Η ΑΔΕΛΦΗ ΤΟΥ ΜΑΡΙΚΑ ΔΡΑΓΟΥΜΗ

    Πίνακάς του που απεικονίζει την αδελφή του Μαρίκα Δραγούμη. Δεξιά, ο Νίκος Δραγούμης μελετά.

    Μα, ποιος είναι αυτός ο Νίκος Δραγούμης; Τι ακριβώς σχέση έχει με τους Δραγούμηδες; Γιατί δεν γνώριζε κανείς την ύπαρξη του; Πότε έζησε; Υπήρξε ή όχι σημαντικός ζωγράφος; Η είδηση της έκθεσης άφησε, πράγματι, πολύ κόσμο εμβρόντητο. Κανείς –ή σχεδόν κανείς- δεν είχε ακούσει ποτέ το όνομα αυτού του ανθρώπου, κανείς δεν γνώριζε την ύπαρξη του ή, έστω, την καλλιτεχνική του υπόσταση. Για πρώτη φορά, και ουσιαστικά με καθυστέρηση ενός αιώνα, η Αθήνα ανακαλύπτει, χάρη στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας και την έκθεση που άνοιξε στο Μέγαρο Εϋνάρδου, τον πιο αυθεντικό Έλληνα μεταϊμπρεσιονιστή. Γιατί βέβαια ο Δραγούμης, ως σπουδαστής και ως ζωγράφος, έζησε στην καρδιά της καλλιτεχνικής Ευρώπης, στο Παρίσι, παρακολουθώντας εν τη γεννέσει τους τις διάφορες -και διαφορετικές- καλλιτεχνικές τάσεις του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αι. Οι λόγοι που τον άφησαν στην αφάνεια είναι σαφείς. Ο κυριότερος, πάντως, δεν είναι άλλος από τον ίδιο, ως στάση ζωής, ήθους, ιδιορρυθμίας, και συνεπικουρείτο από μια σειρά μοιραίων εξελίξεων, για τις οποίες δεν ευθύνεται άμεσα. Εκεί φέρει ευθύνες η τάξη στην οποία ανήκε.

    Η ΣΙΕΣΤΑ

    “La Sieste” ή, επί το “ελληνικότερον”, η Σιέστα.

    Γιoς του Στέφανου Δραγούμη –λόγιος, πολιτική φυσιογνωμία και πρωθυπουργός για ένα σύντομο διάστημα το 1910-, γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1874 σε περιβάλλον απολύτως μεγαλοαστικό, σε αρχοντικό της Λεωφόρου Αμαλίας 26. Η κατά δύο χρόνια μεγαλύτερή του αδελφή Ναταλία έμελλε να παντρευτεί τον Παύλο Μελά. Εννέα ακόμα αδέλφια τους ακολούθησαν, ανάμεσά τους και ο Ίων, ο επόμενος ανήρ, ο οποίος τον απάλλαξε από τις υποχρεώσεις και τα «βάρη» του πρωτότοκου και των προσδοκιών του πατέρα τους για μεγάλες δόξες και αριστεία. Εκείνος από πολύ νωρίς έδειξε πόσο πολύ απείχε από τέτοιου είδους στόχους, οι οποίοι δεν ήταν μόνο απότοκο των βλέψεων του πατέρα, αλλά και της μητέρας του Ελισάβετ, το γένος Κοντογιαννάκη, παντοδύναμης ελληνικής οικογένειας της Αγίας Πετρούπολης. Από παιδί είχε εκφράσει την επιθυμία να γίνει ναυτικός, κάτι που κατ’ αρχήν απερρίφθη, αλλά στη συνέχεια έγινε αποδεχτό, αρκεί να έμπαινε σε σπουδαία σχολή της Γαλλίας. Έτσι, ο έφηβος Νίκος βρέθηκε να φοιτά το 1891 στο προπαρασκευαστικό Lycée Janson-de-Sailly, έτσι ώστε να μπορέσει να περάσει τις εξετάσεις της Ecole Navale – Ναυτική Σχολή του Borda. Όσο διήρκεσε αυτό μάλιστα, είχε ως κηδεμόνα του τον Δημήτριο Βικέλα.

