«Σε αυτή τη κατάφωτη γωνιά της υφηλίου ο Καμύ φαίνεται πως κατανόησε καλύτερα τους ελληνικούς μύθους, τη σημασία του μέτρου, το νόημα της εξέγερσης. Εδώ αμφισβήτησε ίσως και την εμμονή του για το παράλογο», λέει ο Δημήτρης Στεφανάκης.

«Σε αυτή τη κατάφωτη γωνιά της υφηλίου ο Καμύ φαίνεται πως κατανόησε καλύτερα τους ελληνικούς μύθους, τη σημασία του μέτρου, το νόημα της εξέγερσης», λέει ο Δημήτρης Στεφανάκης.

Ποια είναι, περιληπτικά, η υπόθεση τού «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι»; Και ποιοι οι κεντρικοί δευτερεύοντες χαρακτήρες του;
Ο Αλμπέρ Καμύ, ο γνωστός Γαλλοαλγερινός νομπελίστας, επανέρχεται στη Μύκονο στα τέλη του εικοστού αιώνα μέσα από ένα ταξίδι στο χρόνο. Ξεναγείται στην εποχή μας από την νεαρή Ελληνίδα δημοσιογράφο Αριάδνη Δάριβα, η οποία ελπίζει ότι θα τον πείσει να ολοκληρώσει τον «Πρώτο Άνθρωπο», το ημιτελές μυθιστόρημα πάνω στο οποίο τον βρήκε ο θάνατος. Τη συνέχεια θα την ανακαλύψει ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο. Εκεί θα γνωρίσει τους χαρακτήρες που τον πλαισιώνουν. Ο Μάρκος, ο Αλέξανδρος, ο Πλούταρχος και οι άλλοι είναι μορφές που ξεπηδούν μέσα από το ελληνικό καλοκαίρι.

 

«Το ελληνικό καλοκαίρι και ο ήλιος του είναι τα συστατικά μιας ευτυχίας που αναζήτησε έστω και εφήμερα ο Καμύ», λέει ο Δημήτρης Στεφανάκης. «Θα ήθελα να κρατήσω κοντά μου, να σφίξω ετούτη την άφατη χαρά, που όμως ξέρω ότι θα χαθεί» γράφει στα σημειωματάριά του. Illustration: Krieger

«Το ελληνικό καλοκαίρι και ο ήλιος του είναι τα συστατικά μιας ευτυχίας που αναζήτησε έστω και εφήμερα ο Καμύ». Illustration: Krieger

 

Με ποια (μυθιστορηματική) αφορμή επαναφέρετε τον Αλμπέρ Καμύ στη ζωή; Και γιατί επιλέγετε τη Μύκονο ως σκηνικό της επιστροφής του;
Αναρωτιόμουν συχνά πώς θα έβλεπαν οι μείζονες μυθιστοριογράφοι του παρελθόντος την αντιμυθιστορηματική μας εποχή. Είχα σκοπό να επαναφέρω και άλλους μαζί, όμως από την αρχική ιδέα επιβίωσε μόνο ο Καμύ, και η Μύκονος ήταν σχεδόν αυτονόητη επιλογή. Όλοι ξέρουμε την αγάπη του για το νησί.

«Η Μεσόγειος που μας περιβάλλει με χαμόγελα, ήλιο και θάλασσα μας δίνει ένα μάθημα». (Α. Καμύ)

Ο Καμύ είχε έρθει στη Μύκονο το καλοκαίρι του 1958 –την επόμενη χρονιά από όταν πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πείτε μας για την αγάπη του για το νησί, που αναφέρατε πριν.
Κι όμως! Πρώτη φορά το επισκέφθηκε το 1955. Γράφει στα σημειωματάρια του: «Η νύχτα έχει πέσει όταν κατεβαίνουμε στη Μύκονο. Οι εκκλησίες τόσες όσα και τα σπίτια. Κατάλευκα. Περιπλανιόμαστε στα δρομάκια με τα πολύχρωμα μαγαζιά. Στους κατασκότεινους δρόμους ανασαίνουμε τη μυρωδιά από το αγιόκλημα. Το φεγγάρι λάμπει αμυδρά πάνω από τις άσπρες ταράτσες. Ανεβαίνουμε ξανά στο σκάφος και πλαγιάζω τόσο ευτυχισμένος χωρίς να νιώθω καν την κούρασή μου. Το πρωί ένα θεϊκό φως πέφτει πάνω στα ασβεστωμένα σπίτια της Μυκόνου. Βάζουμε πλώρη για τη Δήλο…» Ύστερα από ένα τέτοιο απόσπασμα χρειάζεται να αναζητήσουμε τους λόγους για τους οποίους λάτρεψε το κυκλαδίτικο νησί;

Ο Δημήτρης Στεφανάκης ένα καλοκαίρι στη Μύκονο. «Η Μύκονος είναι η μυθιστορηματική μου πατρίδα», λέει. «Της χρωστώ τα καλύτερα καλοκαίρια της ζωής μου, το φως της που ποτέ δεν είχα φανταστεί, τη θάλασσα και την ανεμελιά της που με δίδαξαν».

