«Οι άνθρωποι δείχνουν τον αληθινό τους χαρακτήρα όταν ξυπνάνε το πρωί. Αν είναι νευρικοί και αγενείς, έτσι είναι και στη ζωή τους. Αν είναι ευγενικοί τότε είναι καλά παιδιά» θυμάμαι να μου λέει η γιαγιά μου, όταν ήμουν πιτσιρικάς. Δεν ξέρω κατά πόσο κρύβουν δόσεις αλήθειας τα παραπάνω λόγια της, αλλά σε περίπτωση που ισχύουν τότε ο Νικολάκης Ζεγκίνογλου είναι ένα πάρα πολύ καλό παιδί.
Βλέπεις, η πρώτη μας «γνωριμία» έγινε τηλεφωνικά ένα πρωινό μιας Τετάρτης, όταν τον κάλεσα για να κανονίσουμε τη συνέντευξη. Που να το ξέρω ότι εκείνος είχε πέσει για ύπνο πριν από δύο ώρες, καθώς είχε νυχτερινά γυρίσματα το προηγούμενο βράδυ; Παρά το γεγονός ότι τον διέκοψα στο καλύτερο σημείο, με την ήρεμη αγουροξυπνημένη του φωνή και με πολλές δόσεις ευγένειας με ρώτησε «σας πειράζει να σας καλέσω εγώ το μεσημέρι, επειδή τελείωσα τη δουλειά πριν από λίγο;».
Fast forward λίγες ημέρες μετά, συναντιόμαστε ένα ζεστό μεσημέρι του Μαΐου στη Φωκίωνος Νέγρη. Μέσα στην κάψα της Αθήνας. Να πω την αλήθεια, με την πρώτη ματιά δεν μου έκανε για τον άνθρωπο που έχω δει στην τηλεόραση, περισσότερο μου θύμισε μέλος DIY πανκ μπάντας (είχε και από αυτό στη ζωή του ως φοιτητής), που το προηγούμενο βράδυ έπαιζε live σε κάποιο υπόγειο της Κυψέλης. Κι όμως, τον Νικολάκη Ζεγκίνογλου, τους τελευταίους μήνες τον έχεις δει ουκ ολίγες φορές στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη. Στην πάρα πολύ καλή σειρά «Milky Way» του Βασίλη Κεκάτου, στην «Παραλία» που σκηνοθετεί ο Στέφανος Μπλάτσος και πιο πρόσφατα στην ταινία «Μέντιουμ» της Χριστίνας Ιωακειμίδη.
Από αυτήν την τελευταία του δουλειά, ξεκίνησε και η κουβέντα μας. Μια ταινία όπου κοιτάμε τη ζωή της 16χρονης Ελευθερίας, όπου μέσα στη ραστώνη της προσπαθεί να πιαστεί από κάπου κι αυτό το κάπου είναι ο έρωτας με τον Άγγελο, που υποδύεται ο Νικολάκης.
Λίγο κωλοπαιδάκι μου έκανε ο Άγγελος, του λέω. «Δεν θέλω να πω ότι ο Άγγελος είναι κωλοπαιδάκι. Έχει κι αυτός τα δικά του, δεν ανοίγετε τόσο εύκολα. Είναι και μεγαλύτερος σε ηλικία, άρα αυτά τα καρδιοχτύπια τα έχει περάσει. Αλλά βλέποντας την ταινία, καταλαβαίνεις ότι κι αυτός ψάχνεται» θα μου απαντήσει και συμπληρώνει: «Αξίζει να τη δεις σε θερινό σινεμά την ταινία. Θα σου βγάλει όλη την καλοκαιρινή ζέστη της Αθήνας».
Μια ζέστη της Αθήνας που την έζησε αρκετά έντονα στα γυρίσματα του φιλμ, το περασμένο καλοκαίρι. «Τα γυρίσματα είναι πάντα η καλύτερη περίοδος που μπορείς να έχεις σε μια ταινία. Για το “Μέντιουμ” κράτησαν περίπου ένα μήνα και κάθε μέρα, όταν τελειώναμε, πηγαίναμε για βόλτα και μπυρίτσα, μέσα στην κάψα της πόλης». Ζέστη ξε-ζέστη πάντως, πέρασε καλά στα γυρίσματα. «Η συνεργασία με τη Χριστίνα ήταν γαμώ! Είχαμε πολύ εύκολη συνεννόηση μεταξύ μας και εκείνη είναι πολύ καλή παρέα» θα μου πει.