    Η οικογένεια του -και ιδίως η στριφνή και σνομπ θεία του, Μαρίκα Δραγούμη, μέσω της επιρροής που ασκούσε στον πατέρα του-, για χρόνια εκβίαζε συναισθηματικά και οικονομικά τον Νίκο. Εκείνος, μειλίχιος, άκακος, προσπαθούσε να υπερασπιστεί τις επιλογές του και το μεγάλο «ατόπημα» της επιλογής του να γίνει ζωγράφος.

    Στη σχολή της επιλογής του δεν έμελλε να περάσει κι έτσι, για να μη χαλάσει το χατίρι της κραταιάς οικογένειας στην Αθήνα, δέχτηκε να παρακολουθήσει τη Νομική Σχολή της Σορβόννης. Η Νομική, όπως ήταν φυσικό, τον βασάνισε αρκούντως. Αλλά είχε την τύχη να ζει στο Παρίσι, κάτι που αναμφίβολα τον ικανοποιούσε, παρόλο που συγχρόνως του έλειπε ο αττικός ουρανός και η ελληνική θάλασσα. Ως ιδρυτικό μέλος του «Συλλόγου των εν Παρισίοις Ελλήνων Σπουδαστών», συμμετείχε συχνά σε ελληνοπρεπείς εκδηλώσεις εθνικών και άλλων εορτών, παρ’ όλα αυτά διέφερε παρασάγγας τόσο από τους Έλληνες συνομήλικους του όσο και από τους Γάλλους. Τα πρώτα δείγματα ιδιαίτερης συμπεριφοράς ήταν οι περίφημες πεζοπορίες του. Αυτή η ειδική σχέση που ανέπτυξε σταδιακά με τη φύση και που τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή. Όταν επισκέφτηκε έναν παλιό του συμμαθητή, 89 χιλιόμετρα από το Παρίσι, επέστρεψε πεζή μέσα σε διάστημα 13 ½ ωρών.

    ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ

    Τα καλοκαίρια τα περνούσε στην Ελλάδα, στην οποία επέστρεφε με ατμόπλοιο μέσω Μασσαλίας, και τους χειμώνες αγκομαχούσε να τελειώσει το πανεπιστήμιο στο Παρίσι. Επέλεγε τους Κήπους του Λουξεμβούργου για τη μελέτη του, ενώ άρχισε να συχνάζει στα Salons των Ηλυσίων, όπου ενημερωνόταν για τη ζωγραφική. Ταξίδευε συχνά στις γύρω χώρες, πότε με τη συνδρομή των εκ Ρωσίας συγγενών του και πότε με άλλους φίλους αστικών οικογενειών της Αθήνας. Έως ότου, με τα χίλια ζόρια, παρέλαβε το πολυπόθητο χαρτί της αποφοιτήσεως του και επέστρεψε στην Ελλάδα μετά βαΐων και κλάδων. Σε μία Ελλάδα που είχε εμπλακεί σε έναν ακόμα πόλεμο και στον οποίο είχε ηττηθεί. Την μεθεπομένη του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ο Νίκος Δραγούμης τοποθετήθηκε στο Βόλο ως βοηθός διευθυντή της Εταιρείας Σιδηροδρόμων Θεσσαλίας. Πρώτα, είχε έρθει σε ρήξη με τον πατέρα του, ο οποίος τον ήθελε να προσχωρεί στο διπλωματικό σώμα. Εκείνη ακριβώς την εποχή, ο φίλος του ζωγράφος Δημήτρης Γερανιώτης, τον οποίο είχε γνωρίσει στο Μόναχο και είχε φιλοτεχνήσει δύο πορτρέτα του, τα εξέθεσε στην έκθεση του Ζαππείου. Τον Ιούνιο του 1899, παρότι γνώριζε πόσο θα δυσαρεστούσε τους γονείς του, εγκατέλειψε τη δουλειά του στο Βόλο και την Ελλάδα, χωρίς καν να περάσει να τους αποχαιρετήσει και επέστρεψε στο Παρίσι, προκειμένου να σπουδάσει ζωγραφική. Με μόνη οικονομική εξασφάλιση ένα μικρό κληροδότημα από τη Ρωσίδα γιαγιά του, από την πλευρά της μητέρας του.

