«Ποτέ δεν ενόχλησε με την παρουσία του. Ήταν πάντα τη σωστή ώρα στη σωστή θέση. Στη γωνιά του γραφείου μου, όταν έγραφα, στα πόδια του κρεβατιού μου, όταν πήγαινα να κοιμηθώ. Έδωσε όλους τους αγώνες του – τσακώθηκε, σφάχτηκε, πόνεσε, αγάπησε – χωρίς να γκρινιάξει ή να κομπάσει».

[…] Όλοι οι γάτοι είναι αξιοπρεπείς, αλλά κανείς σαν τον Μούψη… Έντεκα χρόνια έζησε κοντά μου, και ήταν τόσο σωστός, τόσο άψογος, τόσο απόλυτος που –κάπου– με τρόμαζε.

Ποτέ δε ζήτησε κάτι. Ποτέ δε ζητιάνεψε φαγητό – όσο κι αν πεινούσε. Αν του έδινες, καλά – αν όχι, ήταν άξιος να πεθάνει από την πείνα, αλλά δεν θα παρακαλούσε. Ποτέ δεν ενόχλησε με την παρουσία του. Ήταν πάντα τη σωστή ώρα στη σωστή θέση. Στη γωνιά του γραφείου μου, όταν έγραφα, στα πόδια του κρεβατιού μου, όταν πήγαινα να κοιμηθώ. Έδωσε όλους τους αγώνες του – τσακώθηκε, σφάχτηκε, πόνεσε, αγάπησε – χωρίς να γκρινιάξει ή να κομπάσει. Σύντροφος πιστός, αλλά ποτέ ιδιαίτερα οικείος. Πάντα κρατούσε τη σωστή (γι’ αυτόν) απόσταση.

Οι άλλοι γάτοι παίζουν, ζητιανεύουν, χαϊδεύονται, τρίβονται, γουργουρίζουν. (Πάντα βέβαια όταν αυτοί θέλουν – και πάντα με ευπρέπεια και διακριτικότητα. Ποτέ οι συμπαθητικές βαρβαρότητες των σκύλων). Ο Μούψης ήταν διαφορετικός: σαν να ανήκε σε άλλη ράτσα. Όταν ήταν παρών γινόταν το ακίνητο και αόρατο κέντρο: σιωπηλός και συλλογισμένος σαν στωικός φιλόσοφος, κέρδιζε τον σεβασμό όχι μόνο των άλλων γάτων (που ούτε τον πλησίαζαν) αλλά και των ανθρώπων.

 

 

Τώρα ο Μούψης δεν υπάρχει πια. Ήταν ο πιο κοντινός φίλος για έντεκα χρόνια – και ο μόνος στη ζωή μου που δε με πρόδωσε ποτέ. Αντιμετώπισε τον θάνατο με την ίδια αξιοπρέπεια με την οποία έζησε. Κι όχι μόνο τον αντιμετώπισε, αλλά τον επιζήτησε με τον δικό του τρόπο.

Κάποια μέρα, μετά από μια επώδυνη μάχη με δυο λυκόσκυλα, αποφάσισε να τελειώσει. Οι πληγές του δεν ήσαν θανατηφόρες, αλλά το παντοδύναμο ένστικτό του δεν του έκρυψε την αλήθεια. Ήταν γέρος, άρρωστος και, την επόμενη φορά, ο πρώτος τυχών σκύλος θα τον κατασπάραζε. Αυτόν που είχε τρέψει σε φυγή τόσους και τόσους! Κατάλαβε πως το μόνο που μπορούσε πια να περιμένει ήταν ο εξευτελισμός της αδυναμίας.

Αποφάσισε τότε να πεθάνει. Έπαψε να τρώει. Τα καλύτερα κομμάτια, τα πιο λιχούδικα φαγητά τον έκαναν μόνο και μόνο να αποστρέφει το κεφάλι του. Άρχισε να αδυνατίζει, να εξαφανίζεται. Αλλά η αποχή του σιδερένια. Κι εγώ σεβάστηκα και ακολούθησα τη θέλησή του.

«Τις άδειες νύχτες αναζητώ τη ζεστασιά του στα πόδια μου και σκέπτομαι. Άραγε θα αξιωθώ κι εγώ ποτέ, σε μια μου πράξη, μια τέτοια ποιότητα;».

Τις τελευταίες μέρες – ίσως για να δείξει πως εκτιμούσε τη φιλία τόσων χρόνων– ήρθε για πρώτη φορά κοντά μου. Ανέβηκε (με πολύ κόπο) στα γόνατά μου και γουργούρισε. Άπλωσε το σκελετωμένο σαγόνι του να το χαϊδέψω. Και με αποχαιρέτησε αίροντας για μια φορά την απόσταση που ο ίδιος είχε θεσπίσει.

Ο Μούψης βρίσκεται τώρα βαθιά σε κάποια γωνιά του κήπου. Προσπάθησα να οικοδομήσω γύρω του όση περισσότερη απόσταση, σιγουριά και γαλήνη. Να διαφυλάξω –και για μετά– την αξιοπρέπειά του.

Σκέπτομαι τώρα πως το γεγονός ότι πολλές φορές δανείστηκα το όνομά του για να υπογράψω επιστολές, κείμενα, μελέτες δεν ήταν (όπως τότε νόμιζα) ένα χαριτωμένο εύρημα. Ήταν μια ενδόμυχη επιθυμία, μια κρυφή θέληση να του μοιάσω σε πολλές ιδιότητές του.

Έχουμε κατατάξει τα ζώα σύμφωνα με τις δικές μας αξιολογικές κλίμακες και, φυσικά, τα έχουμε τοποθετήσει κάτω από εμάς. Αυθαίρετ και εγωιστική ιεράρχηση που μας βάζει στην κορυφή της δημιουργίας…

Αλλά, όποια κλίμακα αξιών κι αν χρησιμοποιήσετε, δύσκολα θα βρείτε άνθρωπο να έζησε και να πέθανε με την αξιοπρέπεια του Μούψη. Κυρίως εκεί, μπροστά στον θάνατο, φαίνεται –ό,τι κι αν λέμε – πόσο ανώτερο από μας είναι ένα ζώο.

Τις άδειες νύχτες αναζητώ τη ζεστασιά του στα πόδια μου και σκέπτομαι. Άραγε θα αξιωθώ κι εγώ ποτέ, σε μια μου πράξη, μια τέτοια ποιότητα;

Αλλά η φύση, που προδώσαμε, δεν απαντά. Και η νύχτα είναι κρύα και τεράστια χωρίς τον Μούψη.

 

Στην επόμενη σελίδα: Ένα ποίημα του Νίκου Δήμου για τον Μούψη.

1 2

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top