Είμαι ιδιωτικός ντετέκτιβ και δουλεύω για μια υπόθεση.
Ίσως να ζητάω πολλά. Εμένα δε μου φάνηκαν και τόσο πολλά πάντως.-Raymond Chandler, Ο Μεγάλος Ύπνος
Εντάξει. Εδώ είμαστε: Οδός Σόλωνος, γωνία με Θεμιστοκλέους, σχεδόν τέρμα. Εδώ είναι το γραφείο μου, από εκεί ξετρύπωσα, την ώρα του δειλινού, λίγο προτού ανάψουν τα φανάρια στους πεζόδρομους.
Έφτιαξα το σακάκι και το καπέλο μου, κοίταξα μπροστά, πίσω, και πλαγίως –εκεί, συνήθως, κρύβονται τα καλύτερα.
Δεν είδα τίποτα.
Άναψα τσιγάρο, και έβαλα τα χέρια στις τσέπες. Σκέφτηκα: Γέλα, παλιάτσο. Σκέφτηκα: Τραγούδα, θεατρίνε. Σκέφτηκα: Περπάτα, ντετέκτιβ.
Κι άρχισα να βαδίζω στη Σόλωνος, ανάποδα, προς την αρχή. Έτσι είμαι εγώ, μ’ αρέσει να πηγαίνω κόντρα στο ρεύμα. Αλλά απ’ το πεζοδρόμιο –ριψοκίνδυνος είμαι, όχι μαλάκας.
Ανάμεσα σε δυο βήματα που μου φάνηκαν εξαιρετικά απλή υπόθεση, αλλά που άφησαν την ανθρωπότητα με το στόμα ανοιχτό, πρόλαβα να θυμηθώ πώς ξεκίνησαν όλα.
Λίγο νωρίτερα: Εγώ, στο γραφείο, με τα μπλουζ στο πικάπ, να απολαμβάνω τις μέρες της αφθονίας μου, και να σπάω πλάκα με την ανθρώπινη κατάσταση.
Λίγο αργότερα: Ένας άντρας, καμιά εικοσαριά χρόνια μεγαλύτερος, αλλά με περισσότερα μαλλιά, και μάτια σε ένα μπλε μεταλλικό, έσπρωξε την πόρτα, και με κοίταξε με μιαν ευγένεια που μ’ έκανε να τα χάσω.
Δεν τα χάνω συχνά –δεν έχω και πολλά να χάσω. Απλώς, οι περισσότεροι υποψήφιοι πελάτες με κοιτούν ειρωνικά / καχύποπτα / περιπαικτικά, αν είναι γυναίκες ακόμη και εξοργισμένα, για λόγους που σπάνια προλαβαίνω να μάθω.
Ο συγκεκριμένος, όμως, ήταν ευγενικός. Και ευγενής.
«Χαίρετε», είπα, όταν αποφάσισα ότι θα μπορούσε να με υπνωτίσει, αν συνεχίζαμε το βουβό σινεμά.
«Είστε ο Αρσένιος Θησέας; Ο υπαρξιακός ντετέκτιβ;»
Προς στιγμήν, έκανα να κοιτάξω το παράθυρο πίσω μου, αλλά πρόλαβα να συνέλθω, και έγνεψα καταφατικά. Πάνε χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά, ποτέ, όμως, δεν θα συνηθίσω τον τίτλο.
Υπαρξιακός ντετέκτιβ. Τι ατάκα. «Εγώ είμαι», είπα, και ρώτησα πώς μπορούσα να βοηθήσω.
Συνήθως, αναλαμβάνω να βρω την αιτία, κι εννοώ την υπαρξιακή, για τον θάνατο κάποιου ανθρώπου. Είναι λίγο περίπλοκο, αλλά έχω πάρει το κολάι, και μου βγαίνει φυσικά. Τέλος πάντων, αυτά θα τα πούμε άλλη ώρα.
«Θέλω να κάνετε κάτι για μένα, κύριε Θησέα», είπαν τα Μπλε Μάτια, και τα Λευκά Χέρια μου άρχισαν να στρίβουν ένα τσιγάρο, ίσως επειδή ήξερα, χωρίς να το ξέρω, ότι αυτός ο τύπος δεν είχε έρθει για θάνατο, αλλά για κάτι άλλο, χειρότερο.
«Σας ακούω».
Βαθιά ανάσα, μάτια μπλε που γίνονται γκρι, και μετά διάφανα, και: «Θέλω να ανακαλύψετε την Αθήνα».
Ναι.