    Με τις πενιχρές του οικονομικές δυνατότητες, γράφτηκε και παρακολούθησε μαθήματα στην Académie Julian απ’ όπου είχε περάσει και ο Γκογκέν, αλλά και οι Nabis, Μπονάρ και Βουιγιάρ. Η οικογένεια στην Αθήνα δεν μπορούσε να χωνέψει την εξέλιξη των πραγμάτων, ιδίως η στριφνή και φοβερά σνομπ θεία του Μαρίκα Δραγούμη, η οποία διέθετε επιρροή στον πατέρα του. Τον μεγαλοαστό και αυστηρών ηθών πατέρα που για πολλά χρόνια εκβίαζε συναισθηματικά και οικονομικά τον ευαίσθητο Νίκο. Εκείνος, μειλίχιος, καλόκαρδος, άκακος, προσπαθούσε να υπερασπιστεί τις ευαισθησίες του και τις επιλογές του. Και πέρα από το «ατόπημα» της επιλογής του να γίνει ζωγράφος, δεν είχαν τίποτα σοβαρό να του προσάψουν.

    Έγραφε το 1903 στους γονείς του: «Τα πράγματα της Τέχνης και της ελευθέρας φύσεως θα με ενδιαφέρουν πάντοτε αρκετά, ώστε να λησμονώ τας κοινωνικάς τυραννίας… Εάν έρθω εις τας Αθήνας, θέλω να είμαι ελεύθερος ηθικώς να επιστρέψω εις Παρισίους, όταν αισθανθώ ότι είναι ανάγκη, χωρίς να νομίσητε ότι δι’ αυτό θα είμαι χαμένος άνθρωπος…». Εκείνη ακριβώς τη χρονιά ανακάλυπτε και την ιδιαίτερη πατρίδα του φίλου του ζωγράφου Ογκίστ Σαμπό, το μικρό χωριό Γκραβεζόν της Προβιγκίας, το οποίο βρισκόταν επί της σιδηροδρομικής γραμμής Παρισίων – Μασσαλίας, 745 χλμ. νότια. Εκείνος προτιμούσε συνήθως να ακολουθεί το σιδηρόδρομο πεζός αντί να τον επιβαίνει, αν και ταχύτατος για την εποχή. Αλλά και στην πρόσκληση του φίλου του Καταλανού γλύπτη Ενρίκ Κασανόβας στη Βαρκελώνη, με τα πόδια έφτασε, ανεβαίνοντας τα Πυρηναία και περνώντας μέσα από την Ανδόρα.

    Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, επέστρεψε μετά πενταετούς απουσίας στην Αθήνα, όπου πέρασε το καλοκαίρι του στη θερινή, ενοικιαζόμενη κατοικία της οικογένειας Δραγούμη στην Κηφισιά. Τότε ακριβώς ζωγράφισε ένα από τα πιο εντυπωσιακά του έργα στο στυλ του πουαντιγισμού, τον «Κοκκιναρά», το οποίο δεν είναι άλλο από το ξωκλήσι τους Αγίου Γεωργίου στην ομώνυμη περιοχή. Στις 29 του ίδιου μήνα ο Δραγούμης πέρασε συνομιλώντας με τον γαμπρό του Παύλο Μελά τις τελευταίες ώρες του Μακεδονομάχου στην Αθήνα. Όταν δύο μήνες αργότερα τραυματίστηκε θανάσιμα στη Σιάτιστα, έγραψε στον Ίωνα: «…έπαιξε βιολί τόσο γλυκά που μου ήρθε να κλάψω και, συγχρόνως, έκαμα τη σκέψη “Πώς ένας νέος να αγαπά τόσο λίγο τη ζωή του; Πώς δε φοβάται το θάνατο;’’».

    «Πράγματι, ο τρόπος του διέθετε στοιχεία χιπισμού, αν και στον Νίκο η ελληνικότητα ήταν αυτό που τον οδηγούσε στη λιτότητα ζωής και ζωγραφικής. Είχε μεγάλη αντιπάθεια στον μηχανικό πολιτισμό», λέει σήμερα ο πρωτανηψιός του, Μάρκος Δραγούμης.

