«Είμαι πολύ ανοιχτός. Γιατί εγώ ήρθα στην Αθήνα μην ξέροντας να πάω από την Ομόνοια στο Σύνταγμα».

«Ε, και τι  έγινε;» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος μιας συνέντευξης ενός ανθρώπου που επαναλαμβάνει αυτή τη φράση, με φυσικότητα και ειλικρίνεια, είτε μιλά για επιτυχία είτε για αποτυχία. Ο Νίκος Ψαρράς είναι εξαιρετικά συμπαθής σε όσους δεν τον γνωρίζουν και ιδιαιτέρως αγαπητός σε όσους τον γνωρίζουν. Ανήκω πια στη μεσαία κατηγορία: τον έχω απολαύσει σε θέατρο και τηλεόραση και μετά από αυτή τη συνάντηση σαν κάπως κάτι να έμαθα για εκείνον. Τολμηρός πολύ χωρίς εφετζίδικες κορώνες – μπορεί να έλειψε για πολλά χρόνια στην Αμερική, να ρίσκαρε πολλά αφήνοντας τα εδώ για τόσο, αλλά δεν το κάνει θέμα. Νίκες και ήττες τις καλοδέχεται με στωικότητα, όχι γιατί είναι ο σύγχρονος «Βούδας» αλλά όλα τα βλέπει, τα βιώνει, τα αντιμετωπίζει ως ζωή. Αυτό δηλαδή που πραγματικά είναι όλα όσα μας συμβαίνουν. Απλώς ο Νίκος το ξέρει καλύτερα και υπάρχει έτσι.

«Μεγάλωσα στον Σοχό, ένα ορεινό χωριό της Θεσσαλονίκης, το οποίο συχνά περιλαμβάνει στις ιστορίες της η φίλη μου Ζυράννα Ζατέλη, που κατάγεται κι εκείνη από εκεί. Οι γονείς μου ζουν εκεί όλα τους τα χρόνια, εγώ κατέβηκα Θεσσαλονίκη όταν τέλειωσα το σχολείο και μπήκα στο Κρατικό Θέατρο».

– Και πώς έρχεται σε ένα παιδί που μεγαλώνει στον Σοχό η ιδέα να γίνει ηθοποιός;
Από τρέλα. Δεν υπήρχε κάποιο άλλο ερέθισμα πέρα από το σχολείο, όπου κάναμε παραστάσεις, και από εμένα, ένα τρελό παιδί που μάζευε τα γειτονόπουλα κι έβγαζε το χαρτζιλίκι του κάνοντας σκετς και λέγοντας τραγούδια. Ένα παιδί έλκεται από το αποτέλεσμα αυτής της δουλειάς, που είναι η λάμψη της -σκέφτεται ωραία αυτοκίνητα, πολλές γκόμενες, πλούσια ζωή… Εγώ, όμως, όσο ετοιμάζαμε μια παράσταση στο σχολείο, είχα μια φοβερή ευφορία και σκεφτόμουν τι ωραία θα ήταν να γινόταν αυτή η ευφορία η καθημερινότητά μου, η δουλειά μου. Αυτό ήταν το πρώτο κλικ.

«Ο ηθοποιός είναι άνεργος δύο φορές τον χρόνο. Αυτό που ζει η Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια, ένας ηθοποιός το ζει από τη στιγμή που τελειώνει τη σχολή».

– Ησασταν καλός μαθητής;
Ναι, ήμουν πολύ μελετηρός. Έχω απολυτήριο με 19,7. Πήγαινα για γιατρός, αυτό ήθελαν οι γονείς μου, αλλά εγώ ήμουν πολύ στενοχωρημένος με την ιδέα ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο στη ζωή μου. Όταν μπήκα στη δραματική σχολή, ο πατέρας μου δεν μου μίλαγε για έξι μήνες. Μου έλεγε, «θα φιλιέσαι στην τηλεόραση και θα μας κοροϊδεύει το χωριό»! Από τότε έχω παίξει 11 φορές τον γιατρό, και στο θέατρο και στην τηλεόραση! Όταν μπήκα στη σχολή, κατ’ αρχάς συνειδητοποίησα πόσο δύσκολο είναι το επάγγελμα του ηθοποιού, αν αποφασίσεις να ασχοληθείς σοβαρά. Είναι μια υπέροχη τέχνη αλλά και πολύ επίπονη. Οι θεατές βλέπουν μόνο το αποτέλεσμα, κι έτσι πρέπει, αλλά από πίσω υπάρχει μεγάλο ζόρι. Πρώτα απ’ όλα, είσαι άνεργος δύο φορές τον χρόνο. Αυτό δηλαδή που ζει η Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια, ένας ηθοποιός το ζει από τη στιγμή που τελειώνει τη σχολή. Είσαι ένας ελεύθερος επαγγελματίας, ποτέ δεν ξέρεις ποιος σε βλέπει μια βραδιά που παίζεις. Μπορεί να έχεις 39 πυρετό και ανάμεσα στο κοινό να βρίσκεται αυτός που θα σου δώσει την επόμενη δουλειά. Επίσης και ο χώρος μας είναι δύσκολος από άποψη συναδέλφων, μέχρι να σε μάθουν, είναι πάντα καχύποπτοι με τους νέους.

