«Είμαι πολύ αισιόδοξος για τον Τύπο, παρά την κατάσταση που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα» (Φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη).

Δημοσιογραφική αναδρομή; Ναι, αλλά όχι μόνο. Μια κοσμοπολιτική ματιά στο παρελθόν της Αθήνας και του Παρισιού; Σαφώς, οι τόποι έπαιξαν το ρόλο τους. Μήπως μια αποτύπωση της λατρείας της ανάγνωσης; Πώς θα μπορούσε αλλιώς; Επί 20 συναπτά χρόνια ο Νίκος Μπακουνάκης ήταν στη διεύθυνση του πρώτου ενθέτου για βιβλίο που παρουσιάστηκε στον ημερήσιο Τύπο, τα «Βιβλία» του Βήματος.

Καρπός των αναμνήσεών του από εκείνα τα χρόνια είναι το βιβλίο του «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις. Ένα πολυπρισματικό, αυτοβιογραφικό βιβλίο που έχει κάμποση δημοσιογραφία, λογοτεχνία, σχέσεις ανθρώπων και πόλεις. Γραμμένο σαν ένα μυθιστόρημα περισσότερο και λιγότερο σαν memoir. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Andro ξεδιπλώνει κάποιες από τις σημαντικότερες πτυχές της 20χρονης πορείας του στο ένθετο, αλλά και στον τότε Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη.

«Αυτό το ένθετο δεν είχε μόνο αναγνωστική επιτυχία, αλλά και εμπορική. Εμφάνισε μια νέας μορφής κατηγορία διαφημίσεων που ήταν από εκδοτικούς οίκους».

– Αυτό το βιβλίο είναι το δικό σας credo; Δημοσιογραφικό ίσως; 

Δεν είναι μόνο δημοσιογραφικό. Έχει περισσότερο σχέση με τη γραφή και την ανάγνωση. Με εμένα από την πλευρά του αναγνώστη ή του κριτικού και του συγγραφέα.

– Η αφορμή του, ωστόσο, είναι απόλυτα δημοσιογραφική. Το ένθετο «Βιβλία» του Βήματος.

Σωστά, η αφορμή είναι ένα ένθετο, το οποίο όμως είναι λογοτεχνικό. Το δημιούργησα, όπως λέμε, from scratch. Ήταν το πρώτο ένθετο για βιβλία στον ημερήσια Τύπο και μάλιστα από καταβολής του, από το 1873 που εμφανίστηκε η πρώτη εφημερίδα. Στη συνέχεια προκάλεσε μια χιονοστιβάδα ενθέτων. Ακολούθησαν τα Νέα, η Ελευθεροτυπία και ο Αγγελιοφόρος.

– Σας καθόρισε εκείνη η στιγμή να υποθέσω. 

Ναι, πάρα πολύ. Το γράφω και στο βιβλίο. Αυτό το ένθετο δεν είχε μόνο αναγνωστική επιτυχία, αλλά και εμπορική. Εμφάνισε μια νέας μορφής κατηγορία διαφημίσεων που ήταν από εκδοτικούς οίκους. Στις πολύ καλές εποχές οι καταχωρήσεις εκείνες ξεπερνούσαν τις 500.000 ευρώ. Αυτό το ένθετο άλλαξε και το δικό μου στάτους ως δημοσιογράφου και το στάτους μου μέσα στην ιεραρχία της εφημερίδας. Τότε ήταν πολύ δύσκολο να εξελιχθείς στην ιεραρχία. Ήθελε ικανότητες και πολλή δουλειά. Αυτό το ένθετο άλλαξε και το Βήμα. Ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το πολιτιστικό προφίλ της εφημερίδας.

«Ο Ψυχάρης ήταν ο μοιραίος άνθρωπος γιατί στα χέρια του ”πέθανε” ο ΔΟΛ».

– Η ιδέα του ενθέτου ανήκει στον Σταύρο Ψυχάρη. Οι περισσότεροι έχουν την εντύπωση πως πρόκειται για έναν άνθρωπο άτεγκτο και σκληρό. Δύσκολα μπορούμε να τον φανταστούμε να ενδιαφέρεται για βιβλία. 

