«Μήπως τα αρχαία κατάλοιπα είναι ένα αρχαίο παρόν που διαρκεί τόσο πολύ, ώσπου δεν υπάρχει καν, κι ας το κοιτώ κατάματα τώρα δα;». (Φωτογραφία: Νικήτας Σινιόσογλου).

Σάββατο, 11 Ιανουαρίου 2020, πρωί.    

Ο βόμβος, τα διυλιστήρια· ή το τσιμεντάδικο, είτε ακόμη τα πλοία στον κόλπο της Ελευσίνας αραγμένα αρόδο – πάντως φτάνει στ’ αυτιά μου ένας απόηχος μηχανικός και συνεχής. Στέκω στην ακρώρεια του αρχαιολογικού χώρου, πάνε δέκα χρόνια απ’ την τελευταία φορά. Τόσο μακρινός είναι ο θόρυβος, που ίσως έχει παύσει, κι ας είναι αδιάκοπος· ή μάλλον, τον αμφισβητώ επειδή είναι συνεχής. Κάθε διάρκεια ζητεί κάτι να τη διεμβολίσει εξαίφνης, παρακαλεί γι’αυτό, και το έλκει. Μήπως ολόγυρα και τα αρχαία κατάλοιπα είναι εξίσου ασθενή, ένα αρχαίο παρόν που διαρκεί τόσο πολύ, ώσπου δεν υπάρχει καν, κι ας το κοιτώ κατάματα τώρα δα; Κάποιες από τις πιο σπάνιες στιγμές της ζωής μας είναι μια απόπειρα σύνδεσης που δεν φαίνεται να πετυχαίνει παρά ως απόηχος.

«Η παρακμή του αρχαίου κόσμου διαρκεί τόσο –μα τόσο!– πιο πολύ από το γκρέμισμα του δικού μας».

Στον λόφο πάνω από το αρχαίο τελεστήριο βρίσκεται η Παναγίτσα. Είναι ο ίδιος χώρος όπου ο Μάρκος Αυρήλιος είχε χτίσει έναν ναό. Φευγαλέα μου έρχεται στον νου η Αγέλαστος πέτρα, η ταινία του Φίλιππου Κουτσαφτή: τα πλάνα με τους εορτασμούς της μικρής εκκλησίας βρίσκονταν σε αντίστιξη με τη σιωπή των Ελευσινίων Μυστηρίων. Συχνά δεν ξέρει κανείς αν κάτι μπρος του επιβιώνει σωστικά ή ως καρικατούρα. Βέβαιο είναι μόνον πως πάνε δεκαετίες από εκείνο το πανηγυράκι που καταγράφηκε στην Αγέλαστο πέτρα. Πρέπει να ήταν το 1988 ή το 1992, μικρή σημασία έχει πια. Λίγες μέρες αργότερα θα μαράθηκαν τα λουλούδια στο ανθοδοχείο της εκκλησίας· και θ’ ακολούθησαν σε ποικίλους χρόνους οι γυναίκες που μετείχαν στην αρτοκλασία, όπως κι όλοι οι άνθρωποι που πέρασαν από το ντοκιμαντέρ εκείνο, θυμάμαι ήταν αρκετοί, κάτοικοι, εργάτες στις ανασκαφές, περαστικοί, κι ο πλάνης τον ερειπίων – αυτός μου εντυπώθηκε κάπως καλύτερα. Σκόρπιες εικόνες καταγεγραμμένες πριν από είκοσι χρόνια για έναν άνθρωπο που δεν γνωρίζω ήρθαν μόλις στην επιφάνεια με αγωγό τον ίδιο χώρο, την εμπειρία του ίδιου χώρου – εάν υποθέσουμε πως είναι ίδιος ο χώρος κι αν μπορεί ποτέ ένας χώρος να μένει ίδιος. Αρτοκλασία είναι ο τεμαχισμός των άρτων, αλλά κι ο άνθρωπος που παίρνει το κομμάτι του δεν είναι παρά ένα κομμάτι ο ίδιος, συνήθως ανευλόγητο.

