xouliaras55

«Η ώρα είναι ήδη εννιά κι ένας αέρας ήσυχος φυσάει τα μαύρα θαλασσόδεντρα στο μέρος της ακτής».

Είναι οκτώ το απόγευμα κι ο θόλος τ’ ουρανού στη δυτική ακτή της Αντιπάρου μοιάζει με κάμπο βυζαντινό.

Πίσω από τα βράχια του Σιφνέικου το φόντο είναι όλο χρυσαφί: το χρυσαφί εκείνο της απόγνωσης, αλλά και του θριαμβικού θανάτου που αφήνει ο πορφυρός μεγάλος δίσκος πάνω απ’ τα νερά, καθώς τραβάει την κουρτίνα του φωτός κλείνοντας την αυλαία της δεκάτης πέμπτης μέρας του Αυγούστου του 1997.

Στο μέρος της ξηράς, τα σπίτια του οικισμού εκπέμπουν ένα παγερό λευκό, ενώ τα ανοιχτά γαλάζια τους παντζούρια κλείνουν εντός τους το αραιωμένο μοβ του αρνητικού που τείνει προς το μαύρο. Σε κάποια απ’ αυτά, τα φώτα των ηλεκτρικών λαμπτήρων φωτίζουν τα τετράγωνα ανοίγματα και διακρίνω καθαρά εκείνα τα γυμνά δωμάτια: αυτούς τους χώρους τους υποτυπώδεις του καλοκαιριού που κατοικούνται απ’ τους ανθρώπους της παγκόσμιας κοινότητας για δυο τρεις μήνες όλο κι όλο.

Βλέπω από μακριά λοιπόν αυτή τη συγχορδία του φωτός πάνω στα σπίτια κι ανακαλύπτω σ’ ένα απ’ αυτά κάτι που μοιάζει με παραφωνία.

HOULIARAS_3

«Απόγευμα ώρα πέντε, παληό καλοκαίρι στον κήπο του νου μου, ’76, Δευτέρα 28 του Ιουνίου στην Αντίπαρο», γράφει στον πίνακα ο Νίκος Χουλιαράς. Το 1976 απέκτησε το δικό του σπίτι στο νησί και μέχρι το 2007 ζούσε εκεί σχεδόν έξι μήνες τον χρόνο.

Στο ισόγειο σπιτάκι του Γερώνυμου Παρούσου –στο γενικό λευκό των τοίχων– δυο κομμάτια σφοδρού εξωτικού γαλάζιου κλείνουν εντός τους ένα τετράγωνο εκτυφλωτικής έντασης. Μ’ ένα παράξενο ιδιωτικό ηφαίστειο μοιάζει αυτό το άνοιγμα, όπου τα πορφυρά αναρριχώμενα νερά υψώνονται, θαρρείς, στον ουρανό του δωματίου κι ύστερα γέρνουν, ξαφνικά, και πέφτουν πάλι προς τα κάτω σαν να ’ναι τα βεγγαλικά κάποιας απρόσμενης γιορτής: μιας εσωτερικής γιορτής με ανοιχτά ηλιοβασιλέματα, όπως εκείνα που είχαμε ονειρευτεί όταν ήμασταν παιδιά ή σαν κι αυτά που ακόμη τώρα βλέπουμε, καμιά φορά, στις οθόνες των σινεμά την ώρα, ακριβώς, που πέφτουν στο πανί οι τίτλοι της ταινίας.


Διαβάστε ακόμα: Με τον Χουλιαρά στην Αντίπαρο


Κάποια στιγμή –σ’ αυτό το φωτισμένο άνοιγμα– βλέπω να προβάλει, άξαφνα, μια φιγούρα γυναικεία με λυτά μαλλιά: φιγούρα μαύρη, κοριτσιού που μοιάζει σαν να βρίσκεται σε έκσταση. Κινείται πέρα δώθε νευρικά μπροστά από το φως, σαν να τη διατρέχει ένα ρίγος.

HOULIARAS_4

Το κάστρο της Αντιπάρου δια χειρός Νίκου Χουλιαρά. Το σπίτι του ήταν μέσα στο κάστρο.

«Κάποια στιγμή βλέπω να προβάλει, άξαφνα, μια φιγούρα γυναικεία με λυτά μαλλιά: φιγούρα μαύρη, κοριτσιού που μοιάζει σαν να βρίσκεται σε έκσταση».