Γεννημένος το 1990, πέρασε την παιδική του ηλικία σε Αθήνα και Κρήτη. «Στο Ηράκλειο της Κρήτης πήγαμε, όταν ήμουν 9 χρονών, λίγο μετά τον μεγάλο σεισμό του 1999. Είναι η μητέρα μου από εκεί, άρα δεν ήταν δύσκολο να μετακομίσουμε» τονίζει. Πώς είναι όμως για ένα παιδί να αφήνει σε αυτή την μικρή ηλικία τον κόσμο του και να πηγαίνει σε άλλη πόλη; «Η ζωή εκεί είναι πιο εύκολη σε σχέση με την Αθήνα, αλλά ταυτόχρονα και πιο σκληρή» θα τονίσει, έστω κι αν δυσκολεύτηκε με τις παρέες του στην αρχή. «Η νοοτροπία των αγοριών στην Κρήτη ήταν διαφορετική από ότι είχα συνηθίσει, μάλλον κι εγώ έχω μεγαλώσει λίγο πιο ευαίσθητος. Δεν τα βρίσκαμε στην αρχή, άρα έκανα πολύ παρέα με τα κορίτσια. Αργήσαμε λίγο να συνδεθούμε, να προσεγγίσουμε ο ένας τον άλλον» λέει με ειλικρίνεια και συμπληρώνει, λίγο γελώντας και λίγο αναπολώντας: «Η ζωή στην Κρήτη ήταν μέλι γάλα».
Στην Κρήτη θα μείνει και ως φοιτητής. «Σπούδασα ηχοληψία στο Ρέθυμνο, αλλά δεν τελείωσα ποτέ τη σχολή» μου αναφέρει και η κουβέντα πάει αμέσως στην υποκριτική. «Πως μπήκε στη ζωή μου; Με μια κοπέλα» και μου εξηγεί: «Γνώρισα μια κοπέλα και ήμασταν πολύ ερωτευμένοι. Αυτή σπούδαζε υποκριτική στο Τέχνης και μου έλεγε πως τα περνούσε. Κάπως έτσι με έπεισε κι αυτή να ασχοληθώ, ήθελα κι εγώ να έρθω Αθήνα για να είμαι μαζί της και το ένα έφερε το άλλο. Αν αναρωτιέσαι, όχι δεν έγινα ηθοποιός για μια κοπέλα. Απλά αυτή ήταν που μου το ξύπνησε μέσα μου, δεν το έκανα μόνο για αυτήν. Αν ήταν έτσι θα τα είχα παρατήσει και θα έκανα κάτι άλλο τώρα».
Βέβαια, και ο δρόμος της υποκριτικής, μόνο εύκολος δεν ήταν – μάλλον ούτε τώρα είναι. «Στην αρχή οι δικοί μου, δεν το πήραν πολύ ζεστά. Είναι το άγχος που έχουν οι γονείς, για το τι θα κάνει το παιδί σου καθώς υπάρχει μεγάλη ανεργία στον χώρο» μου λέει και συμπληρώνει: «Κι εκτός από την ανεργία, θέλει πολύ προσπάθεια. Θέλει υπομονή, επιμονή και γερό στομάχι για να τα καταφέρεις».
Αλήθεια, δεν σκέφτηκε ποτέ να τα παρατήσει; «Φυσικά. Ακόμα το σκέφτομαι να πω ένα “γάματα” και να κάνω μια πιο νορμάλ ζωή» τονίζει και μου εξηγεί, πάνω κάτω, πως το νιώθει: «Υπάρχει πολύ άγχος. Ακόμα και τώρα που κλείνω δουλειές, υπάρχει το άγχος της επόμενης μέρας. Πάντα νομίζω υπάρχει το άγχος μέχρι να κλείσεις την επόμενη δουλειά. Και πάντα κάνεις ένα πρόγραμμα στο μυαλό σου, ιδιαίτερα στο οικονομικό, να κρατήσεις λεφτά στην άκρη γιατί δεν ξέρεις αν θα έχεις δουλειά σε έξι μήνες».