«Θα ήθελα να είχα την οικονομική άνεση, έστω κάθε δύο χρόνια, να έκανα μια παύση, να πάω ένα ταξίδι να δω τι παίζεται στο Βερολίνο, ας πούμε».

– Εσείς τώρα πώς αντιμετωπίζετε τους νεότερους συναδέλφους σας;
Είμαι πολύ ανοιχτός. Γιατί εγώ ήρθα στην Αθήνα μην ξέροντας να πάω από την Ομόνοια στο Σύνταγμα. Έκλεισα να δουλέψω σε μία μπουάτ που θα άνοιγε στη Δεινοκράτους και έμαθα ότι θα γίνονταν δύο οντισιόν. Η μία ήταν του Κουτσομύτη για την «Πρόβα Νυφικού», όπου πήγα και έκλεισα τον ρόλο, και η άλλη ήταν με τον Κιμούλη, που θα έκανε «Μάκβεθ» με σκηνοθέτη τον Άντριου Βισνιέφσκι και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Δεν ήξερα όμως πώς να μπω στη λίστα και πήγα κανονικά την ώρα της οντισιόν. Ένας συνάδελφος όμως που είχε τη λίστα μού είπε ότι είχε συμπληρωθεί και να φύγω. Εγώ όμως δεν έφυγα. Κάποια στιγμή μάλιστα είδα τον Βισνιέφσκι και του είπα ότι ήθελα να πάρω μέρος στην οντισιόν. Εκείνος χαμογέλασε και με ρώτησε από πού ήμουν. Όταν του απάντησα ότι είμαι από τη Θεσσαλονίκη, μου είπε ότι ξέρει το μέρος γιατί είχε ανεβάσει «Άμλετ» με τον Κιμούλη και με πήρε μέσα. Έκανα την οντισιόν και με ξαναφωνάζει και μου λέει: «Είσαι νέος ηθοποιός. Είσαι διατεθειμένος μέχρι και να σφουγγαρίσεις τη σκηνή;». Του απάντησα, «εννοείται, με μεγάλη μου χαρά». «Εντάξει, λοιπόν, άσε μας το βιογραφικό σου».

»Ήταν τέλη του ’94, δεν είχα ακόμη κινητό και τους έδωσα το τηλέφωνο της μπουάτ που θα άρχιζα δουλειά την επόμενη μέρα, όπου τελικά δούλεψα μόνο στα εγκαίνια. Όλα αυτά στα λέω για να καταλάβεις ότι για μένα μπήκε το νερό στ’ αυλάκι αμέσως. Ξεκίνησα με Κουτσομύτη και Κιμούλη, δύο πολύ γερά και ποιοτικά ονόματα. Πρέπει όμως να έχεις δύναμη, να διεκδικείς, να είσαι στην αγορά. Κανείς δεν θα έρθει σπίτι σου να σου δώσει δουλειά. Εγώ έχω διδάξει και σε σχολές αρκετά χρόνια κι αυτό που έλεγα στα παιδιά είναι ότι στην τριετή σας φοίτηση, από τις πληροφορίες που θα πάρετε -θεωρητικές, υποκριτικές, ορθοφωνίας-, έχετε την πολυτέλεια να αποφασίζετε σε ποια θεατρική παρέα θέλετε να είστε, τι είδους καριέρα θέλετε να κάνετε και να είστε έτοιμοι, όταν τελειώσετε τη σχολή.