Μολονότι είναι ο μοιραίος άνθρωπος γιατί στα χέρια του «πέθανε» ο ΔΟΛ και ευθύνεται γι’ αυτό (για την εξαφάνιση μιας δημοσιογραφικής κουλτούρας ενός αιώνα), ο Ψυχάρης είχε υψηλό αισθητήριο σε σχέση με τις εφημερίδες. Αυτός δημιούργησε την πολυεφημερίδα στον ελληνικό Τύπο. Φαντάζομαι θα είδε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ότι κάτι είχε αρχίσει να γίνεται με το βιβλίο. Ο χώρος του βιβλίου άρχισε να ξεπερνάει την εφηβική φάση του, ανδρωνόταν και αποκτούσε μέγεθος. Ο Ψυχάρης έκανε παρέα με εκδότες και είχε άμεσα αυτά τα μηνύματα. Και έτσι μου το ανέθεσε. Κι εγώ ήμουν έτοιμος γιατί είχα εξοικείωση με τα ένθετα. Είχα κάτι στο μυαλό μου και πέτυχε.

– Τα αρχικά σας πρότυπα προέρχονταν από τον γαλλικό Τύπο.

Τα πρώτα ένθετα που διάβασα ήταν της Figaro. Φυσικά ήμουν σε μικρή ηλικία και δεν καταλάβαινα από πολιτική, απλώς έβλεπα τα ονόματα των συγγραφέων που αναφέρονταν εκεί. Εκ των υστέρων άρχισε να με ενδιαφέρει η κριτική και το πώς φτιάχνεται ένα ένθετο. Βέβαια, όλα αυτά δημιουργούν μέσα σου ένα έρμα που βγαίνει με έναν μαγικό τρόπο.

«Ο Ψυχάρης είχε υψηλό αισθητήριο σε σχέση με τις εφημερίδες» (Nick Paleologos / SOOC).

– Όταν σας είπε ο Ψυχάρης ότι αναλαμβάνετε το ένθετο αισθανθήκατε ότι χάνετε το έδαφος κάτω από τα πόδια σας; 

Όχι δεν το αισθάνθηκα. Απλώς του είπα πως χρειαζόμουν τρεις μήνες και μου είπε «δεν κατάλαβες, το θέλω σε δύο εβδομάδες». Οπότε, μέσα σε δύο εβδομάδες σχεδιάστηκε και φτιάχτηκαν τα περιεχόμενά του. Είχα ξεκάθαρα μέσα μου ότι θα ακολουθήσω μια δοσολογία 70-30. Το 70% θα ήταν βιβλία ιστορίας, βιογραφίες, επιστημονικά βιβλία κλπ και το 30% θα ήταν λογοτεχνία. Το να παρουσιάζεις ένα βιβλίο είναι σαν να παρουσιάζεις μια αυτόνομη ιστορία. Επομένως, μια δημοσιογραφική κριτική θα έπρεπε να είναι μια ιστορία. Ετσι ήταν τα περισσότερα κείμενα. Τελικά, το μοντέλο που ακολούθησα ήταν αγγλοσαξονικό, το Βooks των Τimes του Λονδίνου που δεν υπάρχει σήμερα, όπως και το Books Review των Νew York Times, του οποίου το σχήμα ταίριαζε με το δικό μας. Η συνταγή ήταν έτοιμη.

«Στην Ελλάδα έχει εξασθενίσει η επιχειρηματική κουλτούρα του Τύπου».

– Από τη στιγμή που φύγατε το παρακολουθείτε το ένθετο; 

Θα έλεγα όχι.

– Σας λυπεί πως δεν είστε μέσα; 

Με είχε λυπήσει στην αρχή, αλλά μετά συμφιλιώθηκα. Αυτή είναι η εξέλιξη του πράγματος. Δεν θα μπορούσα να είμαι αιώνιος. Ήμουν ήδη 20 χρόνια.

– Ωστόσο, πριν από λίγες ημέρες δώσατε συνέντευξη στο ένθετο. Σαν να έκλεισε, με περίεργο τρόπο, ένας κύκλος. 