«Στον λόφο πάνω από το αρχαίο τελεστήριο βρίσκεται η Παναγίτσα. Είναι ο ίδιος χώρος όπου ο Μάρκος Αυρήλιος είχε χτίσει έναν ναό. Τα πλάνα στην ‘‘Αγέλαστο πέτρα’’ με τους εορτασμούς της μικρής εκκλησίας βρίσκονταν σε αντίστιξη με τη σιωπή των Ελευσινίων Μυστηρίων». («Αγέλαστος πέτρα», Φίλιππος Κουτσαφτής).

Κατεβαίνοντας από τον λόφο, ρίχνω μια γρήγορη ματιά στα δυο ανάγλυφα άνθη με τα οκτώ πέταλα, πιθανόν παπαρούνες συνδεδεμένες με κάποια μυστική τελετουργία, ένα σύμβολο που βρίσκεται πια σε κοινή θέα, κι όμως κανείς δεν μπορεί να ξεκλειδώσει με βεβαιότητα. Τα πράγματα γίνονται θραύσματα και συνάμα αντέχουν. Όλα διαλύονται πολύ εύκολα, κι όμως ένα ερέθισμα –μια σκέψη– τα συνέχει εκ νέου για μια στιγμή εδώ ή εκεί.

Τετάρτη, 15 Ιανουαρίου 2020, απόγευμα.

Σύμπτωση: Σήμερα μου ζήτησαν ένα σύντομο κείμενο για την Αγέλαστο πέτρα. Πρωτοείδα την ταινία στον «Δαναό», νομίζω, φοιτητής ακόμη· πρέπει να ήταν γύρω στα 2000. Από τότε έχω να τη δω. Κι όμως, είναι νωπό το φευγαλέο πέρασμά της απ’ τον νου κατά την περιπλάνηση του Σαββάτου, λες και το πιο αχνό αποτύπωμα έχει μιαν αυτονομία κι αντιδράσεις απρόβλεπτες, ανεξάρτητες από το βάρος του σώματος που το προκάλεσε, κάποτε. Αναρωτιέμαι για τον τρόπο που η ταινία λάνθανε μέσα μου τόσον καιρό: Τι συμβαίνει όταν θυμόμαστε μια ταινία για μια στιγμή, ή μια σκηνή της, και πού βρίσκεται μέσα μας για όσο υπνώττει;

Πέμπτη, 16 Ιανουαρίου 2020, βράδυ.

Τώρα βλέπω ξανά την Αγέλαστο πέτρα, ένα κινηματογραφημένο ημερολόγιο που γυρίστηκε μέσα στα χρόνια: 1988, 1992, 1995, 1998. Κατάλοιπα της αρχαίας Ελευσίνας συμπλέκονται με νεόδμητες κατασκευές, με θεμέλια οικοδομών, με άσφαλτο και μπάζα· και με ανθρώπους που γίνονται ερείπια οι ίδιοι, ένα δέσιμο που διαρκώς γεννά νέα ζωή σε αδιάκοπη αποδρομή. Η διάλυση των πραγμάτων διαρκεί πολύ περισσότερο από τις στιγμές της ρώμης τους και γίνεται μια μορφή ζωής η ίδια.

«Ο νους –η ψυχή!– δεν βλέπει πάντα τα χαλάσματα που έχουν δει τα μάτια».