– Σε αυτή την πορεία οπωσδήποτε θα είχατε «πάνω» και «κάτω» -όπως όλοι μας. Πήρατε «μαθήματα» και από τις δύο φάσεις;
Ως ανθρώπινα όντα, συνήθως δεν θέλουμε να θυμόμαστε τα στενάχωρα, τα σβήνουμε. Εκεί όμως πρέπει να έχεις την ηρεμία να δεις τα λάθη σου, για να τα διορθώσεις και να μπορέσεις να συνεχίσεις. Σ’ αυτή τη δουλειά βέβαια, δεν μπορείς να αρέσεις σε όλους -και η κριτική μέσα στο παιχνίδι είναι. Και τι έγινε λοιπόν;

«Με ενδιαφέρει όταν παίζει ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, ο Νίκος Κουρής, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, μ’ αρέσει η ματιά τους».

– Εννοείτε την κριτική που προέρχεται από ανθρώπους του χώρου σας ή από το κοινό;
Και τα δύο. Οι απλοί θεατές είναι πιο ανοιχτοί. Έρχονται να περάσουν καλά, να ταξιδέψουν μαζί σου για δύο ώρες, να φύγουν για λίγο από τα προβλήματά τους. Οι συνάδελφοι πάντα είναι λίγο πιο «τσιγκούνηδες» με τους άλλους, συνήθως λένε, «έλα, μωρέ, σιγά, κι εγώ θα το ‘κανα». Κάν’ το, μακάρι!  Εγώ έχω συναδέλφους μου που τους θαυμάζω, που πάω και τους βλέπω και τους ξαναβλέπω. Με ενδιαφέρει όταν παίζει ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, ο Νίκος Κουρής, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, μ’ αρέσει η ματιά τους. Δουλεύουμε πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια και υπάρχουν ηθοποιοί που λένε, «δεν μπορώ άλλο θέατρο, ρε φίλε, είμαι όλη τη μέρα στο θέατρο». Δεν γίνεται όμως να μην παρακολουθείς τι γίνεται στις σκηνές και των άλλων θεάτρων. Ιδανικά, θα ήθελα να είχα την οικονομική άνεση, έστω κάθε δύο χρόνια, να έκανα μια παύση, να πάω ένα ταξίδι να δω τι παίζεται στο Βερολίνο, ας πούμε. Να πάρεις μια απόσταση για να ξαναγαπήσεις αυτή τη δουλειά, να σου έρθει πάλι το μεράκι.

«Στην Αμερική ήταν η μόνη φορά στη ζωή μου, που με απέρριψαν τόσο πολύ!»

– Με τι ασχολείστε τώρα;
Μόλις τελείωσα το «Himmelweg», που ήταν μια υπέροχη δουλειά και ξεκινήσαμε με την Κατερίνα Ευαγγελάτου τον «Άμλετ», στο «Αμφι-Θέατρο», όπου υποδύομαι τον Κλαύδιο. Χαίρομαι απίστευτα που συμμετέχω σ’ αυτή την παράσταση, αλλά είμαι και αρκετά κουρασμένος, γιατί δεν έχω σταματήσει ούτε μία μέρα να δουλεύω από τον περασμένο Αύγουστο.

– Διάβαζα μια συνέντευξη που έδωσε ο κ. Παπασπηλιόπουλος, όπου έλεγε σε κάποιο σημείο για τον ρόλο του στον «Άμλετ», «… να φοβηθώ τι; Μήπως έρθουν και πουν ότι ήταν χάλια; Μα, θα έρθουν και θα το πουν». Πώς το σχολιάζετε αυτό;
Ο Οδυσσέας εννοεί ότι σε τέτοια κείμενα, ο καθένας έχει κι από μια άποψη για το πώς πρέπει να αποδίδονται και σίγουρα δεν μπορεί μια άποψη να αρέσει σε όλους. Αυτό πάντα υπάρχει με τα κλασικά έργα. Στην τέχνη δεν υπάρχει αντικειμενικότητα. Εγώ μπορεί να δω τη «Μόνα Λίζα» και ν’ αρχίσω να κλαίω και κάποιος άλλος να πει, «αυτή είναι η Μόνα Λίζα; μια σταλιά είναι. Εγώ τη φανταζόμουν 5 μέτρα»! Το ίδιο ισχύει και στο θέατρο. Απλώς επειδή δεν πρόκειται για μια κατασκευή απτή αλλά για έναν ολόκληρο ψυχικό κόσμο, σε πονάει λίγο περισσότερο. Γιατί κρίνεσαι για την ψυχή σου. Έχω επίσης να πω ότι για τον Οδυσσέα αυτός ο ρόλος είναι από τα πιο δυνατά χαρτιά της καριέρας του, αυτό που κάνει πάνω στη σκηνή είναι ένας υποκριτικός άθλος.