Μετά από μήνες επέστρεψα στο Βήμα σαν φιλοξενούμενος. Δεν μου έχει ξανασυμβεί.

Το βιβλίο του Νίκου Μπακουνάκη «Όταν έπεσα στο μελανοδοχείο» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.

– Αν σας έκαναν πρόταση τώρα από άλλη εφημερίδα να αναλάβετε ένα αντίστοιχο ένθετο θα λέγατε «ναι»; 

Όχι, γιατί έχει κλείσει αυτός ο κύκλος. Τώρα με ενδιαφέρει το Podcast που κάνω για τα βιβλία και τους συγγραφείς.

– Στις μέρες μας τα social media είναι επικυρίαρχα έναντι του παραδοσιακού Τύπου. Πώς βλέπετε την εξέλιξη; 

Είμαι πολύ αισιόδοξος, παρά την κατάσταση που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Σε εμάς έχει εξασθενίσει η επιχειρηματική κουλτούρα του Τύπου. Λείπει ο επιχειρηματίας που θα κάνει επενδύσεις στην παραγωγή νέων προϊόντων, πρωτότυπου περιεχομένου, ερευνητικού ρεπορτάζ, σε new media, σε virtual reality. Αιτία δεν είναι μόνο η κρίση που δεν το βλέπουμε αυτό στην Ελλάδα. Στη δική μου εποχή συνέβαινε. Το 1999 ο Λαμπράκης δημιούργησε το In.gr. Τα έβλεπε όλα αυτά, τα είχε οραματιστεί. Αυτή τη στιγμή η διεθνής τάση είναι να έχουμε πολυμεσικά μέσα. Αυτές οι εφημερίδες εξακολουθούν να παίζουν το παιχνίδι του Τύπου με πρωτότυπο περιεχόμενο και το βλέπουμε να συμβαίνει στην Ευρώπη και τη Β. Αμερική. Φαντάζομαι ότι κάτι τέτοιο μπορεί και να συμβεί στην Ελλάδα.

– Στη χώρα μας ο κόσμος γύρισε την πλάτη του στα λεγόμενα συστημικά μέσα, αλλά για άλλους λόγους.

Συστημικό μέσο είναι και τα κανάλια. Η κρίση του Τύπου στην Ελλάδα, το λέω και στο βιβλίο μου, είναι μια κρίση απαξίωσης κι αυτού που ονομάζουμε συστημικός Τύπος και αρχίζει το 1989 και ευθύνονται πολύ και οι εκδότες. Ηταν μια εσωστρεφής νοοτροπία που δεν μπορούσε να δει τα πράγματα διεθνώς πώς εξελίσσονται. Υπήρξε μια πλήρης ταύτιση των συστημικών μέσων προς αυτή τη νοοτροπία, αλλά και πλήρης ταύτιση με τα πρόσωπα. Δεν γινόταν να είσαι αρχισυντάκτης σε μια εφημερίδα και σε μια τηλεόραση ταυτόχρονα. Υπήρξε παρόμοια ατζέντα θεμάτων ανάμεσα στις εφημερίδες και τα κανάλια, τη στιγμή που τα δεύτερα ανήκουν σε μια άλλη κατηγορία παραγωγής ειδήσεων.

– Η λεγόμενη διαπλοκή; Αυτή δεν έπαιξε ρόλο; 

Φυσικά υπήρξε αυτό το φαινόμενο, αλλά κατά την άποψή μου είναι περισσότερο κατασκευή. Μα, πάντα συνέβαινε οι ιδιοκτήτες των μέσων να έχουν σχέση με τους εκάστοτε κυβερνώντες. Η φιλολογία της διαπλοκής απαξίωσε πάρα πολύ τις εφημερίδες. Κάποια στιγμή οι εφημερίδες έπαψαν να είναι αναγκαίες γιατί δεν έλεγαν τίποτα γι’ αυτά που μας ενδιέφεραν. Την περίοδο της κρίσης, ποια εφημερίδα μας είπε τι ακριβώς συνέβη; Ακόμη και τώρα με την πανδημία, ποια ρεπορτάζ των εφημερίδων πάνε πέρα από τις ανακοινώσεις των λοιμωξιολόγων; Υπάρχει, πλέον, ταύτιση των πηγών των εφημερίδων με τις κυβερνητικές. Γιατί να πάρω μια τέτοια εφημερίδα; Τι να μάθω; Αυτό που θα ακούσω το απόγευμα στην τηλεόραση;

«Αλλιώς γράφεις για ένα βιβλίο στο instagram, στο Facebook ή σε ένα μπλογκ».

