Υπήρξε μία εποχή που οι μουσικοί συντάκτες –στα περιοδικά- κυρίως- έριζαν για το ποιος θα αναλάβει την κριτική του τελευταίου δίσκου του Νικ Κέιβ. Ήταν τότε που ο Κέιβ υπέγραφε τους πρωτοποριακούς για τη σκηνή δίσκους του στα στούντιο του Βερολίνου.
Τα μπαρ στα Εξάρχεια έκλειναν το πρόγραμμα με το «Something Gotten Hold Of My Heart» και οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί αγωνίζονταν να επιλέξουν΄ένα τραγούδι του Κέιβ που δεν θα ενοχλούσε τα αυτιά του μέσου ακροατή. Όσο για τον ίδιο γέμιζε άνετα το ΡΟΔΟΝ και εμφανιζόταν ως dj στο «Άλλοθι» της πλατείας.
Πέρασαν όμως πολλά χρόνια από εκείνη την περίοδο που ο Κέιβ παρέσερνε τους Bad Seeds στο ντελιριακό κακόφωνο ροκ εν ρολ και τις επεισοδιακές συναυλίες τους. Τώρα οι μουσικοί συντάκτες- πολύ περισσότεροι καθώς τα sites πολλαπλασιάζονται- αποφεύγουν την αναμέτρηση με την δουλειά του.
Όχι επειδή είναι τόσο δύσβατοι οι νέοι δίσκοι του αλλά επειδή είναι αδύνατον να αναφέρεσαι στον Κέιβ χωρίς να εμπλακείς σε μία σειρά από άσχετες με τη μουσική ιστορίες όπως τις προσωπικές του απώλειες ή τις φορτισμένες πολιτικά δηλώσεις αναφορικά με το Ισραήλ ή τον αντιφασισμό ή ακόμα και την συναναστροφή του με την αγγλική αριστοκρατία.
Το πρόβλημα δεν είναι η πολιτική στάση του Κέιβ ή μάλλον η έλλειψη της, όπως το έθεσε στο βιβλίο «Πίστη, Ελπίδα και Πόνος» απαντώντας στις ερωτήσεις του συγγραφέα και δημοσιογράφου Σιν Ο’Χάγκαν. Είναι ότι ο Κέιβ προσπαθεί να εξηγήσει τις επιλογές του σχολιάζοντας πικρόχολα όσους τις κριτικάρουν.
Θα μπορούσε να δώσει συναυλίες στο Ισραήλ όπως και το έκανε χωρίς να επιτίθεται στους μουσικούς που το μποϊκοτάρουν και να δηλώνει ότι φασίστες και αντιφασίστες είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Θα μπορούσε να παραβρεθεί στη στέψη του Καρόλου χωρίς να πει ουσιαστικά ότι τώρα που μεγάλωσε –κι ωρίμασε- ο θεσμός της βασιλείας δεν του φαίνεται κάτι κακό και παρωχημένο όπως πίστευαν οι συνοδοιπόροι του στην πανκ περίοδο του.
Ο Κέιβ- και το λέει απερίφραστα και ο ίδιος- έχει αλλάξει. Δεν είναι πια ο δαιμονισμένος performer με τους πανκ μπλουζ κεραυνούς του. Εκτιμάει ότι του ταιριάζει περισσότερο η εικόνα του επιβλητικού και κομψού crooner. Δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις, η δισκογραφία του είναι αδιάψευστος μάρτυρας καθώς από τα οργιώδη άλμπουμ όπως το «Let Love In» ή το «Tender Pray» μεταπήδησε στο «Murder Ballads» που ήταν η αρχή του τέλους για τον διονυσιασμό που έσερναν ο ίδιος και οι Bad Seeds.
Από εκεί και μετά ξεκίνησε ένας άλλος δρόμος- απολλώνειο θα τον αποκαλούσε ο Νίτσε- στολισμένος με πολύ πιάνο, ελάχιστες κιθάρες και στρογγυλοποιημένο ήχο. Η «βρωμιά» των Bad Seeds υποχώρησε μπροστά στις γλυκανάλατες μελωδίες. Ο ίδιος δρόμος είναι αυτός που οδήγησε τον Κέιβ στο άνισο «Push The Sky Away» αλλά και στην περιοδεία Nick Cave Solo όπου πάσχιζε να αναδείξει τα τραγούδια του «γυμνά».