    Το 1906 ζωγράφισε ένα ηλιακό ρολόι στο Μας-ντε-Πον του Γκραβεζόν και από το Σεπτέμβριο του 1907 μέχρι τον Απρίλιο του 1909 το επέλεξε ως μόνιμη κατοικία, αφού τα αμπέλια, οι ελιές και τα πεύκα του τού θύμιζαν την αττική γη. Μέλος μιας καλλιτεχνικής παρέας που αποτελείτο από τον Σαμπό, τον Ζαν Μπαλτίς, και τη σύντροφο του Ρωσίδα ζωγράφο Λίντια Μπορζέκ (δεν τους συνέδεαν δεσμά γάμου) σκανδάλιζαν τους κατοίκους του χωριού. Επίσης, στον ίδιο άρεσε τα καλοκαίρια να κυκλοφορεί γυμνός -από τους πρώτους οπαδούς του γυμνισμού-, συνεπώς δεν είναι και περίεργο που οι χωρικοί συχνά κατασκόπευαν τη μικρή πέτρινη αγροικία όπου διέμεναν, ενώ τους κουτσομπόλευαν και συχνά τους πρόσβαλαν κατάμουτρα.

    Αλλά όπως λέει, σήμερα, και ο ογδοντάχρονος πρωτανιψιός του, μουσικολόγος Μάρκος Δραγούμης «Οι Γάλλοι είναι συντηρητικοί και γενικώς ελεεινοί…» Ο Έλληνας ζωγράφος λάτρεψε το Γκραβεζόν, δούλευε στα χωράφια, μάζευε ελιές από τα δένδρα, ένοιωθε ευτυχής με αυτή του τη σχέση με τη γη. «Τι ποιητικό πράγμα που είναι εδώ στην Προβηγκία και με τι προσοχή μαζεύουνται οι ελιές μία μία από τα μικρά δέντρα» έγραψε στους γονείς του το 1908. Στα σχέδιά του της εποχής, ζωγραφισμένα με τα πιο απλά μέσα: μολύβι, μελάνι και γκουάς πάνω σε φτηνό στρατσόχαρτο, αποτύπωνε τους εργάτες της γης με τέτοια ποιητική διάθεση που δεν είναι τυχαίο ότι ο Μπαλτίς πρώτος και ο Πικιώνης αργότερα τον χαρακτήρισαν «Έλληνα Βαν Γκογκ».

    dragoumis_photo1

    Ο σεβασμός του στη γη, σε συνδυασμό με την καθολική του άρνηση να μετατρέψει τη ζωγραφική του σε επάγγελμα -απέρριπτε κάθε συζήτηση να αντιμετωπίσει τα έργα του ως εμπόρευμα, αφού θεωρούσε την Τέχνη κάτι ιερό-, είναι σαν να αποτέλεσε έναν προπομπό του χιπισμού. Ο ανιψιός του λέει περί αυτού: «Πράγματι, ο τρόπος του διέθετε στοιχεία χιπισμού, αν και ως κίνημα εκείνο είχε πολιτικό υπόβαθρο συγκεκριμένο, ήταν μία αντίσταση στην πολιτική κατάσταση της Αμερικής. Στον Νίκο, η ελληνικότητα ήταν αυτό που τον οδηγούσε στη λιτότητα ζωής και ζωγραφικής. Ήταν γλυκός άνθρωπος, αλλά ακραίος στις αντιλήψεις του όσον αφορούσε την ελευθερία του. Δεν ήταν σοσιαλιστής, αλλά ένας φιλελεύθερος, με την παλιά έννοια του όρου. Είχε μεγάλη αντιπάθεια στο μηχανικό πολιτισμό. Πίστευε ότι ο άνθρωπος πρέπει να έχει σχέση μόνο με τη γη. Μια ξαδέρφη μου που τον πρόλαβε θυμόταν ότι μια φορά ξερίζωσε ένα τηλέφωνο από τα νεύρα του. Είναι από τα στοιχεία που πήρα από το θείο μου κι εγώ. Ας πούμε, μισώ τα κομπιούτερ και ένα παμπάλαιο κινητό που είχα το έχασα στην έκθεση. Θα μου το πήρε ο θείος μου».