Η μορφή του Παναγιώτη Φαρμάκη: Ο πλάνης που ανασκαλεύει τα μπάζα της Ελευσίνας ψάχνοντας για αρχαία κομμάτια. Είναι ένας σαλός ρέκτης ή μήπως διάμεσος κάποιου είδους; Μας ενώνει η έλξη του σαλού. Σε όλες τις εποχές ο σαλός παραπέμπει σε μια γνώση και απαντοχή που οι λογικοί έχουν απολέσει. O σαλός, ο αλαφροΐσκιωτος, έχει οξυμμένες τις αισθήσεις – αφή, όραση, κίνηση και λόγος λειτουργούν αλλιώτικα από του κοινού διαβάτη, λοξεύουν. Σε αντίθεση με τη συνήθη αστική περιπλάνηση, που εστιάζεται στο παρόν της πόλης, η περιπλάνηση εν μέσω ερειπίων είναι μια διαβατήρια εμπειρία που τέμνει εγκάρσια τον ιστορικό χρόνο, μία συγκοπή του χρόνου, και πέρασμα. Ο Παναγιώτης Φαρμάκης αμβλύνει τη διαφορά μεταξύ αρχαίων και σύγχρονων ερειπίων· ίσως κι εκείνη μεταξύ ανθρώπινων θραυσμάτων και υλικών. Από τα θραύσματα μπορεί κανείς να φτιάξει ένα σωρό πράγματα, κι άλλωστε το φαγητό μας γίνεται συχνά από κομμάτια και τρίμματα.

«Η μορφή του Παναγιώτη Φαρμάκη: Ο πλάνης που ανασκαλεύει τα μπάζα της Ελευσίνας ψάχνοντας για αρχαία κομμάτια. Είναι ένας σαλός ρέκτης ή μήπως διάμεσος κάποιου είδους; Μας ενώνει η έλξη του σαλού. Σε όλες τις εποχές ο σαλός παραπέμπει σε μια γνώση και απαντοχή που οι λογικοί έχουν απολέσει». («Αγέλαστος πέτρα», Φίλιππος Κουτσαφτής).

Μες στα μπάζα χάσκουν αρχαία θραύσματα ασύντακτα και χαλαρά, κι άλλα που βλέπει κανείς εμβόλιμα στις σύγχρονες κατασκευές, καταχωμένα με τη βία. Από κοινού συνθέτουν ένα φωτεινό νεφέλωμα από ρινίσματα παρελθόντος μπηγμένα στο παρόν. Κάποια χώθηκαν βαθιά κι άλλα πέρασαν ξώφαλτσα, όλα μαζί ένα σμήνος καινοφανών υπολειμμάτων που αλλάζει σχήμα ολοένα, πότε γίνεται άγκιστρο και αναρώτηση, πότε μία τροχοπέδηση. Τίποτα δεν κυλάει ανεμπόδιστο εντελώς. Κι ούτε θα έπρεπε· έχουμε ανάγκη την τριβή για να περπατάμε.

Σάββατο, 11 Ιανουαρίου 2020, απόγευμα.

Τριγυρνώ στην παραλία της Ελευσίνας. Φορώ τα αγαπημένα μου γυαλιά ηλίου και τα βγάζω για μια στιγμή. Θέλω να φωτογραφίσω ένα παλαιό αλλακτήριο ρούχων, απομεινάρι της εποχής που η Ελευσίνα είχε λουόμενους. Τα γυαλιά πέφτουν στο κράσπεδο σε μια παράξενη γωνία. Σπάνε στα δυο, στο ύψος της μύτης.

Πέμπτη, 16 Ιανουαρίου 2020, βράδυ.          

