Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γεννήθηκε σαν σήμερα, 20 Μαρτίου 1931.

Ενός λεπτού σιγή

Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν’ ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,

κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;

 


 

«Δεν ξέρω πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ τον έρωτα. Δεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών, φυτέματα αγκαλιασμάτων στις μασχάλες» (Νέος σε στάση αγάλματος Ολυμπίας με πιτζάμες, 1938-1939. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη).

Έρωτας 

Να σου γλείψω τα χέρια, να σου γλείψω τα πόδια –
η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή.
Δεν ξέρω πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ τον έρωτα.
Δεν είναι μόνο μούσκεμα χειλιών,
φυτέματα αγκαλιασμάτων στις μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριά σπασμών.
Είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας,
όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε σε δυσκολοκατάχτητο κορμί.


 

«Έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά. Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο» (Διάλογος, Γιάννης Μόραλης, Εθνική Πινακοθήκη).

Με κατάνυξη

Έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά.
Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο,
να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος.
Να σου δώσω συντριβή, να μην είσαι μούτρο,
να μου δώσεις χόβολη, να μην ξεπαγιάσω.
Κι ύστερα να πέσω με κατάνυξη στα πόδια σου,
για να μάθεις πια να μην κλωτσάς.


 

«Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις» (Χρόνης Μπότσογλου)

Η θάλασσα 

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.


 

«τώρα που μου ‘ρθαν όλα όπως τα ‘θελα κι αρχίζω να βολεύομαι μες στην κρυφή χαρά μου, νιώθω πως κάτι μέσα μου σαπίζει» (Γυμνό, Αντώνης Μυριαγκός/λεπτομέρεια).

Τέλος

Τώρα που βρήκα πια μιαν αγκαλιά,
καλύτερη κι απ’ ό,τι λαχταρούσα,
τώρα που μου ‘ρθαν όλα όπως τα ‘θελα
κι αρχίζω να βολεύομαι μες στην κρυφή χαρά μου,
νιώθω πως κάτι μέσα μου σαπίζει.

 

Διαβάστε ακόμα: Αντρέ Μπρετόν – «Η γυναίκα μου με αιδοίο φλέβας χρυσού κι ορνιθορύγχου».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top