφετέριες, ουδείς αντιλέγει, αλλά η τέχνη υπάρχει για να μας θυμίζει πως ο άνθρωπος είναι το μέγα μυστήριο, το πιο ενεργητικό αίνιγμα αυτού του κόσμου. Εντέλει, είναι μια κάθαρση αυτή η επίσκεψη.

    Στο μεταξύ, αφού ολοκληρώσετε την περιήγησή σας εκεί γύρω υπάρχουν τόσα θαυμαστά μαγαζιά για να γευτείτε και την υλική υπόσταση του κόσμου. Τι λέτε για ένα τραπέζι στου Vezené ή την Cookoovaya; Τρώγοντας και πίνοντας έρχεται η όρεξη ακόμη και για ζωγραφική. Σίγουρα για ζωή.

     

    Διαβάστε ακόμα: Ανοίγει για το κοινό το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης με έργα του διάσημου Sterling Ruby.

     

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top