Η Αίθουσα Βλάχου στο κτίριο της «Καθημερινής», Σωκράτους 57.

Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Βατόπουλος την αγαπάει την Αθήνα. Είναι ολότελα φανερό πως είτε με τα άρτια κείμενά του είτε με τις εμπνευσμένες φωτογραφίες του διακονεί και ουσιαστικά αναβιώνει το ξεχασμένο «είδος» του αθηναιογράφου.

Τα βιβλία του «Το πρόσωπο της Αθήνας» (εκδ. Ποταμός, 2002), «Περπατώντας στην Αθήνα» (εκδ. Μεταίχμιο, 2018) και «Μικροί δρόμοι της Αθήνας» (εκδ. Μεταίχμιο, 2019) αποτελούν μια έξοχη τριλογία για τη σημερινή όψη της πρωτεύουσας, με μια παράλληλη βουτιά στο κλέος που κουβαλάει από το χθες.

To χθες και το σήμερα της πρωτεύουσας μέσα από το νέο βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου «Στο βάθος του αιώνα» (εκδ. Μεταίχμιο).

Η Αθήνα παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του και στο νέο του βιβλίο «Στο βάθος του αιώνα. Ένα αφήγημα για την Αθήνα», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Μόνο που αυτή τη φορά ξετυλίγει έναν προσωπικό χάρτη της πόλης. Μέσα σ’ αυτόν συνυπάρχουν άνθρωποι, κτίρια, διάσπαρτες εικόνες από το παρελθόν και το παρόν της, καθώς και βιβλία ή περιοδικά που έχουν ταυτιστεί μ’ αυτήν.

Ο Νίκος Βατόπουλος μάς βοηθάει με τη στοργή που περιβάλλει την πόλη να θυμηθούμε τις κρυμμένες δυνατότητές της.

Πρόκειται για ένα χρονικό μέσα από το οποίο αναδεικνύεται η διαχρονικότητα της πόλης. Οδοδείκτης σ’ αυτό το ταξίδι είναι οι μνήμες του συγγραφέα, η προσωπική του ταύτιση μ’ αυτό που ορίζουμε ως αθηναϊκό «τόπο». Η νοσταλγική γραφή του Νίκου Βατόπουλου, σε ορισμένα σημεία αφήνει τη ροή της συνείδησης να μιλήσει ελεύθερα, διαμορφώνει ένα κείμενο που μπορεί να διαβαστεί και ως μυθιστόρημα εν εξελίξει.

Η καθημερινότητα μιας άλλης εποχής.

Η Αθήνα παρά τα προβλήματά της, απότοκα λάθος επιλογών της κεντρικής και της δημοτικής εξουσίας τις τελευταίες δεκαετίες, αμέλειας ή αδιαφορίας των κατοίκων της και της αναπόδραστης υπερσυγκέντρωσης πληθυσμού στα όριά της, παραμένει μια πόλη που συνεγείρει τα πάθη, ξυπνάει αναμνήσεις, είναι αναπόσπαστο μέρος της αφήγησης του καθενός από εμάς.

Ο Νίκος Βατόπουλος μάς βοηθάει με τη στοργή που περιβάλλει την πόλη να θυμηθούμε τις κρυμμένες δυνατότητές της, την καλυμμένη ομορφιά της, την ουσιαστική λειτουργία της θωπείας που ασκεί πάνω μας. Το τελευταίο του βιβλίο διαβάζεται απνευστί και βιώνεται ακαταπαύστως. Ενδεχόμενα όχι στις μέρες μας όπου οι δρόμοι είναι αδιάβατοι λόγω της αναγκαστικής καραντίνας, αλλά σίγουρα στο μέλλον υπό καλύτερες συνθήκες.

Ακολουθούν κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το καινούργιο βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου «Στο βάθος του αιώνα. Ένα αφήγημα για την Αθήνα» (εκδ. Μεταίχμιο).

Οψη της σημερινής πόλης. Η φωτογραφία τραβηγμένη από τον Νίκο Βατόπουλο.

«Η οδός Πατησίων, ευθεία, χρύσιζε, τρεμόσβηνε. Στα κίτρινα φώτα της εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ, σε έναν από τους μοναχικούς περιπάτους μου, ένιωσα πως μπορούσα να φτάσω μακριά. Και, από την άλλη, όσο είχα την επιθυμία να απομακρυνθώ και να χαθώ, άλλο τόσο ήθελα να κουλουριαστώ, να γίνω μια τελεία, μια αόρατη κουκκίδα. Προς στιγμήν ήθελα να μπορούσα να χωνόμουν σε ένα σινεμά, από εκείνα με τις μπλε κουρτίνες με τα ασημένια αστεράκια και τις ταξιθέτριες με τις ποδιές και το πρόγραμμα στο χέρι, και να έβλεπα ξανά και ξανά σε μια ατελείωτη λούπα το «1900». Ηταν μια επιθυμία παράδοξη όσο και απολύτως οικεία που γεννήθηκε εκεί, σαν ένα φυλλαράκι σε μια σχισμή του χρόνου. Μου ήρθε ξαφνικά, με βρήκε απροετοίμαστο εκεί που βάδιζα σκεφτικός και, παρότι δεν είχα καθόλου στο μυαλό μου ούτε τον Μπερτολούτσι ούτε κάτι που να με οδηγούσε προς τον κόσμο τον δικό του, ένιωθα το μυαλό μου να κατακλύζεται σιγά σιγά από θερμά κύματα που με σκέπαζαν και με απογείωναν ταυτόχρονα. Δεν ήξερα αν ήταν νοσταλγία, που ομολογώ δεν την είχα προσκαλέσει, τουλάχιστον όχι εκείνη τη στιγμή, ή αν ήταν απλώς μια διάθεση να γεννήσω κάτι που να παρουσίαζε κάποιο ελάχιστο ενδιαφέρον σε έναν περίπατο αντικειμενικά άχρωμο και ολωσδιόλου αντικινηματογραφικό. […]

Το κλέος του παρελθόντος.

