O Μίνως Ευσταθιάδης στήνει μια αρκετά καλή αστυνομική ιστορία υπερβαίνοντας κατά πολύ τη συχνά διεκπεραιωτική χρήση της γλώσσας που συναντάμε στα περισσότερα σύγχρονα μυθιστορήματα του είδους (Credits: Victoria T.).

Μίνως Ευσταθιάδης, Ο δύτης, μυθιστόρημα, εκδ. Ίκαρος

Μπορούμε, με μια δόση αυθαιρεσίας ίσως, να διακρίνουμε δύο μέρη στον Δύτη, το νέο νουάρ μυθιστόρημα του Μίνου Ευσταθιάδη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος με τη φωτογραφία ενός τυφλοπόντικα στο εξώφυλλό του. Το πρώτο μέρος του έργου εκτυλίσσεται στο Αμβούργο και καταλαμβάνει πενήντα όλες κι όλες σελίδες, ενώ στο δεύτερο μετακινούμαστε, μαζί με τον πρωταγωνιστή του βιβλίου, στο Αίγιο όπου και παραμένουμε για τις διακόσιες σχεδόν σελίδες που απομένουν μέχρι το τέλος.

Η αφετηρία της πλοκής είναι καθόλα αναμενόμενη, όπως πρέπει να είναι σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που ακολουθεί τους κανόνες του είδους – μέχρι, ενδεχομένως, να τους υπερβεί και να τους ανατρέψει: ο εγκατεστημένος στο Αμβούργο ελληνογερμανικής καταγωγής ιδιωτικός ντετέκτιβ Κρις Πάπας (τον οποίο πρωτογνωρίσαμε στο Δεύτερο μέρος της νύχτας, το προηγούμενο αστυνομικό μυθιστόρημα του Μίνου Ευσταθιάδη) αναλαμβάνει την παρακολούθηση μιας σαραντάχρονης γυναίκας. Δεν μαθαίνει το όνομα του πελάτη του και δεν πληροφορείται ποτέ τι ακριβώς είναι αυτό που ψάχνει να βρει κατά την παρακολούθησή της. Δέχεται ωστόσο τη δουλειά.

Τρίτη 18 Ιανουαρίου. Τέτοια εποχή η παρακολούθηση στους δρόμους του Αμβούργου έχει τόση πλάκα όσο μια συνάντηση γυμνιστών στον Βόρειο Πόλο. Φοράω ό,τι θα μπορούσε να φορεθεί και μετά προσθέτω ένα πουλόβερ ακόμη.

Το βιβλίο αποκτάει όλα τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης ευρωπαϊκής αστυνομικής γραφής, με κυρίαρχα, στην περίπτωση του Ευσταθιάδη, την Ιστορία του τόπου».

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, στο οποίο ακολουθούμε τον πρωταγωνιστή στους υγρούς νυχτερινούς δρόμους, στα κακόφημα ξενοδοχεία και στις γειτονιές των μεταναστών του Αμβούργου, συναντάμε, εξαιρετικά χρησιμοποιημένα, όλα τα κλισέ του κλασικού σκληρού αμερικανικού νουάρ μυθιστορήματος: τον παραιτημένο ντετέκτιβ με τη ροπή στον αλκοολισμό, τον μυστηριώδη πελάτη και την ξανθιά με το περιφρονητικό βλέμμα, τον πρόθυμο να μιλήσει -αφού προηγουμένως πιάσει στα χέρια του μερικά χαρτονομίσματα- υπάλληλο του ξενοδοχείου, τον πιεστικό και φιλύποπτο επιθεωρητή της Αστυνομίας.