    Τα αδέλφια του και η μητέρα του ένοιωθαν μεγάλη τρυφερότητα και έγνοια για τον Νίκο και αυτό το αποδεικνύουν πολλές χειρονομίες τους όποτε βρισκόταν για καλοκαιρινές διακοπές στην Ελλάδα όπου όλοι τον περιέβαλλαν με την αγάπη τους. Εκείνος συχνά έστελνε από το Γκραβεζόν και τις εκδρομές του «δελτάρια», φωτογραφίες και επιστολές. Σε αυτά βασίστηκαν οι επιμελητές της έκθεσης και του καταλόγου που τη συνοδεύει ώστε να ανασυνθέσουν την προσωπικότητα του, καθώς ο ίδιος δεν κράτησε τίποτα από τις επιστολές των δικών του. Από τους οποίους ζήτησε την άδεια να παντρευτεί τη Λίντια.

    Το καλοκαίρι του 1911 πραγματοποίησε την τελευταία του πεζοπορία από το Παρίσι στο Γκραβεζόν. Χωρίς καπέλο κάτω από τον καυτό ήλιο, αναπόφευκτα στα μέσα της διαδρομής έχασε τις αισθήσεις του από ηλίαση. Αυτό ήταν αρκετό να προκαλέσει σημεία ψυχοπάθειας, τα οποία σταδιακά όλο και εντείνονταν. Έως ότου μία μεγάλη κρίση, κατά την οποία μάλιστα έκαψε ένα μεγάλο μέρος των έργων του, τον ανάγκασε να επιστρέψει εσπευσμένα στην Ελλάδα. Και τον Μάρτιο του 1912, ο Ίων, για τον οποίο είχε γράψει «…ο ενεργητικός και αντίθετός μου πόλος. Εγώ που ζω στη Δύση είμαι Ανατολίτης, κ’εκείνος που μπορεί να πάγη κολυμβώντας στην Ασία είναι Εσπερίτης», τον έβαλε σε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική της Νάπολης. Με ένα διάλειμμα το καλοκαίρι του 1913 στην Άνδρο, το οποίο μάλλον ήταν και η τελευταία περίοδος καλλιτεχνικής δημιουργίας, οι κρίσεις υποτροπίασαν και ο Ίωνας πάλι τον μετέφερε στη Γενεύη, στο ιδιωτικό ψυχιατρείο Maison Sismodni, όπου παρέμεινε 18 χρόνια. «Ο εγκλεισμός του στην Ελβετία τον επιδείνωσε την κατάστασή του, όπως συχνά συμβαίνει με ασθενείς που εισάγονται σε τέτοιους είδους κλινικές» εξηγεί ο Μάρκος Δραγούμης.

    Το 1932, λόγω της ελληνικής πτώχευσης, η οικογένεια – πατέρας, μητέρα, Ίων δεν ζούσαν πια- αναγκάστηκαν και έφεραν τον Νίκο στην Ελλάδα, εισάγοντας τον στο Δρομοκαΐτιο Θεραπευτήριο στο Χαϊδάρι. Εκεί μέσα, ένα χρόνο μετά και πιθανόν από εγκεφαλικό επεισόδιο, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 59 ετών. Για δεκαετίες η οικογένεια Δραγούμη σαν να ήθελε να κρύψει την περίπτωση του, απέτρεπε τη δημοσιοποίηση για οτιδήποτε τον αφορούσε. Ο Μάρκος Δραγούμης, ο οποίος εικάζει ότι ο θείος του είχε κολλήσει νέος σύφιλη, εξηγεί: «Τα πρώτα χρόνια του στο Παρίσι όπου η πορνεία ήταν πολύ διαδεδομένη, δεν αποκλείεται ο Νίκος να είχε αρπάξει σύφιλη και, παρότι την είχε γιατρέψει, αυτή δούλευε υπόγεια και ήταν η κύρια αιτία για την τελική του κατάρρευση. Δεν υπήρχε η ριζική θεραπεία όπως σήμερα κι αυτό οδήγησε μάλλον σε συφιλιδική νευροπάθεια. Αλλά αυτά δεν λεγόντουσαν. Μεγαλοαστικές προλήψεις και φριχτοί γιατροί που δεν ήξεραν τα τρία κακά της μοίρας τους».

