Γ.Χ. Ώντεν, «Στη μνήμη του Γ. Μπ. Γέητς»
I
Χάθηκε στην καρδιά του χειμώνα:
Παγωμένα ήσαν τα ρυάκια, έρημα σχεδόν τ’ αεροδρόμια,
Και χιόνι παραμόρφωνε τ’ αγάλματα της πόλης·
Ο υδράργυρος βυθίζονταν στο στόμα της ξέπνοης μέρας.
Ναι, τα όργανα όλα συμφωνούν
Η μέρα του θανάτου του ήταν μια σκοτεινή κρύα μέρα.
Μακριά από την αρρώστια του
Οι λύκοι έτρεχαν στους θαλερούς δρυμώνες,
Ο ποταμός της εξοχής παράβλεπε τις κοσμικές προβλήτες·
Οι γλώσσες που θρηνούσαν
Ανέγγιχτα άφησαν τα ποιήματα από το θάνατο του ποιητή.
Για εκείνον όμως ήταν το τελευταίο απόγευμα με τον εαυτό του,
Ένα απόγευμα με νοσοκόμες και ψιθύρους·
Οι επαρχίες του κορμιού του εξεγερμένες,
Του λογικού του οι πλατείες αδειανές,
Σιωπή απλωνόταν στα προάστια,
Το ρεύμα των αισθήσεών του είχε κοπεί· εκείνος έγινε οι θαυμαστές του.
Τώρα είναι σκορπισμένος σ’ εκατό πολιτείες,
Παραδομένος όλος σε ανοίκεια λατρεία,
Να βρει την ευτυχία του σ’ ένα αλλιώτικο δάσος
Και να τιμωρηθεί με ξένο κώδικα συνείδησης.
Τα λόγια του νεκρού
Αλλοιώνονται μέσα στα σπλάχνα των ζωντανών.
Καθώς το αύριο ξημερώνει σπουδαίο και βουερό,
Κι ουρλιάζουν σα θηρία οι χρηματιστές στην Μπόρσα,
Και υποφέρουν οι φτωχοί, που το ’χουν τόσο συνηθίσει,
Και ο καθένας στο κελί του εαυτού του βέβαιος σχεδόν πως είναι ελεύθερος,
Κάποιες χιλιάδες θα σκεφτούν τη μέρα αυτή
Όπως σκεφτόμαστε τη μέρα που κάτι κάπως ασυνήθιστο έχουμε κάνει.
Ναι, τα όργανα όλα συμφωνούν
Η μέρα του θανάτου του ήταν μια σκοτεινή κρύα μέρα.
Στην επόμενη σελίδα: «Η τρελο-Ιρλανδία σε κέντρισε στην ποίηση».