Το νέο νουάρ μυθιστόρημα του Μίνου Ευσταθιάδη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Ακόμα και το διαβρωτικό χιούμορ και τις ευφυείς και συχνά εξωφρενικές παρομοιώσεις, που διακρίνουν τον Ρέιμοντ Τσάντλερ από οποιονδήποτε άλλο συγγραφέα του είδους, θα βρούμε. Δεν είναι πιθανότατα τυχαίο ότι ο Κρις Πάπας, όσο ακόμα είναι στο Αμβούργο, θα παρακολουθήσει την ταινία Double Indemnity, στο σενάριο της οποίας έχει συνεργαστεί και ο Ρέιμοντ Τσάντλερ.

Στο δεύτερο, ωστόσο, μέρος του βιβλίου, που αποτελεί και το κύριο τμήμα του και το οποίο εκτυλίσσεται στο Αίγιο και, εν μέρει, στην Αθήνα, ο Ευσταθιάδης μετακινείται, θα λέγαμε, υφολογικά, με τρόπο πάντως που σε καμία περίπτωση δεν γίνεται αντιληπτός ως αφύσικος ούτε διασπά τη συνοχή του κειμένου και τη συνέπεια των χαρακτήρων. Στη μία το μεσημέρι, εξάλλου, κατά τις αλκυονίδες μέρες της Μεσογείου, ακόμη και ένας Γερμανός επιθεωρητής της Αστυνομίας, φαίνεται πιο ανθρώπινος μέσα στον ήλιο της κουζίνας, καθώς πίνει έναν ελληνικό καφέ.

Και το βιβλίο πια αποκτάει όλα τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης ευρωπαϊκής αστυνομικής γραφής, με κυρίαρχα, στην περίπτωση του Ευσταθιάδη, την Ιστορία του τόπου αλλά και την προσωπική ιστορία των προσώπων του έργου, οι οποίες παραμένουν ζωντανές και διαρκώς επιστρέφουν και μπλέκονται μεταξύ τους, τη σταθερά προσανατολισμένη στον άνθρωπο, με κατανόηση και συμπάθεια, ματιά του συγγραφέα και την αποκάλυψη της απόλυτης  φρίκης που μετατρέπει σε τραγωδία, με την αρχαία ελληνική έννοια του όρου, μια συνηθισμένη, όπως μοιάζει αρχικά, ιστορία μυστηρίου.

Εδώ βρίσκεται η συγγραφική αξία του Μίνου Ευσταθιάδη. Σε αυτό το αναποδογύρισμα των κανόνων και της γλώσσας του αστυνομικού μυθιστορήματος που υπαινιχθήκαμε στην αρχή, το οποίο το κατορθώνει με όχημα την ανθρωποκεντρική του ματιά πάνω στο Κακό και τη γλωσσική και αφηγηματική του δεινότητα, που δεν μένει στην επιφάνεια των καταστάσεων, αλλά βυθίζεται στο σκοτεινό τους βάθος, υπερβαίνοντας κατά πολύ τη συχνά διεκπεραιωτική χρήση της γλώσσας που συναντάμε στα περισσότερα σύγχρονα αστυνομικά μυθιστορήματα.

Ορισμένοι λογαριασμοί δεν κλείνουν παρά μόνο με τον αφανισμό. Όταν η Κλυταιμνήστρα επιτέλους τον σκοτώνει [τον Αγαμέμνονα], δεν του ανοίγει μια πληγή. Η πληγή ήδη υπάρχει και ανθίζει. Η πληγή είναι ο ίδιος ο Αγαμέμνονας, αφού πάνω του ξεκάθαρα καθρεφτίζεται ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, που προτιμάει τον θάνατο και όχι τον λυτρωμό. Η Κλυταιμνήστρα τον σφάζει μόνο και μόνο για να ξύσει εκείνη την προαιώνια πληγή. Που άπαξ και εμφανιστεί είναι προορισμένη συνέχεια να ματώνει. Την εσωτερική πληγή που θα κουβαλάμε μέσα μας ως το τέλος.

 

Διαβάστε ακόμα: Δον Κιχότε, o τρελός ιππότης που μας μοιάζει.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top