Ωραία η πρόθεση αλλά όπως είδαν όσοι πήγαν στο Ίδρυμα Ωνάση- με πανάκριβο εισιτήριο- αλλά και όσοι έριξαν μία ματιά στο youtube, δεν λειτουργούν όλα τα τραγούδια του με ένα σκέτο πιάνο και το μπάσο του Κόλιν Γκρίνγουντ των Radiohead. Πώς να χτίσεις, για παράδειγμα, τον ηχητικό καταρράκτη του «The Mercy Seat» που καθρεφτίζει την απόγνωση αλλά και την προσδοκία για λύτρωση του θανατοποινίτη, χωρίς την ροκ εν ρολ μηχανή των Bad Seeds.
Και να μην ξεχάσουμε ότι η φήμη του Κέιβ στηρίχτηκε όχι μόνο στον πρωτοποριακό ήχο αλλά κυρίως στην ικανότητα του να ερμηνεύει με μία πρωτοφανή ενεργητικότητα τα τραγούδια του. Ο Κέιβ είναι ανήμερο θηρίο στη σκηνή αλλά πίσω από το πιάνο μοιάζει κλεισμένος στο κλουβί.
Και ερχόμαστε στο «Wild God» τη νέα κυκλοφορία, πάλι με αναφορές στον εκδικητικό Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Έρχεται από την εποχή του «The Boatman’s Call» και του «No More Shall We Part» ένα σερί από δίσκους όπου πρωταγωνιστούσε το πιάνο και διακόπηκε από το γκαράζ πανκ του «Dig, Lazarus, Dig», από το «Skeleton Tree» όπου ο Κέιβ θρηνούσε με έναν απαράμιλλο τρόπο τον θάνατο του γιου του και το «Ghosteen» στην ουσία ένα προσωπικό project με τη βοήθεια του Γουόρεν Έλις, όπου προσπάθησε να φτιάξει ένα «ηχητικό σύμπαν όπου θα έβρισκε παρηγοριά η ψυχή του νεκρού γιου του».
Έχουμε πάλι μελωδίες που όμως δεν κορυφώνονται σε θόρυβο, απλά χάνονται ξανά μέσα σε χορωδιακά φωνητικά. Στην ουσία μία σειρά από σύγχρονα γκόσπελ με την παραγωγή να ρίχνει το βάρος στην ελεκτρόνικα κι όπου ο Κέιβ απαγγέλλει παρά τραγουδάει. Κάπως έτσι όλα τα τραγούδια μοιάζουν να έρχονται από την ίδια μήτρα που γέννησε το σαγηνευτικό «O Children».
Οπότε τι χρειαζόταν αυτός ο δίσκος που όλοι τον εκθειάζουν αλλά αποφεύγουν να τον περιγράψουν παρά μόνο συμφωνούν ότι είναι μία «ωδή στη χαρά»; Γιατί οι κριτικές αντί να μιλάνε για τον ήχο, εξηγούν ότι ο Κέιβ είναι πια ένας ροκ σταρ που γεμίζει στάδια- μάλλον υπερβολή- κι όχι ο βασανισμένος μουσικός εξαρτημένος από τα πάθη του; Και γιατί τελικά η νέα μουσική κατεύθυνση του Κέιβ προορισμένη να κατακτήσει το ευρύ κοινό είναι καλύτερη από την παλιά;
Ως συμπέρασμα τώρα για όσους γνώρισαν τον Κέιβ μετά το «Murder Ballads» ο δίσκος θα τους αρέσει. Σε όσους τον ακολούθησαν από την εποχή που κυλιόταν στη σκηνή του Club 22 θα τους απογοητεύσει για μία ακόμα φορά. Ειδικά γιατί στο ομώνυμο «Wild God» από τα μέσα του τραγουδιού και μετά, η φωνή του Κέιβ αποκτά ξανά εκείνη τη θριαμβευτική χροιά που δείχνει ότι δεν έχει εξημερώσει ακόμα το θηρίο που κρύβει μέσα του. Μόνο που σε έναν δίσκο σαρανταπέντε λεπτών, το μισό τραγούδι, δείχνει απλά τι θα μπορούσε να κάνει ο Κέιβ αν είχε περισσότερη πίστη στο θόρυβο και στις ρίζες του ήχου του.
Διαβάστε ακόμα: Nick Cave. Από κουρελιάρης πανκ, crooner με άψογο κοστούμι.