– Το λέτε και στο βιβλίο ότι η έντυπη έκδοση πρέπει να διαρκεί περισσότερο και να μην στηρίζεται στην πρώτη ύλη. 

Ναι γιατί αυτές τις τρέχουσες ειδήσεις τις ξέρουμε ήδη. Το έντυπο πρέπει να πηγαίνει πέρα από τη «σκληρή» είδηση.

– Για να επιστρέψω στο ένθετο του Βήματος. Εκεί καταλάβαμε πως η κριτική του βιβλίου δεν μπορεί να είναι μόνο η υπόθεσή του, αλλά κι αυτό που κρύβεται κάτω από τις λέξεις. 

Τα κείμενα πρέπει να πηγαίνουν και κάτω από τις λέξεις του βιβλίου. Φυσικά, ένα κριτικό κείμενο πρέπει να λέει την υπόθεση του βιβλίου χωρίς να λέει το τέλος του βιβλίου. Η δημοσιογραφική κριτική έχει τους κανόνες της, υπάρχει από τον 18ο αιώνα. Το επαναστατικό του πράγματος είναι να οργανώσεις όλο αυτό το υλικό σε ένα ένθετο με αρχή, μέση και τέλος.

«Ο κριτικός είναι ένας επαγγελματίας. Πρέπει να διαβάσει ένα βιβλίο για να γράψει ένα κείμενο» (Φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη).

– Η κριτική του βιβλίου που υπάρχει πλέον παντού και ιδιαίτερα στα σάιτ και τα μπλογκ σας καλύπτει; 

Στην πλειοψηφία τους όχι. Τα περισσότερα αναπαράγουν τα δελτία Τύπου των εκδοτικών οίκων. Δεν βλέπω κάτι που να με ενδιαφέρει. Το κάθε μέσο έχει τους κανόνες του. Αλλιώς γράφεις για ένα βιβλίο στο instagram, στο Facebook ή σε ένα μπλογκ. Πρέπει να προσμετράς τη διαδραστικότητα, αυτό που λέμε share.

– Ο κριτικός λογοτεχνίας είναι ένας αποτυχημένος συγγραφέας όπως λένε οι συγγραφείς; 

Ναι, έτσι λένε! Δεν ξέρω αν ο Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, ένας από τους πιο επιδραστικούς κριτικούς λογοτεχνίας, είχε προσπαθήσει να γράψει ποτέ μυθιστόρημα. Το ίδιο και ο Αλφρεντ Κάζινς, ο Χαρολντ Μπλουμ, o Mάικλ Ντίρντα της Washington Post που ήταν από τους αγαπημένους μου. Οι συγγραφείς το λένε για κριτικούς που είναι ιδιαίτερα κατεδαφιστικοί. Μπορεί να είναι αστικός μύθος.

«Ακόμη κι αν είσαι ένας διεφθαρμένος αναγνώστης, μέσα στη ρουτίνα, πάντα έρχεται ένα βιβλίο και σε αναστατώνει».

– Ο κριτικός «σκοτώνει» μέσα του τον αγνό αναγνώστη; 

Όχι, δεν τον σκοτώνει. Ο κριτικός είναι ένας επαγγελματίας. Πρέπει να διαβάσει ένα βιβλίο για να γράψει ένα κείμενο. Μπορεί να χάνεται η απόλαυση, αλλά αν θέλεις να διαβάσεις ένα βιβλίο για τη δική σου απόλαυση θα το κάνεις. Είναι ένα επάγγελμα που έχει τη ρουτίνα του. Μπορεί να σε οδηγήσει σε μια απομάγευση. Εγώ πάντα περιμένω με αναμονή και χαρά τους φακέλους με τα νέα βιβλία μήπως και βρω κάτι που θα σε συνεπάρει. Ακόμη κι αν είσαι ένας διεφθαρμένος αναγνώστης, μέσα στη ρουτίνα, πάντα έρχεται ένα βιβλίο και σε αναστατώνει.