Το σπικάζ: Ο Παναγιώτης Φαρμάκης εμφανίζεται «σαν επιφάνεια θεότητας, οδοιπόρος όπως πάντα», ένας άνθρωπος που ζει «πάνω από τη γη και κάτω από τα σύννεφα», ενεός. Κι όταν ερωτάται «Πού θα σε βρω;» δίνει μια απάντηση αυθόρμητη: «Εγώ γυρίζω άσκοπα, έτσι…» Να γυροβολά κανείς άσκοπα, να πηγαίνει εδώ κι εκεί χωρίς πρόγραμμα – ορίστε η πρωτογενής δράση του πλάνητα, που γίνεται κάποτε ο άνθρωπος μες στα μπάζα. Αυτή η έκφραση: «τα μπάζα» –όπως και «τα φουρνέλα», που προφέρει ένας παλαιός εργάτης μεταλλείου, πιστολαδόρος, ή «τα ντουλαπάκια», όπως ονομάζουν κάποιοι τις βραχώδεις αφιερωματικές θήκες στο ιερό της Αφροδίτης και του Έρωτα–, αυτή η έκφραση αντιπαλεύει τη γλώσσα των αρχαιολόγων, τα «κτερίσματα» και τους τεχνικούς όρους, μάλιστα τη διανοίγει με μια ενδόρρηξη της εμπειρίας, και τη συμπληρώνει. Ένας κόσμος των μπάζων μάς παραμονεύει, και ρίχνει τη σκιά του πίσω από τις εικόνες των τακτοποιημένων αρχαιολογικών χώρων.

Η στιγμή της κατεδάφισης μιας σύγχρονης κατασκευής: η βύθισή της μες στον χρόνο που κυλά. Κατά τόπους η αρχαιότητα αντέχει περισσότερο από τις φωλιές μας, οι οποίες αποσαθρώνονται διαμιάς και επιπόλαια. Η παρακμή του αρχαίου κόσμου διαρκεί τόσο –μα τόσο!– πιο πολύ από το γκρέμισμα του δικού μας.

Οι σαλοί σαν να έχουν χαθεί από τους δρόμους των ελληνικών πόλεων.

«Όταν βλέπεις τα ίδια συντρίμμια ξανά και ξανά, και τόσο φροντισμένα, αρχίζεις να αμφιβάλλεις αν πρόκειται για ερειπιώνα, όπως συμβαίνει κάποτε με τους ηλικιωμένους γονείς, που μοιάζουν να αψηφούν τον χρόνο, όσο είναι μαζί». (Φωτογραφία: Νικήτας Σινιόσογλου).

Σάββατο, 11 Ιανουαρίου 2020, απομεσήμερο.

Η εγρήγορση του φύλακα – μια στοχευμένη έγνοια μην ξεστρατίσω από την ενδεδειγμένη διαδρομή εντός του αρχαιολογικού χώρου. Περπατώ στο ξύλινο δάπεδο απρόθυμα, η ηχώ της περπατησιάς γίνεται κούφια για λίγα μέτρα. Κιγκλιδώματα ορίζουν έναν περίπατο σημαδεμένο από τα πριν χάρη σε ταμπέλες επεξηγηματικές, που αρνούμαι να διαβάσω. Το μάτι δραπετεύει μέσα σε πηγάδια και φρέατα μπαζωμένα. Αν υπάρχει το «πνεύμα του τόπου», το genius loci των Λατίνων, θα ’χει ίσως βρει καταφύγιο εδώ κάτω. Κανείς δεν χρειάζεται πια τόσα πηγάδια.

Όταν βλέπεις τα ίδια συντρίμμια ξανά και ξανά, και τόσο φροντισμένα, αρχίζεις να αμφιβάλλεις αν πρόκειται για ερειπιώνα, όπως συμβαίνει κάποτε με τους ηλικιωμένους γονείς, που μοιάζουν να αψηφούν τον χρόνο, όσο είναι μαζί.

Υπάρχει κάτι απρόσβατο σε ό,τι φτάνει ως εμάς από χρόνους περασμένους, ακόμη κι αν ο ξενιστής του είναι τραχύς σαν μάρμαρο.

«Τα πράγματα γίνονται θραύσματα και συνάμα αντέχουν. Όλα διαλύονται πολύ εύκολα, κι όμως ένα ερέθισμα –μια σκέψη– τα συνέχει εκ νέου για μια στιγμή εδώ ή εκεί». (Φωτογραφία: Νικήτας Σινιόσογλου).