– Όταν είστε επί σκηνής, τυχαίνει να συνδέεστε περισσότερο ή πιο εύκολα με κάποιους συναδέλφους σας;
Όταν περάσεις τα πρώτα χρόνια, τα δύσκολα στάδια σ’ αυτή τη δουλειά, έχεις μια πολυτέλεια: να μπορείς να επιλέξεις πού θα είσαι. Η δουλειά μας δεν είναι ούτε οι ρόλοι, ούτε οι σκηνοθεσίες, ούτε οι παραστάσεις: είναι οι συναντήσεις που γίνονται εκεί πάνω. Κάθε βράδυ επιθυμείς να πας να παίξεις και να δεις τους φίλους σου – στον «Φάρο» το ζήσαμε αυτό για δύο χρόνια. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα. Η δουλειά μας είναι δούναι και λαβείν: Πώς να βάλεις γκολ, αν δεν πάρεις πάσα;

–  Είναι σαφές ότι στη δουλειά σας, ο καθένας επιλέγει να ακολουθήσει ένα δρόμο, με τα συν και τα πλην του, αλλά σίγουρα πάντα κάτι μετράει περισσότερο… Για εσάς, είναι το «ταξίδι»;
Εγώ έκανα μία παύση για έναν χρόνο, στα τέλη του ’99, με δύο υποτροφίες που πήρα για να σπουδάσω στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη. Ήταν ένα τεράστιο δώρο που μου έκαναν τα Ιδρύματα Μερκούρη και Ωνάση. Κατόπιν έμεινα εκεί άλλο ένα χρόνο και έπαιξα σε ένα σίριαλ και μετά, μετακόμισα για τεσσεράμισι χρόνια στο Λος Άντζελες. Κατάφερα να μπω στα σωματεία των ηθοποιών εκεί, να πάρω άδεια εργασίας, έπαιξα στην τηλεόραση σε σίριαλ και διαφημιστικά αλλά και σε τρεις ταινίες -έφτασα μάλιστα πολύ κοντά να κάνω αρκετά μεγάλα πράγματα, αλλά… δεν με ήθελε. Και τι έγινε; Έζησα μια τεράστια εμπειρία! Πρώτα απ’ όλα ήταν η μόνη φορά στη ζωή μου, που με απέρριψαν τόσο πολύ! Στο Λος Άντζελες πέρασα από πάρα πολλές οντισιόν, μου έδιναν συγχαρητήρια οι συνάδελφοι επειδή με καλούσαν σε τόσες οντισιόν, αλλά τελικά δεν με έπαιρνε κανείς. Έτσι δούλευα σε δύο ελληνικά εστιατόρια για να μπορώ να ζήσω, αλλά δεν με πείραζε καθόλου, θα το ξανάκανα μάλιστα. Μακάρι βέβαια να είχα τότε τη γνώση που έχω τώρα, γιατί έφτανα σε σημείο να αναρωτιέμαι μήπως είχα επιλέξει και λάθος επάγγελμα.

«Καλός είναι ο σκηνοθέτης που δίνει στον ηθοποιό την ευκαιρία να ρισκάρει, αυτός που σε μετακινεί από αυτό που είσαι».

– Ποια ήταν τα εφόδια που πήρατε τελικά από όλη αυτή την εμπειρία;
Τα πάντα. Και κυρίως μία συγκεκριμένη μέθοδο υποκριτικής, η οποία θα με ακολουθεί όσα χρόνια ακόμη θα κάνω αυτό το επάγγελμα: το πώς χτίζεται ένας ρόλος, πώς δρας κι όχι μόνο τι λες πάνω στη σκηνή, πώς να μεταλλάσσεσαι από ρόλο σε ρόλο και όχι να μεταφέρεις τον εαυτό σου, ίδιο, από σκηνή σε σκηνή. Σε κάθε έργο, ο σκηνοθέτης έχει τον δικό του τρόπο, που σου λέει τι θέλει από σένα. Υπάρχει όμως και το κομμάτι της δουλειάς που κάνει ο κάθε ηθοποιός. Ο σκηνοθέτης σού δίνει ένα σύμπαν και σου λέει, «εδώ θα κινηθούμε». Δική μου δουλειά είναι να βρω πώς θα υπάρξω μέσα σ’ αυτό το σύμπαν. Στην Αμερική, ήξερα ότι έχω ένα πεντάλεπτο να πείσω τους παραγωγούς και τον cast director ότι είμαι η λύση σ’ αυτό που ψάχνουν.

«Πρέπει να ρισκάρεις, πρέπει να μπαίνεις σε νερά που δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσουν -μπορεί σε έναν υπέροχο καταρράκτη, μπορεί και σε ένα έλος».