– Στο υπαρξιακό ερώτημα αν οι Έλληνες διαβάζουν τι θα απαντούσατε; 

Δεν είναι υπαρξιακό ερώτημα. Διαβάζουν όλο και περισσότερο. Eγώ καταγράφω τα βιβλία που διαβάζω από 17 ετών. Η πρώτη εγγραφή στο σημειωματάριό μου είναι 10/9/1973. Είμαι στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Εκεί βρίσκεται η αθωότητα ενός νέου που διαβάζει ό,τι βρίσκει. Το πρώτο βιβλίο που διαβάζω είναι η Μαντάμ Σουσού του Ψαθά. Φαίνεται όμως ότι διάβαζα γρήγορα, καθώς ακολουθούν σύντομα κι άλλες εγγραφές βιβλίων που διάβασα.

– Καταλαβαίνετε, φυσικά, πως στις μέρες μας αυτή η φιλαναγνωσία αντιπαλεύεται από χίλιους δύο άλλους πειρασμούς που έχουν οι νέοι. 

Εχω σχέση με τους νέους. Εχω δύο παιδιά που είναι βέβαια μεγάλα τώρα, 30 και 28, που διαβάζουν. Στο πανεπιστήμιο ένα 10% των φοιτητών μου διαβάζουν.

«Ο Λαμπράκης ήταν ένας bοn vivant, που του αρέσει η όπερα, το καλό φαγητό, οι τέχνες, η ανάγνωση, οι εκδρομές, η μοναχικότητα και ο σκαραβαίος του».

– Μια κριτική βιβλίου μπορεί να οδηγήσει στις μέρες μας έναν άνθρωπο στο βιβλιοπωλείο; 

Σήμερα ένα κείμενο δεν αρκεί. Πρέπει να υπάρχει ένα buzz. Παλιά ένα κείμενο κριτικής θα μπορούσε να σε οδηγήσει στο βιβλιοπωλείο. Σήμερα πρέπει να εγκαθιδρυθεί μια συνθήκη συζήτησης.

– Αυτό που λέμε από στόμα σε στόμα.

Αυτή τη συνθήκη στις μέρες την κάνουν η δημοσιογραφική προβολή, τα post στο Facebook, την κάνουν οι influencers και οι λέσχες ανάγνωσης. Είναι πιο σύνθετο, πλέον, το πράγμα.

«Ο Λαμπράκης ήταν ένας κρυφός και ιδιωτικός άνθρωπος».

– Ας επιστρέψουμε πάλι στα χρόνια του Βήματος. Θα ήθελα να μιλήσουμε για τον Χρήστο Λαμπράκη που ακόμη και σήμερα τον καλύπτει ένα πέπλο μυστηρίου. Τι άνθρωπος ήταν; 

Δεν με ενδιαφέρει η πλευρά του Λαμπράκη ως king maker. Ήταν ένας κρυφός και ιδιωτικός άνθρωπος. Δεν ξέρω τι άνθρωπος ήταν. Η μόνη σχέση που είχα μαζί του ήταν μέσω του Μεγάρου Μουσικής και οι συζητήσεις που είχα μαζί του το 1987 με αφορμή την εξαγορά των λαϊκών περιοδικών Ρομάντζο, Πάνθεον και Βεντέτα. Ήξερα πως ήταν ένας bon vivant, που του αρέσει η όπερα, το καλό φαγητό, οι τέχνες, η ανάγνωση, οι εκδρομές, η μοναχικότητα και ο σκαραβαίος του. Με ενδιέφερε ως διανοούμενος και ως διοργανωτής διανοουμένων. Με τον Λαμπράκη δημιουργείται για πρώτη φορά μια αγορά διανοουμένων που χρονολογικά συμπίπτει με τη δεκαετία του ’60 και την έκρηξη της μαζικής κουλτούρας και των κινημάτων. Αυτοί οι διανοούμενοι ταυτίστηκαν με ένα μέσο, έγραφαν γι’ αυτό και αμείβονταν. Ξεκίνησε αυτό με το Βήμα και εξειδικεύτηκε με το περιοδικό Νέες Εποχές. Αυτός είναι ένας άγνωστος Λαμπράκης. Ελπίζω στο μέλλον να γραφτεί μια βιογραφία του.