Πέμπτη, 16 Ιανουαρίου 2020, μεσονύχτι.

Ο φόβος και μαζί η ελπίδα, πως με κάθε ημέρα ξεκινούν πάλι όλα. Στην Παλατινή Ανθολογία υπάρχει ένα επίγραμμα που λέει ακριβώς αυτό:

«Μόλις περάσει το βράδυ, μέρα τη μέρα γεννιόμαστε
χωρίς να κρατάμε απ’ τη ζωή μας την πρωτινή
τίποτα. Απ’ τα χθεσινά έργα μας αποξενωθήκαμε
κι αρχίζουμε σήμερα τον υπόλοιπο βίο μας. […]
Σ’ αυτά που πέρασαν σήμερα δε μετέχεις». [Χ 79]

Το μήνυμα των ερειπίων είναι πως τα πράγματα δεν έχουν απαραιτήτως έτσι. Άλλωστε και το επίγραμμα τούτο είναι θραύσμα αλλοτινό, που αντιφάσκει όμορφα με τον εαυτό του.

Το είδωλο τόσων ανθρώπων σε φιλμ – οι άνθρωποι που αποτυπώθηκαν για λίγες στιγμές στην Αγέλαστο πέτρα, κάποιοι γεννημένοι το 1914 ή το 1919, κι όλοι ακόμη οι άλλοι, όσοι δεν έγιναν παραπομπές στα βιβλία της ιστορίας κι ούτε άφησαν πίσω τεχνήματα αξιοσημείωτα δικά τους. Το φιλμ διασώζει τρίμματα από την πεισματική τους ύπαρξη. Η μνήμη είναι υπόθεση που αφορά και τους ανθρώπους δίχως ίχνη.

Τετάρτη, 22 Ιανουαρίου 2020, βράδυ, περπατώντας στην οδό Πατησίων.

Ο γαλατάς που εν έτει 1988 γυρνούσε ακόμη στους δρόμους της Ελευσίνας με το γέρικο άλογό του – μία σκηνή από την Αγέλαστο πέτρα. Τη θυμήθηκα απόψε που αγόρασα κάστανα, κάπου κοντά στο μπαρ «Au revoir».

«Στην παραλία της Ελευσίνας ο περιπατητής μπορεί να δει την ακρωτηριασμένη πλώρη ενός πλοίου τσιμεντωμένη λοξά στην προμενάντα. Είναι μνημείο, έργο τέχνης ή και τα δυό μαζί;». (Φωτογραφία: Νικήτας Σινιόσογλου).

Πέμπτη, 16 Ιανουαρίου 2020, μεσονύχτι.

Οι ηλικιωμένοι που έφτασαν στην Ελευσίνα από την Ιωνία, τούτοι οι πρόσφυγες που μπρος στην κάμερα δεν μοιάζουν να αντιλαμβάνονται πλήρως την απώλεια του γενέθλιου τόπου: Ο νους –η ψυχή!– δεν βλέπει πάντα τα χαλάσματα που έχουν δει τα μάτια.

Πέμπτη, 16 Ιανουαρίου 2020, απόγευμα.

Καθώς ετοιμάζομαι να δω την Αγέλαστο πέτρα, γυρνώ νοερά –όσο είναι δυνατόν– στον κινηματογράφο «Δαναό» πριν από είκοσι τόσα χρόνια. Αν κάτι δεν είχα τότε αντιληφθεί, είναι πως γερνάμε αδιάκοπα μέσα σε θραύσματα προσώπων και αντικειμένων. Φαίνεται πως πρέπει κανείς να αρχίσει να γίνεται ερειπιώνας για να αρχίσει να καταλαβαίνει. Κι όμως, η στιγμή που νιώθεις πως χάνεις έδαφος είναι συχνά σημάδι πως βρίσκεσαι στον δρόμο σου, αν όχι σπίτι σου.

Σάββατο, 11 Ιανουαρίου 2020, απόγευμα.