    Η ΛΥΝΤΙΑ ΜΠΟΡΖΕΚ ΣΤΟΝ ΚΟΚΚΙΝΑΡΑ

    Από τα λιγοστά έργα που σώθηκαν, κάποια κατέληξαν στα χέρια του αδελφού του Φίλιππου, ο οποίος ζωγράφιζε κι ο ίδιος. Κάποια άλλα, τα οποία είχε στη διάθεσή του ο Ζαν Μπαλτίς στο Παρίσι, χάθηκαν κατά την εισβολή των ναζιστικών στρατευμάτων το 1940. Ο ανιψιός του Μάρκος, ο οποίος γεννήθηκε ένα χρόνο μετά το θάνατό του, μεγάλωσε βλέποντας στο σπίτι του το καλύτερο του έργο «Κοκκινιάς». Γιατί άργησαν τόσο πολύ να αποκαταστήσουν το όνομά του ως οικογένεια; Πιθανόν να θεωρούσαν ντροπή ένας Δραγούμης να έχει υπάρξει τρόφιμος σε ψυχιατρικά καταστήματα. Επίσης ένας Δραγούμης όφειλε, αν ήταν να είναι καλλιτέχνης να είναι μέγιστος.

    Λέει ο κ. Μάρκος Δραγούμης : «Δεν ξέρω αν ήθελε ή δεν ήθελε ο πατέρας μου να γίνει έκθεση με έργα του Νίκου. Ήταν λίγο άτολμος σε οικογενειακά θέματα. Δεν ξέρω αν πίστευε ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια τέτοια αποδοχή από το κοινό. Μπορεί να θεωρούσε ότι δεν είχε ολοκληρώσει αρκετούς πίνακες ώστε να μπορεί να παρουσιαστεί και να γίνει αποδεχτό το έργο του στο σύνολο του. Εγώ το ήθελα πολύ, γιατί είχα όλα τα έργα του στα χέρια μου (εκτός από 11) εκ των οποίων μόλις 13 χρονολογημένα. Ο ξάδερφος μου, Αλέκος Ξύδης, διπλωμάτης και τεχνοκριτικός, γνώριζε τον Κάσδαγλη του ΜΙΕΤ και τον ενέπνευσε να κάνει μια έκθεση, αλλά ο Κάσδαγλης δεν πρόλαβε, γιατί πέθανε. Όλη εκείνη η προεργασία δεν πήγε χαμένη, καθώς τη βρήκε ο Καψάλης, ο οποίος αποφάσισε να κάνει την έκθεση. Πέταξα από τη χαρά μου και τους έθεσα στη διάθεσή τους όλο μου το αρχειακό υλικό. Τα βρήκαν όλα σχεδόν έτοιμα και με θαυμαστή φροντίδα, επιμέλεια και ικανότητα, το οργάνωσαν. Έπρεπε να γίνει. Για την ιστορία της ελληνικής τέχνης, είναι ο ελλείπων κρίκος».

    ⇒ Νίκος Δραγούμης, ο ζωγράφος, 1874-1933

    Μ.Ι.Ε.Τ. Μέγαρο Εϋνάρδου
    Αγ. Κων/νου 20 & Μενάνδρου, 104 31
    Διάρκεια έκθεσης: 7 Μαΐου – 18 Ιουλίου 2015
    Ώρες λειτουργίας: Τρίτη – Παρασκευή 10 π.μ.–2 μ.μ.
    Τετάρτη & Παρασκευή 6 – 8 μ.μ., Σάββατο 12-2 μ.μ.
    Πληροφορίες: 210 5223 101, 210 5223540, 210 3234 267

     

    Διαβάστε ακόμη: O μεγάλος Ίων Δραγούμης δεν ήταν ακροδεξιός, γράφει αποκλειστικά ο ανηψιός του, Φίλιππος Δραγούμης.

     

     

    x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

    Button to top