Άρα, λεφτά δεν έχει βγάλει από τη δουλειά; «Λεφτά; Όχι δεν έχω βγάλει» είναι η πρώτη του, αυθόρμητη απάντηση. «Ok, αναδιατυπώνω. Όλα είναι σχετικά με τα λεφτά. Αν το δεις από το μηδέν, που ήρθα Αθήνα με άδειες τσέπες, ναι έχω βγάλει λεφτά. Αλλά καμία σχέση με αυτό που νομίζει ο κόσμος επειδή σε βλέπει σε τηλεόραση και κινηματογράφο».
Ή αν σε έχει δει στις Κάννες, θα πω εγώ ο κακεντρεχής. Όντως, αληθεύει ότι δανείστηκε χρήματα για να πάει στις Κάννες για την ταινία μικρού μήκους «Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς» του Βασίλη Κεκάτου; «Πως να μην δανειστώ; Μια σαλάτα caesar κόστιζε 20 ευρώ εκεί» λέει γελώντας. «Ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία, πολύ περίεργη, νιώθεις ότι είσαι συνεχώς στο επίκεντρο. Αλλά ήταν και πολύ ωραία ταυτόχρονα. Απρόσμενο εντελώς, να κάνεις μια ταινία μικρού μήκους 9 λεπτά, μια ημέρα γυρίσματα και μετά να πηγαίνεις στις Κάννες. Σαν να παίρνεις Τσάμπιονς Λιγκ με την ομάδα από το τοπικό πρωτάθλημα».
Κι αυτό το Τσάμπιονς Λιγκ, έφερε φήμη και αναγνωσιμότητα; «Έφερε, αλλά δεν τα πάω πολύ καλά με αυτά. Είμαι αρκετά low profile, θα έλεγα ότι είμαι κοινωνικά awkward. Κοκκινίζω όταν μιλάω με κόσμο τις περισσότερες φορές» τονίζει και δεν πέφτω από τα σύννεφα. Άλλωστε από την αρχή της κουβέντας μας ξεχωρίζει αυτό το low profile στον χαρακτήρα του, λίγο κόντρα ρόλος με το παρουσιαστικό του, που δείχνει ένα άνετο παιδί πόλης.
«Είμαι παιδί πόλης, αλλά δεν είμαι και τόσο. Αν με ζήσεις λίγο καταλαβαίνεις την επαρχία μέσα μου. Με βγάζει εκτός η Αθήνα, με καταθλίβει. Για αυτό και πάντα έχω στο μυαλό μου να φύγω από την Αθήνα κάποια στιγμή. Ήδη, όποτε βρίσκω λίγο ελεύθερο χρόνο, παίρνω το σκυλί μου και φεύγουμε» μου λέει, αναλύοντας λίγο το μελλοντικό του σχέδιο ζωής, αν όλα πάνε καλά: «Το τέλειο πλάνο είναι να είμαι 6 μήνες στην Αθήνα για δουλειά και 6 μήνες στην επαρχία για μένα».
Πλησιάζουμε σχεδόν τις δύο ώρες που τα λέμε και τρώγομαι με τα ρούχα μου, να τον ρωτήσω: γιατί σε φωνάζουν ακόμα Νικολάκη; «Εύκολη ερώτηση. Το “Νικολάκης” μου το κόλλησαν οι φίλοι μου ως φοιτητής στο Ρέθυμνο, επειδή είχαμε πολλούς Νίκους στην παρέα και το κρατάω γατί μου αρέσει. Φαντάσου είχαμε κι άλλον έναν Νικολάκη στην παρέα και για να μας ξεχωρίζουν, εκείνον τον φώναζαν “ο Νικολάκης ο ήσυχος”. Εγώ απλά δεν ήμουν ήσυχος» λέει, με ένα σατανικό γελάκι στο πρόσωπό του.
Έξαλλα νεανικά χρόνια; «Αρκετές αλητείες στην εφηβεία. Τόσες, που όταν μεγαλώνεις και κοιτάς πίσω στον εαυτό σου, σκέφτεσαι πως από τύχη έχουμε φτάσει εδώ».
Διαβάστε ακόμα: Κέβιν Κόστνερ – Ο τζογαδόρος του Χόλιγουντ που του αρέσει να πηγαίνει «όλα μέσα» και όπου βγει