Ο εκδότης Νίκος Κουφάκης αφηγείται την ιστορία που κρύβεται πίσω από το βιβλίο που του άλλαξε τη ζωή.

Το 1957 όσοι Αθηναίοι δεν σωφρονίζονταν στην Ανάφη και στον Άγιο Ευστράτιο, χόρευαν με δίσκους ελαφράς μουσικής, διάβαζαν Ρομάντσο, παρακολουθούσαν ραδιοφωνικά σήριαλ, κατασκοπικές ταινίες στον κινηματογράφο, και από τον ουρανό, δίπλα στις παλιές διώροφες μονοκατοικίες, έπεφταν πήλινα κανάτια, καθώς ο Σακελλάριος, εκείνη τη χρονιά, γύρισε την Θεία από το Σικάγο.

Έτσι, μια ασυνήθιστα ζεστή μέρα του Απριλίου ο παππούς μου ο Νίκος, νέος, σφριγηλός και με βήμα ελαφρύ τότε, περιέφερε την γύρη του στο ανοιξιάτικο τοπίο, κοντά στη οδό Ξανθίππου, στο Κολωνάκι, σφυρίζοντας κάποιο σκοπό. Πρώτα ακούστηκε η φωνή ψηλά από τον ουρανό, «κύριε, προσοχή, κύριε!», αλλά πριν εκείνος προλάβει να σηκώσει το κεφάλι είχε κιόλας σκάσει μπροστά στα πόδια του η Θυσία του Αβραάμ, του Βιτσέντζου Κορνάρου, σε εξαιρετική τυπογραφική έκδοση που κυκλοφόρησε στην Βενετία το 1881.

Tο βιβλίο του Βιτσέντζου Κορνάρου μάλλον μου έδωσε, παρά μου άλλαξε τη ζωή.

Ο παππούς μου ο Νίκος, ενστικτωδώς αναπήδησε από τον φόβο του, έκανε ένα βήμα πίσω και πάγωσε στη θέση του. Η Αθήνα συνέχιζε να ευωδιάζει από άνθη νεραντζιάς και σε λίγο φάνηκε μπροστά του η γιαγιά μου η Ευαγγελία, χυμώδης, υπερβολικά νέα και όμορφη, με μάτια κατάμαυρα και διαπεραστικά. Αν και ασυνήθιστα μελαχρινή, το χαμόγελό της αιφνιδιάζει το παρ’ ολίγον θύμα της. Συγγνώμη. Και ειλικρινά λυπόταν, και τι ατυχές περιστατικό, και ευτυχώς που δεν τον τραυμάτισε, και πόσο άσχημη συγκυρία για να γνωριστούν. Αλλά, τέλος πάντων, γνωρίστηκαν, έσκυψαν μάλιστα και οι δύο ταυτόχρονα να μαζέψουν το τραυματισμένο βιβλίο από τον δρόμο.

Γενεαλογία: Νικόλαος και Ευαγγελία ενώθηκαν με γάμο και γέννησαν Στυλιανή και Γεώργιο, Γεώργιος δε και Ελένη ενώθηκαν με γάμο και γέννησαν Ευαγγελία και Νικόλαο, δηλαδή εμένα. Από τον παππού μου, εκτός από το όνομα, κληρονόμησα τον συγκεκριμένο τόμο – κειμήλιο.

Βιτσέντζος Κορνάρος και Γιώργος Χορτάτσης (Πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου).

Στο βιβλίο αυτό, που μάλλον μου έδωσε, παρά μου άλλαξε τη ζωή, θα μπορούσε ίσως να βρίσκεται και το μότο της οικογένειας, αν είχαμε κάτι σαν θυρεό. Ο παππούς Νίκος ετοιμαζόταν να πεθάνει στο κρεβάτι του σπιτιού του και η γιαγιά Ευαγγελία συνέχιζε να τακτοποιεί την κουζίνα της και να μας προετοιμάζει ψυχολογικά για το τέλος. Λίγες μέρες αργότερα, εντελώς απρόσμενα, η γιαγιά Ευαγγελία πέφτει στο κρεβάτι με ισχαιμικό επεισόδιο.

Μπροστά στο φοβερό συμβάν, ο παππούς Νίκος εγκαταλείπει θαυματουργά το κρεβάτι του, σηκώνεται, ντύνεται το καλό του κοστούμι, σκύβει, της πιάνει το χέρι και επάνω από το αυτί της γιαγιάς Ευαγγελίας, (τα μάτια της διατηρούσαν ακόμα την λάμψη της πρώτης τους συνάντησης, μου φάνηκε, ήμουν παρών στο περιστατικό που αφηγούμαι) της ψιθυρίζει, αρκετά δυνατά ώστε να ακούσω: Πώς εγυρίσαν οι χαρές σε θλίψες ’ς μιαν ημέρα, πώς εσκορπίσαν τα καλά σα νέφη στον αέρα.

Φυσικά η γιαγιά Ευαγγελία, άνθρωπος με χιούμορ και αποστροφή στους μελοδραματισμούς, ανήμπορη να τον αφοπλίσει με τα δηλητηριώδη που πετούσε σε τέτοιες περιπτώσεις, τον άγγιξε στο μάγουλο με ύφος επιτιμητικό, πιθανότατα γιατί φορούσε τα καλά του αξύριστος. Έτσι αγαπιόντουσαν. Την επομένη η γιαγιά Ευαγγελία πέθανε. Ο παππούς Νίκος, που είχε επιστρέψει κατάκοιτος στο κρεβάτι του αμέσως μετά το περιστατικό, την ακολούθησε με διαφορά ωρών.

 

Διαβάστε ακόμα: Βαγγέλης Προβιάς. «Ένα αριστούργημα επικοινωνίας με τον αναγνώστη».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top