Ο Δημήτρης Στεφανάκης ένα καλοκαίρι στη Μύκονο. «Η Μύκονος είναι η μυθιστορηματική μου πατρίδα», λέει. «Της χρωστώ τα καλύτερα καλοκαίρια της ζωής μου».

Το καλοκαίρι του τίτλου είναι, βέβαια, το ελληνικό καλοκαίρι. Κι εδώ λοιπόν ο «ανίκητος ήλιος»! Πώς τον βίωσε, στην αληθινή ζωή, στις Κυκλάδες, ο Καμύ; Όταν αναφερόταν στο πέρασμα Δήλου/Μυκόνου, μιλούσε για μια «παράσταση φωτός»…
Αυτή η «παράσταση φωτός» μάγεψε κι εμένα. Το ελληνικό καλοκαίρι και ο ήλιος του είναι τα συστατικά μιας ευτυχίας που αναζήτησε έστω και εφήμερα ο Καμύ. Σε αυτή τη κατάφωτη γωνιά της υφηλίου φαίνεται πως κατανόησε καλύτερα τους ελληνικούς μύθους, τη σημασία του μέτρου, το νόημα της εξέγερσης. Εδώ αμφισβήτησε ίσως και την εμμονή του για το παράλογο. «Επιτέλους ευτυχία, ευτυχία πολύ κοντά στα δάκρυα. Θα ήθελα να κρατήσω κοντά μου, να σφίξω ετούτη την άφατη χαρά, που όμως ξέρω ότι θα χαθεί», γράφει στα σημειωματάριά του.

Διαβάστε ακόμα: Η δολοφονία του Άραβα από τον Μερσώ στο αριστούργημα του Καμύ «Ο Ξένος» δημιουργεί συνειρμούς με τη βία που βιώνει η ελληνική κοινωνία σήμερα.

«Το μυθιστόρημα αυτό ξεπήδησε από την αφηγηματική μου νιότη, από την εμπειρία μιας εφηβείας γυμνής κάτω από τον ήλιο. Είναι ό,τι πιο ποιητικό φυλάω μέσα μου».

«Το μυθιστόρημα αυτό ξεπήδησε από την αφηγηματική μου νιότη. Είναι ό,τι πιο ποιητικό φυλάω μέσα μου».

Πώς βρίσκει το νησί σε σχέση με ό,τι είχε γνωρίσει πριν από 40 περίπου χρόνια: τοποθετείτε την «επιστροφή» του στο τέλος του εικοστού αιώνα. Και πώς το ζει, στη δεύτερη ζωή του, μες στις σελίδες του βιβλίου σας;
Αρχικά, όπως είναι φυσικό, υφίσταται ένα πολιτισμικό σοκ,. Στην καρδιά του διατηρεί την άδολη εκδοχή της Μυκόνου στη δεκαετία του ’50, αλλά κι αυτός ο τραβηγμένος από τα μαλλιά διονυσιασμός του νησιού στο σήμερα δεν του είναι αδιάφορος. Στην πρωτεύουσα αυτή του χρόνου, που είναι η εποχή μας, αισθάνεται σαν επαρχιώτης και προσπαθεί να εξοικειωθεί με τις ανέσεις που του προσφέρονται, αλλά την ίδια στιγμή κρατά μια απόσταση από όλους κι από όλα.

Πίσω από τη δημιουργία του βιβλίου υπήρχε αποκλειστικά μια καλή ιδέα; Ή (και) κάτι άλλο; Στον πρόλογο γράφετε: «Το ‘’Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι’’ είναι μια χούφτα λέξεις, εικόνες και σκέψεις που ξεπήδησαν από τα εφηβικά μου καλοκαίρια»…
Κανένα μυθιστόρημα άξιο λόγου δεν μπορεί και δεν πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά σε μια καλή ιδέα. Τα ευρήματα δεν αρκούν, πρέπει κανείς να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, να πλάσει χαρακτήρες, να στοχαστεί. Ναι, το μυθιστόρημα αυτό ξεπήδησε από την αφηγηματική μου νιότη, από την εμπειρία μιας εφηβείας γυμνής κάτω από τον ήλιο. Είναι ό,τι πιο ποιητικό φυλάω μέσα μου.

Το βιβλίο του Δημήτρη Στεφανάκη «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Το «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Στη Μύκονο διαδραματίζεται και το πρώτο σας μυθιστόρημα «Φρούτα εποχής», το 2000. Γιατί την επιλέξατε ως σκηνικό δυο βιβλίων σας; Διαβάζουμε επίσης ότι το «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι» γράφτηκε στη Μύκονο και στο Παρίσι…
Η Μύκονος είναι η μυθιστορηματική μου πατρίδα. Της χρωστώ τα καλύτερα καλοκαίρια της ζωής μου, το φως της που ποτέ δεν είχα φανταστεί, τη θάλασσα και την ανεμελιά της που με δίδαξαν. Ένα θα σας πω: Όταν θέλω να σκεφτώ κάτι όμορφο ο νους μου πηγαίνει σε αυτή την καλοκαιρινή γιορτή, που την αποκαλούμε Μύκονο.

Διαβάστε ακόμα: Κωνσταντίνος Τζούμας: «Την τελευταία φορά που πήγα στη Μύκονο»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top