[…] Οι ιστορικοί χρόνοι είναι μέσα στο πολιτισμικό θυμικό και συμπλέουν και, ενώ μπορώ να φανταστώ με τη βοήθεια της τέχνης και της λογοτεχνίας την καθημερινότητα σε μια γαλλική πόλη του έτους 1250, αδυνατώ να κάνω το ίδιο για την καθημερινότητα στη νεολιθική Κρήτη το 5000 π.Χ. Οταν έχω στην παλάμη μου εκείνες τις μικρές φωτογραφίες δρόμου που έβγαζαν οι πλανόδιοι φωτογράφοι στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας στις δεκαετίες του 1940 και του 1950, εστιάζω στην κίνηση των σωμάτων. Ηταν συνήθως Αθηναίοι που πήγαιναν στις δουλειές τους, ορισμένες φορές και περίπατο, άνδρες μόνοι ή γυναίκες μόνες ή με παρέα, γυναίκες πιασμένες αγκαζέ, πολύ συχνά ήταν ανδρόγυνα ή ανά δύο φίλοι και φίλες. Στη Σταδίου, στην Πανεπιστημίου, στην Ομόνοια… Εχει γράψει πολύ ωραία γι’ αυτή τη φωτογραφική πρακτική –σπουδαία κοινωνική παρακαταθήκη– ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στο βιβλίο του «Τετέλεσται» (εκδόσεις Opera, 2002) και είναι ένας ελάχιστα μελετημένος θησαυρός, μια πηγή γνώσης και συγκίνησης. Πριν ακόμη μάθω για την ευρύτατη διάδοση αυτής της συνήθειας, είχα τα πρώτα δείγματα στα οικογενειακά φωτογραφικά άλμπουμ, όπου πάνω στις μαύρες ματ σελίδες ή πίσω από τη ζελατίνα ξεφυλλίζαμε τις σκηνοθετημένες ιστορίες μας. Το ξεφύλλισμα των άλμπουμ ήταν ιεροτελεστία και δεν βαριόσουν ποτέ, όσες φορές και να τα είχες δει, γιατί πάντα κάτι άλλο θα πρόσεχες, γιατί πάντα μια άλλη οπτική σε μια γνωστή ιστορία θα γεννιόταν απρόσκλητη. […]

Η Αθήνα είναι τα πάρκα και οι πλατείες της. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από τον Νίκο Βατόπουλο.

[…] Με τα χρόνια συνειδητοποίησα ότι το ξεφύλλισμα των πάμπολλων φωτογραφικών άλμπουμ που είχαμε στο σπίτι ήταν μια συνήθεια που εν πολλοίς με διαμόρφωσε. Η παρατήρηση των προσώπων στις φωτογραφίες ή και των τοπίων, των δρόμων και των σπιτιών, οι εκδρομές, τα ταξίδια, τα βαφτίσια και οι γάμοι (και φυσικά όχι οι κηδείες) ήταν μια διά βίου εκπαίδευση στην ευγενή τέχνη της παρατήρησης και στην εξ αυτής ενίσχυση της συνειρμικής δύναμης.

Τα νεοκλαστικά της Αθήνας με το απαράμιλλο στυλ τους.

Αναρωτιέμαι αν οι άνθρωποι στο μέλλον θα γνωρίζουν τι είναι ένα φωτογραφικό λεύκωμα με προσωπικές και οικογενειακές φωτογραφίες με τον τρόπο που το καταλάβαιναν οι προηγούμενες γενιές τουλάχιστον, από το 1880 ώς το 2000. Είναι κάτι αντίστοιχο με τη γέννηση και τον θάνατο της καρτ ποστάλ, μια άλλη παράμετρος της κοινωνικής ζωής για την οποία είχα μια φυσική περιέργεια και έλξη από τα πολύ πρώιμα παιδικά μου χρόνια, γι’ αυτό και είχα αρχίσει να μαζεύω κάρτες από τα χρόνια του δημοτικού σχολείου. Αλλά οι φωτογραφίες που συνδέονται με την οικογενειακή διαδρομή, με τις ρίζες και τη μεταβολή του χρόνου μέσα στο οικοσύστημα, το στέρεο, το οικείο και το αναπόδραστο είναι μια συγγενής μεν, αλλά άλλης τάξεως κατηγορία. Υπάρχει ένα στοιχείο βιωματικής πράξης και μια χειρονομία αυτοεπιβεβαίωσης απέναντι στο φυσικό αντικείμενο[…]

 

Διαβάστε ακόμα: Νίκος Βατόπουλος – «Η Αθήνα είναι ανεξάντλητη. Στο εγγύς μέλλον θα είναι καλύτερη».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top