«Εκείνα τα χρόνια έδινες ραντεβού στη Μεγάλη Βρεττανία και στο GB Corner. Υπήρχαν τα εστιατόρια που προσέφεραν μια μορφή αστικής κουζίνα».

– Πάντως, αν κρίνουμε τους σημερινούς εκδότες δεν έχουν καμία σχέση με τον Λαμπράκη. 

Ο Λαμπράκης ήξερε τα πάντα και φαίνεται από τα σημειώματα που μου έστελνε. Ενα τέτοιο υπάρχει και στο βιβλίο. Δεν ήταν ένας απλός εκδότης, ένας επιχειρηματίας που ενδιαφέρεται για το κέρδος. Τον ενδιέφερε το περιεχόμενο, ειδικά στο κομμάτι του πολιτισμού. Κι όλα αυτά σε πλήρη ελευθερία. Θυμάμαι που διαμαρτυρόταν όταν δημοσιευόταν φωτογραφία του στα δικά του μέσα. Έλεγε πως δεν ήταν απαραίτητο.

– Πώς ήταν για έναν δημοσιογράφο να δουλεύει στο κέντρο, στη Χρήστου Λαδά, σε ένα σημείο που υπήρχαν εκεί κοντά κι άλλες εφημερίδες. Και στο βράδυ να βρίσκεται με κάποιους σε κάποιο μπαρ, όπως το «17», και να συζητούν πίνοντας ουίσκι;  

Πρώτα ξεκίνησα από την Ελευθεροτυπία που ήταν τότε στην Κολοκοτρώνη. Πρόλαβα την εφημερίδα που στηνόταν στο μάρμαρο. Έχω ζήσει όλη αυτή τη μετάβαση και την αλλαγή νοοτροπίας και την περιγράφω στο βιβλίο. Ήταν πάρα πολύ ωραία τότε η πλατεία Καρύτση. Ήταν εφημεριδότοπος. Όπως ήταν, φαντάζομαι, η Fleet Street στο Λονδίνο ή η Φρίντριχστρασε στο Βερολίνο πριν από τον Χίτλερ. Η πλατεία Καρύτση ήταν μαγική. Δεν ήταν μόνο οι εφημερίδες. Ήταν η Λέσχη των Φιλελευθέρων που αποτελούσε, κατά μια έννοια, το σπίτι του Βενιζέλου. Ήταν οι κινηματογράφοι Αττικόν και Απόλλων. Ήταν ο πρώτος Βασιλόπουλος με τα ντελικατέσεν του. Ύστερα άρχισαν να εμφανίζονται μπαρ, όπως το Toy cafe. Υπήρχαν πάρα πολλά στέκια που στη συνέχεια εξαφανίστηκαν. Έδινες ραντεβού στη Μεγάλη Βρεττανία και στο GB Corner. Υπήρχαν τα εστιατόρια που ήταν πολύ ενδιαφέροντα και προσέφεραν μια μορφή αστικής κουζίνας. Όπως το Ιντεάλ, το Ολύμπια, το Κεντρικόν. Δεν ξέρω γιατί δεν υπάρχουν πια αυτά. Τώρα αυτή η γοητευτική περιοχή έχει χάσει τον χαρακτήρα της. Μεταμορφώνεται με τα ξενοδοχεία. Χάθηκε, ας πούμε, ο Κάουφμαν.

«Ολη η συναισθηματική αγωγή μου βρίσκεται στο Παρίσι» (Φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη).

