Υπήρξε ο πλέον τραγουδισμένος έλληνας ποιητής. Ναυτικός, σκληραγωγημένος από την αλμύρα, δαρμένος και θωπευμένος από τη γητεία της θάλασσας, ο Νίκος Καββαδίας, με την επίρρωση της μουσικής του Θάνου Μικρούτσικου, έγινε το σύμβολο της ελευθερίας, του ταξιδιού και του ανεξερεύνητου.
Αν για τους νέους της Αμερικής το On the Road του Τζακ Κέρουακ έγινε η θρυαλλίδα μια ονειρικής επανάστασης, για τους δικούς μας ο Καββαδίας έγινε η οδός της διαφυγής. Ωστόσο, φαίνεται πως ο ίδιος είχε τις δικές του πικρίες που τον δέσμευαν στη στεριά.
Σύμφωνα με τους μελετητές, το 1973 ο Νίκος Καββαδίας, σε μια παρουσίαση του έργου του από τον Καθηγητή Μ. Μητσάκη στο Λογοτεχνικό Εργαστήρι του Σπουδαστηρίου Νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ, γνώρισε τη φιλόλογο Θεανώ Σουνά. Ο ποιητής που ήταν στα εξήντα τρία του (δυο χρόνια δηλαδή πριν πεθάνει), ερωτεύτηκε τη νεαρή φιλόλογο, η οποία τότε ήταν μόλις είκοσι πέντε ετών.
Ο έρωτάς του φυσικά δεν είχε καμία προοπτική. Αυτό ήταν κάτι που συνειδητοποιούσε ο Καββαδίας αλλά και κάτι που φαίνεται να τον πλήγωνε. Η Θεανώ Σουνά έφερνε στο νου μια άλλη παλιά ερωτική πληγή που κουβαλούσε ο ποιητής για χρόνια.
Συγκεκριμένα, όταν ο Καββαδίας ήταν είκοσι ετών τον είχε ερωτευτεί μια πενηντάχρονη. Ο Καββαδίας φυσικά δεν έμεινε σε εκείνη τη σχέση και η ερωτευμένη γυναίκα τον είχε «καταραστεί» όταν θα γίνει εξήντα να ερωτευτεί και αυτός μια νεότερή του γυναίκα για να καταλάβει πως ένιωθε αυτή.
Σύμφωνα με μια μαρτυρία του Μήτσου Κασόλα, ο Καββαδίας είχε πει στα τελευταία του χρόνια για τον έρωτα: «Τον κορόιδευα, δεν τον πίστευα. Ίσως τον φοβόμουνα, γιατί όχι; Και χθες πήγα στον Πειραιά κι έψαχνα να βρω κάτι… μια γυναίκα που μου ᾽πε μια φορά: ”Σε καταριέμαι να αγαπήσεις εξήντα χρονών και να δούμε τότε πώς θα γελάς τώρα που φεύγεις!” Και πήγα στο νεκροταφείο να της ανάψω ένα κερί, παρ᾽ όλο που δεν είμαι θρήσκος και δεν πιστεύω στο Θεό. Ήμουνα εγώ είκοσι, αυτή ήταν πενήντα.
Εντούτοις, αυτό δεν τον απέτρεψε να στείλει μια σειρά ερωτικών γραμμάτων στην Θεανώ Σουνά. Σε ένα εξ αυτών που το υπογράφει ως «Κόλιας» (έτσι τον έλεγαν, άλλωστε, οι φίλοι και γνωστοί) της γράφει:
Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο απόψε το Αιγαίο.
Το ίδιο κι εγώ.
Χθες δεν πρόλαβα να καθίσω στο τραπέζι κι ένα τηλέφωνο
με κατέβασε στο λιμάνι. Στις εφτά που σαλπάραμε, δεν
μπορούσα να περπατήσω από την κούραση. Η παρηγοριά μου
ήταν η «ώρα» σου. Η λύπη μου ότι δεν κυβέρνησα ούτε στιγμή
το καταπληκτικό Θαλασσινό σκαρί, το κορμί σου.
Από δειλία και ατζαμοσύνη σήκωσα το κόκκινο σινιάλο της Ακυβερνησίας.
Είδα χθες, πολλές φορές την κοπέλα της πλώρης:
Τη λυσίκομη φιγούρα να σκοτεινιάζει, να θέλει να κλάψει.
Σα να ‘χε πιστέψει για πρώτη φορά ότι πέθανε, ο Μεγαλέξανδρος,
όμως το Καρχηδόνιο επίχρισμά του έμενε το ίδιο λαμπρό.
Με το αυτοκρατορικό κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός.
Βελούδο που σκεπάζει ιερό δισκοπότηρο.
Όστρακο ωκεάνιο αλμυρό. Κρασί βαθυκόκκινο που δίνει
δόξα στο κρύσταλλο. Πληγή από κοπίδι κινέζικο.
Αστραπή. Βυσσινί ηλιοβασίλεμα.
Λαμπάδα της πίστης μου.
Ανοιχτό σημάδι του έρωτά μου
Όνειρο και τροφή της παραφροσύνης μου
Σε αγκαλιάζω.
Κόλιας
Διαβάστε ακόμα: Γκιγιώμ Απολλιναίρ. «Για το μικρό φουσκωμένο οργανάκι μιας Ρουμάνας».