Τον κοίταξα για καμιά εξηνταριά σακατεμένα δευτερόλεπτα, σκέφτηκα τους αρχαίους προγόνους των άλλων, σκέφτηκα τον Κολόμβο, τη Σάντα Μαρία, τη γενοκτονία των Ινδιάνων, και την οικονομική κρίση –του είκοσι, όχι τη δική μας.
«Ορίστε;» είπα στο τέλος, γιατί δεν έβρισκα τίποτα πιο πνευματώδες.
«Είστε υπαρξιακός ντετέκτιβ. Και είστε Κύπριος, άρα είστε ξένος εδώ. Ίσως… Ίσως εσείς μπορείτε να βρείτε αυτή την πόλη που χάθηκε. Και να μου την φέρετε πίσω».
Όταν βεβαιώθηκα ότι δεν έκανε πλάκα, μάζεψα το κουράγιο μου και υποσχέθηκα να τον βοηθήσω.
Να βρω την Αθήνα. Και να του την φέρω πίσω, κατά προτίμηση γυμνή.
Συμφωνήσαμε μιαν αμοιβή, και με αποχαιρέτησε, ξεχνώντας, δήθεν τυχαία, να συστηθεί.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία, ή, μάλλον, είναι η αρχή αυτής της ιστορίας σε συνέχειες: Εγώ στη Σόλωνος, αποφεύγοντας κολονάκια, σπασμένες πλάκες και αδέσποτους περαστικούς.
Δεν είχα ιδέα τι έψαχνα, αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Δεν είμαι από τους τύπους που ψάχνουν, ή που ψάχνονται. Δεν πάω γυρεύοντας.
Πάω βρίσκοντας. Και πάω λέγοντας.
Χαιρέτησα τα παιδιά στο Καφεκούτι, και θυμήθηκα τον Περικλή Κοροβέση, ένα μεσημέρι στο μπαρ, να εξιστορεί σε ένα μπουκάλι τα μαρτύρια.
Έξω απ’ τους Βατράχους είδα τον εαυτό μου φοιτητή, μπροστά στις βιτρίνες με κάτι πιάνα σαν φέρετρα, να κάνει ερωτική εξομολόγηση σ’ ένα κορίτσι με αφέλειες στα μαλλιά, και την αφέλεια, στα χείλη, μιας χαμένης φυλής.
Στο ύψος της Ιπποκράτους, θυμήθηκα ένα απόγευμα, όταν ο Θάνος Ανεστόπουλος με προσπέρασε μέσα στη μαύρη γκαμπαρντίνα του μουρμουρίζοντας κάποιο σκοπό που δεν άκουσα σε κανένα δίσκο.
Διέσχισα την Ασκληπιού, και κοίταξα το έρημο καφενείο στο Πνευματικό Κέντρο, εκεί όπου κάποτε είχα κεράσει καφέ τον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη, προτρέποντάς τον να μου αποκαλύψει το μυστήριο της Αμμοχώστου. (Τελικά, μου το αποκάλυψε, στο Cafe Opera, με φτηνό κρασί, και ελιές σε πιατάκι).
Άνοιξα το βήμα μου μπροστά στη Νομική, γιατί δεν μ’ αρέσουν τα πάρε-δώσε με το νόμο, αποχαιρέτησα για εκατοστή φορά την Εστία, και κοντοστάθηκα στην Ομήρου, με την εικόνα του Βασίλη Βασιλικού, με το αιώνιο καπέλο και την πίπα του, να διασχίζει έκπτωτους μύθους.
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, και πολλά άλλα, έφτασα στη Βασιλίσσης Σοφίας, σταμάτησα, και γύρισα το κεφάλι. Κοίτα να δεις: Οι άνθρωποι, οι λόγοι, οι τόποι.
Ο Μεγάλος Περίπατος.
Ο Μεγάλος Μύθος. Και η χαμένη πολιτεία που είχα αρχίσει να βρίσκω ξανά. Ξαφνικά, ήμουν σίγουρος ότι θα έλυνα την Υπόθεση. Λίγο χρόνο ήθελα, μια βδομάδα, όχι ημερολογιακή, αλλά υπαρξιακή, όπως εκείνη που χρειάστηκε ο Θεός για να σκαρώσει τον κόσμο.
Ναι.
Σκέφτηκα κάτι μεγαλοφυές, μετά το ξέχασα, και άρχισα να βαδίζω αντίστροφα στη Σόλωνος, συντονισμένος με τη ροή των αυτοκινήτων.
Καμιά φορά, χρειάζεται να πάει κανείς μαζί με το ρεύμα.
Ξέρω τι λέω. Είμαι ο Αρσένιος Θησέας, και είμαι υπαρξιακός ντετέκτιβ. Αυτή εδώ είναι η Μυθολογία μου.