«Στο Παρίσι ανακάλυψα το lillet πολύ πριν το κάνει μόδα ο Τζέιμς Μποντ».

– Πόσο Παρίσι κουβαλάτε ακόμη μέσα σας;

Πάρα πολύ. Είναι όλη η συναισθηματική αγωγή μου το Παρίσι. Από τα υφασμάτινα μανικετόκουμπα έως το lillet που ανακάλυψα πολύ πριν το κάνει μόδα ο Τζέιμς Μποντ σαν ένα απεριτίφ που το έπινες παγωμένο με μια φέτα πορτοκαλιού και δεν το έβρισκες εύκολα στο Παρίσι. Εννοείται τα σινεμά της πόλης, οι βιβλιοθήκες, τα βιβλία, τα μπιστρό. Εκεί πρωτοκάπνισα πούρο Petit Partagas, το οποίο έκανε επτά φράγκα που σε δικό μας (τότε) νόμισμα έκανε 28 δραχμές. Πάντοτε θέλω να γυρίζω στο Παρίσι αν και το τωρινό είναι διαφορετικό από αυτό που γνώρισα εγώ. Εχει αλλάξει πάρα πολύ. Εχει γίνει πολυπολιτισμικό και ένα κομμάτι του έχει αλωθεί από αυτό το γεγονός. Όταν πηγαίνω στο Παρίσι πηγαίνω σε ένα συγκεκριμένο ξενοδοχείο που είναι στη γωνία του Boulevard de Μοntaparnasse και της Boulevard Raspail, το οποίο λέγεται Hotel Raspail. Eκεί είναι ένα Παρίσι όπως το ήξερα εγώ πριν από 40 χρόνια, αν και ως καθηγητής έχω και την εμπειρία του άλλου Παρισιού, του περιφερειακού.

– Γυρνώντας  πίσω θα αλλάζατε κάτι από την 20χρονη πορεία σας στο ένθετο; 

Με εξέφρασε πάρα πολύ αυτό το πράγμα. Το έκανα με τεράστια ελευθερία. Θεωρούν κάποιοι πως λέω ψέματα. Με ρωτούν «δεν σε λογόκρινε ποτέ ο Ψυχάρης;». Όχι δεν είχα ποτέ λογοκρισία. Όταν βγάλαμε τα αρχεία Καραμανλή και τα κάναμε cover story, χωρίς να πάρω άδεια, στο επόμενο φύλλο ζήτησα από έναν ειδικευμένο στα αρχεία να μας πει αν υπήρχαν ψεγάδια στην έκδοση. Είχα απόλυτη ελευθερία, μεγάλη αυτονομία και πολλές παροχές. Αυτό το χρωστάω στον Ψυχάρη και τον Λαμπράκη.

– Επειδή είστε λάτρης της μουσικής, ποιο κομμάτι θα ταίριαζε σ’ αυτά τα 20 χρόνια;

Ένα κομμάτι που μου ταιριάζει σαν ψυχοσύνθεση είναι ένα τραγούδι τζαζ, το «Α Foggy Day in London Town» που το έχουν πει πολλοί τραγουδιστές. Δεν ξέρω, θα μπορούσε να είναι ακόμη μια θριαμβική άρια όπερας από έναν Χέντελ; Από το Cosi fan tutte του Μότσαρτ; Από ένα ιταλικό τραγούδι ή γαλλικό; Δεν ξέρω. Μου αρέσει τόσο η μουσική. Μου αρέσει η ρομαντική κλασική μουσική, κυρίως Βέρντι και Βάγκνερ. Από το μπελκάντο, ακούω Μπελίνι. Όπως επίσης πάρα πολύ τζαζ και γαλλική μουσική, το κλασικό chanson, αλλά και τη νεότερη γαλλική μουσική. Δουλεύω με τη μουσική και την ανακυκλώνω.

 

Διαβάστε ακόμα: Κώστας Ακρίβος – «Ο Καραϊσκάκης από διάβολος μπόρεσε να μεταμορφωθεί σε άγγελο». 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top