Καθ’ οδόν, διαφημιστικές αφίσες, λιγότερες απ’ ό,τι προ εικοσαετίας, πάντως αρκετές. Τούτα τα τεράστια πρόσωπα, χάρτινα και άρτια, που στην Αγέλαστο πέτρα βρίσκονταν σε αντίθεση με τα φθαρμένα πρόσωπα των γέρων της Ελευσίνας· μια μάχη της εικόνας, που διογκώνεται για λίγο, με την αλήθεια, που φθείρεται για χρόνια. Οι διαφημίσεις στήνονται και ξηλώνονται ολοένα χωρίς κανείς να αντιλαμβάνεται το πέρασμά τους, όπως αρμόζει να γίνεται με τους προσωρινούς ήρωες κάθε λογής, τους αναλώσιμους. Συγγνώμη από τους άλλους, τους φθαρμένους έως θανάτου, δεν πρέπει να ζητήσουμε εμείς, όσο η ζωή η ίδια.

Η «Αγέλαστος πέτρα» βραβεύτηκε στο 41ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με τέσσερα βραβεία, μεταξύ των οποίων το Βραβείο Κοινού και το Βραβείο της Πανελλήνιας Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου.

Παρασκευή, 17 Ιανουαρίου 2020, πρωί.

Ενδιαμέσως ύπνου κι εγρήγορσης μου έρχεται στον νου η σκηνή από την Αγέλαστο πέτρα με το σφυροδρέπανο στο φουγάρο ενός αραγμένου πλοίου, σύμβολο ορφανεμένο να πλέει στον κόλπο της Ελευσίνας. Αδρανές δεν είναι και τώρα ακόμη, γιατί συνειρμικά κάπως με κάνει να σκεφτώ κι εκείνα τα μπλε αστικά λεωφορεία που εμφανίζονται σε άλλες σκηνές της ταινίας, που τα πρόλαβα μικρός. Σύγχρονα τότε, διαλυμένα σήμερα – εκτός από ένα ή δυό που έτυχαν ανακατασκευής για λόγους μουσειακής επανάχρησης.

 Σάββατο, 11 Ιανουαρίου 2020, απόγευμα.

Στην παραλία της Ελευσίνας ο περιπατητής μπορεί να δει την ακρωτηριασμένη πλώρη ενός πλοίου τσιμεντωμένη λοξά στην προμενάντα. Είναι μνημείο, έργο τέχνης ή και τα δυό μαζί; Άδοξος θάνατος για πλοίο· αν είχε τη δυνατότητα, το πλοίο θα διάλεγε ίσως τον βυθό, ένα βούλιαγμα που θα το κρατούσε ακέραιο και στο στοιχείο του. Ενώ μια πλώρη καταδικασμένη σε ισόβια ακινησία – υπάρχει πιο θλιβερό μνημείο;

Γυρνώ μέσα σε θραύσματα που θα ήθελαν να είναι βράχοι.

Σαν τον χρόνο, η Ελευσίνα είναι χώρος άρδην ανάστατος.

 

Σημ.: Αυτό το ημερολόγιο περιπλάνησης δημοσιεύθηκε σε έντυπη μορφή στον Α/Κατάλογο του 22ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, με τίτλο «ΕΛΕΥΣΙΣ. Σκέψεις με αφορμή την «Αγέλαστο πέτρα». Ευχαριστώ την Γκέλυ Μαδεμλή και τον Ορέστη Ανδρεαδάκη για την άδεια να αναδημοσιευθεί σε ηλεκτρονική μορφή στο andro.gr.

 

Δείτε: «Αγέλαστος πέτρα» – το τρέιλερ.

 

Διαβάστε ακόμα: Νικήτας Σινιόσογλου – «Στη Λεωφόρο ΝΑΤΟ είδα να κατοπτρίζεται η ωμή εκδοχή της νεότερης Ελλάδας».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top