– Πάντως στη χώρα μας έχουμε πολύ καλό θέατρο.
Βεβαίως, εξάλλου εδώ γεννήθηκε το θέατρο. Εγώ έχω παρακολουθήσει πάρα πολλές παραστάσεις και στο εξωτερικό – Αγγλία και Αμερική κυρίως αλλά και στο Βερολίνο. Το αρχαίο δράμα, ενώ τους αρέσει πολύ και προσπαθούν να το δουν και από μια σύγχρονη ματιά, τον χορό δεν ξέρουν τι να τον κάνουν, δεν του δίνουν τη σημασία που του αξίζει.

– Η σύζυγός σας (σ.σ. Έλενα Καρακούλη) είναι σκηνοθέτιδα. Πώς είναι να δουλεύετε μαζί;
Είναι πολύ ωραίο αλλά και δύσκολο, όπως πιστεύω ότι έτσι πρέπει να συμβαίνει με όλα τα ζευγάρια που δουλεύουν μαζί, γιατί η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ, την κουβαλάς και στο σπίτι. Στην πρόβα, εκείνη είναι η σκηνοθέτιδα και είμαι ο ηθοποιός, και μάλιστα ο ηθοποιός που πρέπει να δίνει το καλό παράδειγμα -επιμελής, διαβασμένος, αυτός που τραβάει το κάρο-, και στο σπίτι, υπάρχουν πολύ σκληρές παρατηρήσεις του ενός προς τον άλλον όσον αφορά τη δουλειά, δεν γίνεται να χαϊδεύουμε τ’ αυτιά μας. Χαίρομαι όμως να δουλεύω μαζί της, γιατί μπορεί να είναι αυστηρή, αλλά έχει συγκεκριμένη ματιά, ξέρει τι θέλει από τους ηθοποιούς και αγαπάει πολύ τη δουλειά της.

– Αν εξαιρέσουμε τη σύζυγό της, με την οποία, φυσικά, μπαίνει και το προσωπικό στοιχείο, τι πιστεύετε ότι κάνει έναν σκηνοθέτη καλό; Είναι αυτός που προσέχει και ακούει τον ηθοποιό;
Όχι, καλός είναι ο σκηνοθέτης που δίνει στον ηθοποιό την ευκαιρία να ρισκάρει, αυτός που σε «μετακινεί» από αυτό που είσαι. Αυτός που σε εμπιστεύεται και σου λέει, «πάμε σε κάτι καινούργιο». Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα. Εγώ το καλοκαίρι θα κάνω Αριστοφάνη και αρνήθηκα δύο δουλειές που ήταν για τραγωδία, γιατί θέλω να πάω κάπου αλλού -κι ας φάω τα μούτρα μου, δεν έγινε και τίποτα. Πρέπει να ρισκάρεις, πρέπει να μπαίνεις σε νερά που δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσουν -μπορεί σε έναν υπέροχο καταρράκτη, μπορεί και σε ένα έλος. Το θέμα είναι, όπου κι αν πας, να μπορέσεις πάλι να ξαναφύγεις από κει.

– Το παιδί σας θα το αφήσετε να ρισκάρει στη ζωή του;
Μα πρέπει να ρισκάρει κι ο μικρός μου. Θα τον προστατεύσω, όσο μου επιτρέπεται. Είναι ένα παιδί πολύ ζωντανό, με απίστευτο χιούμορ, έχει πάρει πολλή τρέλα κι από μένα κι από τη γυναίκα μου. Κάνει πλάκες, μας κάνει σόου, είναι πολύ δημοφιλής στο σχολείο του και έχει χιλιάδες ενδιαφέροντα. Οπότε εμείς είμαστε παρόντες, να του δώσουμε ό,τι περισσότερο μπορούμε, για να αποφασίσει ο ίδιος τι θα κάνει. Φυσικά πρέπει να βάζουμε και κάποια όρια, για να μάθει από μικρός ότι όλοι ζούμε μέσα σε κάποια όρια.

Info:
AΜΛΕΤ,
«ΑΜΦΙ-ΘΕΑΤΡΟ ΣΠΥΡΟΥ Α.ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ»
Αγγελικής Χατζημιχάλη 15 (και Αδριανού 111) – Πλάκα, τηλ. 211-2131301

 

Διαβάστε ακόμα: Ορέστης Ανδρεαδάκης – «Πρέπει να βελτιώνεσαι διαρκώς, να αλλάζεις, να ακούς τις ανάγκες της εποχής». 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top