Στιγμές στιγμές, μοιάζει να στέκει άναυδη. Παρατηρεί τα πορφυρά νερά που υψώνονται ως το ταβάνι, τ’ ακουμπάει. Άλλοτε, πάλι, φέρνει τα χέρια της ψηλά, κρατάει τα μαλλιά της, λες κι ερμηνεύει κάποιο ρόλο μυστικό σε θέατρο σκιών μιας χώρας που μόνο αυτή ξέρει. Γιατί ποιος τάχα άνθρωπος και ποια ψυχή αυτού εδώ του οικισμού μπορεί να ζει σε τούτο το ταπεινό δωμάτιο που ξέρει από χρόνια, ενώ η σκιά του γυροφέρνει κάπου αλλού την ίδια ώρα: σ’ ένα τοπίο μυθικό μιας χώρας μακρινής που δεν την έχει επισκεφτεί ποτέ του; Αφού τα πάντα εδώ γύρω, έτσι κι αλλιώς, είναι γνωστά και δεν χωράει το αίνιγμα. Ο τόπος όλος είναι πατημένος. Κι ο ήλιος ακόμη –αυτός ο πορφυρός μεγάλος δίσκος που μας κρατάει στη ζωή–την ίδια, τη γνωστή πορεία ακολουθεί κι αυτή τη μέρα. Βουτάει –όπως τώρα– στα γνωστά νερά και μας αφήνει: εδώ, στη θάλασσα τη δική μας. Προς τη μεριά που είναι το νησί της Σίφνου πάει και βουτάει ξανά, χρυσίζοντας το θόλο τ’ ουρανού που τώρα, λίγο λίγο, σκοτεινιάζει, μέχρι να φανερώσει τ’ άστρα του, που θα φωτίζουνε αδιάφορα όλη νύχτα ετούτη εδώ την πολυσύχναστη ερημιά του κόσμου.

topoi-1190

«Σκοπός της συλλογικής αυτής έκδοσης είναι η ανάδειξη των τόπων που καθόρισαν τη συγγραφική δραστηριότητα των Ελλήνων λογοτεχνών…», σημειώνει ο συγγραφέας Μιχάλης Μοδινός, που υπογράφει την επιμέλεια.

Η ώρα όμως είναι ήδη εννιά κι ένας αέρας ήσυχος φυσάει τα μαύρα θαλασσόδεντρα στο μέρος της ακτής. Κοιτάω, ακόμη μια φορά, εκεί, απέναντι, το φωτισμένο άνοιγμα. Αυτό το μυθικό τοπίο βλέπω ξανά να καίει τη μία και μοναδική του ύπαρξη κι αμέσως ύστερα τα δυο παντζούρια κλείνουν αναπάντεχα και χάνω την εικόνα.

Κλείνει εκείνο το παράθυρο, μα το μυστήριο μένει πάντα ανοιχτό, γιατί δεν πρόκειται εγώ να σας αποκαλύψω πώς το ιδιωτικό αυτό ηφαίστειο με τα αναρριχώμενα νερά –εκείνα τα απρόσμενα βεγγαλικά της μυστικής γιορτής που έβλεπα– δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά το γιορτινό πολύχρωμο φουστάνι της δωδεκάχρονης Παναγιώτας Παρούσου: το εκτυφλωτικό εκείνο φόρεμα της επιθυμίας της, που κρεμόταν στη ράχη της παλιάς ντουλάπας του δωματίου περιμένοντας τη μικρή να το φορέσει και να βγει μ’ αυτό έξω στον κόσμο.

Όχι. Δεν πρόκειται, λοιπόν, να σας το πω, γιατ’ είμαι σίγουρος ότι αυτή είναι κι η μόνη εκδοχή για το μυστήριο που είστε έτοιμοι να πιστέψετε.

 

//Το διήγημα «Αντίπαρος, 1997» (από το βιβλίο του Νίκου Χουλιαρά «Μια μέρα πριν, δυο μέρες μετά», εκδόσεις Νεφέλη, 1998) περιλαμβάνεται στη συλλογική έκδοση της Εταιρείας Συγγραφέων «Τόποι της Λογοτεχνίας – 134 συγγραφείς καταγράφουν, μια ελληνική προσωπική γεωγραφία», εκδ. Καστανιώτη, 2015.

 

Ακούστε εδώ τον Νίκο Χουλιαρά να τραγουδάει, μαζί με την Πόπη Αστεριάδη, το παλιό ηπειρώτικο τραγούδι «Χαλασιά μου» –σε διασκευή, μουσική και στίχους δικούς του–από το δίσκο του «Ο Άραχθος».

 

Διαβάστε ακόμα: Νίκος Χουλιαράς –ή χωρίς τον Νίκο…

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top