Περπατώ στο πιο ωραίο νεοκλασικό νεκροταφείο. Φοίνικες και αετώματα, ανάγλυφα κι αγάλματα. Συλλαβίζω τα ονόματα των ανθρώπων που παράγγειλαν τέτοια μνημεία με τη σίγουρη πρόθεση να τους διαφυλάξουν στην αιωνιότητα. Ονόματα που δεν αντιστοιχούν πια σε τίποτα.
Ήρθαν κατατρεγμένοι και ανέστιοι. Μέσα σε λίγα χρόνια χτίσαν μία πόλη από τις πιο πλούσιες, πιο οργανωμένες και πιο όμορφες στην Ευρώπη. Έφτιαξαν τόσα «πρώτα» πράγματα, που βαριέσαι να τα μετράς: το πρώτο νοσοκομείο, το πρώτο τυπογραφείο, το πρώτο εργοστάσιο, το πρώτο θέατρο, την πρώτη βιβλιοθήκη. Η ακμή κράτησε μισόν αιώνα. Και μετά το κενό.
Άφησαν πίσω τους μια Πομπήια – μια πόλη φάντασμα. Νεοκλασικά μέγαρα που γκρεμίζονται, ζωγραφισμένα ταβάνια που ξεφλουδίζουν, εξοχικά αρχοντικά να καταρρέουν. Από τους ανθρώπους δεν έμεινε ίχνος. Σαν να ήταν εξωγήινοι. Ήρθαν, δημιούργησαν, χάθηκαν.
Η ελάχιστη αστική μας τάξη. Όπως όλα τα πράγματα στην Ελλάδα, λειτούργησε σαν θαύμα. Μέσα σε πενήντα χρόνια κάλυψε χάσμα πεντακοσίων. Εξαντλήθηκε και έσβησε.
Ακούμε τόσα αρνητικά για τους αστούς, που ξεχνάμε πως κάποτε ήταν η πιο προοδευτική (και επαναστατική) μερίδα της κοινωνίας. Και πως στις καλύτερες στιγμές τους είχαν επιτελέσει έργο που καμία άλλη κοινωνική τάξη δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει.
Βέβαια στην Ελλάδα δεν αξιωθήκαμε να ζήσουμε σωστά την αστική φάση της ιστορίας. Κάτι πρόγονοι, κάτι επίγονοι – και κάτι βραχύβια θαύματα σαν αυτό που περιγράφω.
Μιλάω για την Ερμούπολη.
Για τους ανθρώπους που ήρθαν το 1822 και ’23 πρόσφυγες από τη Χίο, τη Σμύρνη, τα Ψαρά – και μεταμόρφωσαν σε λίγους μήνες ένα χέρσο τόπο σε υπόδειγμα πολεοδομικής, κοινοτικής και οικονομικής οργάνωσης. Με το αποτέλεσμα από το 1830 ως το 1880 να βρίσκονται στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία – σε κάθε τι: βιομηχανία, εμπόριο, γράμματα, τέχνες. Και κυρίως στην κοινωνική συνείδηση: ταμεία ασφαλίσεως και αλληλοβοηθείας, σχολεία, βιβλιοθήκες, ιδρύματα –γηροκομεία, πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, νοσοκομεία– κι όλα αυτά χωρίς βοήθεια από το κράτος (ποιο κράτος;). Τα πάντα η κοινότητα. Αυτοδιαχείριση θα το λέγαμε σήμερα.
Ακόμα και το πρώτο συνδικαλιστικό κίνημα και την πρώτη απεργία γνώρισε η Ερμούπολη – τον καιρό που η κύρια Ελλάδα ζούσε χρόνους φεουδαρχικούς…
Περπατάω μέσα στο μικρό κοιμητήρι και συλλαβίζω τα ονόματα στα μαυσωλεία: Ροδοκανάκης, Βαφιαδάκης, Πρώιος, Νεγρεπόντης, Καλβοκορέσης, Μαυροκορδάτος, Ζερβουδάκης. Η έπαυλη του Βαφιαδάκη στα Χρούσα γκρεμίζεται – κι οι υπέροχοι τροπικοί κήποι έγιναν αδιαπέραστη ζούγκλα. Κουκουβάγιες φωλιάζουν στη βίλα του Πρωίου. Σχεδόν καμιά από τις μεγάλες οικογένειες δεν άφησε απογόνους. Τα μαυσωλεία (διατηρητέα μνημεία, που καταρρέουν) δεν θα ξανανοίξουν πια.
Κι ό,τι απομένει, φάντασμα σεργιανάει τη νύχτα στους δρόμους της Ερμούπολης –αυτής της νεοελληνικής Πομπήιας– και στις σελίδες του Εμμανουήλ Ροΐδη. Ακμή και παρακμή. Σήμερα οι κάτοικοι προσπαθούνε να γκρεμίσουν τα νεοκλασικά – και να χτίσουν κανένα μπετονένιο τέρας (σαν τα φριχτά εξοχικά με τα οποία έχουν καταστρέψει τις παραλίες τους). Η ποιότητα έφυγε με τους παλιούς. Καμιά φορά η εξέλιξη είναι προς τα πίσω.
//Από το βιβλίο του Νίκου Δήμου «Η χαμένη τάξη» (στο βιβλίο –σελ. 14– έχει τίτλο «Οι Εξωγήινοι»). Εκδόθηκε πρώτη φορά το 1985 (από τις εκδόσεις Νεφέλη). Τον Νοέμβριο του 2003 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη – φέτος έγινε η ένατη εκτύπωσή του.
Διαβάστε ακόμα: Νίκος Δήμου – «Είμαστε ένας λαός χωρίς πρόσωπο. Χωρίς ταυτότητα».