Στο πρώτο επίπεδο, πάντως, ο Ορφέας στον Άδη σατιρίζει τους αρχαίους μύθους ως υποτιθέμενα διαχρονικά πρότυπα, αλλά και τις μουσικές συμβάσεις της όπερας.

Στην εκπνοή του 2018 είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε από την Εθνική Λυρική Σκηνή τη Μανόν του Jules Massenet, έργο ενδεικτικό της δραματικής τροπής που πήρε στο δεύετρο μισό του 19ου αι. η γαλλική οπερά-κομίκ, δηλαδή η όπερα με ανάμεικτα μουσικά κομμάτια και πεζά διαλογικά μέρη.

Προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση, αυτήν της αμιγούς μουσικής κωμωδίας, η οποία  διατήρησε από την οπερά-κομίκ τη χαρακτηριστική εναλλαγή μουσικής και πεζού λόγου, κινήθηκε στην ίδια περίοδο ένα νέο είδος, το οποίο εκ των υστέρων καθιερώθηκε να ονομάζεται «οπερέτα». Καθοριστικό έτος υπήρξε το 1858, με το ανέβασμα του Ορφέα στον Άδη, της πρώτης μεγάλης διάρκειας κωμικής όπερας του μάστορα του είδους Ζακ Όφφενμπαχ (1819 – 1880).

Ενόψει της επετείου των 200 χρόνων από τη γέννηση του συνθέτη, το έργο ανέβηκε από τα Μουσικά Σύνολα του Δήμου Αθηναίων στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο “Μαρία Κάλλας” (εννοείται πάντοτε Αθηνών), όπου το παρακολουθήσαμε την Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018 (και με ελαφρώς διαφορετική διανομή, το επόμενο Σάββατο 22). Οι δύο τελευταίες παραστάσεις θα δοθούν στις 3 και 10 Φεβρουαρίου 2019.

O Ορφέας στον Άδη είναι η πρώτη μεγάλης διάρκειας κωμική όπερα του μάστορα του είδους, Ζακ Όφφενμπαχ.

Ένεκα επετείου, αξίζει να πούμε δυο λόγια για τον συνθέτη και το έργο. Γιος του κάντορα (ψάλτη) της συναγωγής της Κολωνίας, ο Γιάκομπ Όφφενμπαχ πήγε έφηβος στο Παρίσι για να τελειοποιήσει τη μουσική του εκπαίδευση. Εκεί έγινε Ζακ και καθιερώθηκε αρχικά ως δεξιοτέχνης του βιολοντσέλου, αλλά ανακάλυψε το πραγματικό του χάρισμα και την επιτυχία με τη σύνθεση κωμικών μονόπρακτων. Όταν το 1858 η κυβέρνηση του Ναπολέοντα Γ΄ ήρε τους περιορισμούς που ρύθμιζαν τη θεατρική ζωή στο Παρίσι, ο συνθέτης έγραψε την πρώτη του κωμική όπερα μεγάλης κλίμακας, τον Ορφέα στον Άδη.

Η παράσταση είναι διανθισμένη με πολλά χορευτικά, το εμβληματικό καν – καν πάντως δίνεται σε νέα χορογραφία (του Διονύση Τσαφταρίδη).

Πίσω από τους αρχαϊκούς χιτώνες, όλοι μπορούσαν να αναγνωρίσουν το καθεστώς που ο Ναπολέων Γ΄ είχε εγκαθιδρύσει με πραξικόπημα λίγα χρόνια πριν. Περισσότερο από καταγγελία, πάντως, η σάτιρα του Όφφενμπαχ είχε μάλλον το χαρακτήρα της εκτόνωσης, οπότε και έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από τον σατιριζόμενο αυτοκράτορα και το καθεστώς του.

Σε πρώτο επίπεδο, πάντως, ο Ορφέας στον Άδη σατιρίζει τους αρχαίους μύθους ως υποτιθέμενα διαχρονικά πρότυπα, αλλά και τις μουσικές συμβάσεις της όπερας.  Ο Ορφέας και η Ευρυδίκη έχουν πάψει από καιρό να είναι ερωτευμένοι. Ο Ορφέας ερωτοτροπεί με τις μαθήτριές του στο Ωδείο, ενώ η Ευρυδίκη έχει δεσμό με τον βοσκό Αρισταίο, που στην πραγματικότητα είναι ο θεός Πλούτων, ο οποίος την… πεθαίνει και την παίρνει μαζί του στον Άδη. Ο Ορφέας είναι ανακουφισμένος, όμως σε αντίθεση με τους αρχαίους θεούς που υπάκουαν στην Ειμαρμένη, οι νέοι θεοί τρέμουν την Κοινή Γνώμη.

Η θέα της σύγχρονης εποχής εμφανίζεται ως αυταρχικός τιμητής που επεμβαίνει απρόσκλητη στη ζωή των άλλων, για να επιβάλει σε θεούς και ανθρώπους τα πρέποντα, μέχρις ότου ο Ζευς δώσει την οριστική λύση. Ως τότε, οι πρωταγωνιστές κινούνται μεταξύ Θηβών, Ολύμπου και Άδη, ανταλλάσσοντας κλασικά τσιτάτα, μελωδίες από όπερες, και ψευδοαρχαϊστικά τερετίσματα βουκολικής διάθεσης.

Η διανομή περιέλαβε πλήθος νέων και καθιερωμένων καλλιτεχνών, που στην πλειοψηφία τους απέδειξαν ότι κινούνται με άνεση και στα δύο επίπεδα.

Στις παραστάσεις του Ολύμπια, το έργο δόθηκε, σύμφωνα με το πρόγραμμα, σε τέσσερις πράξεις, συνεπώς στην αναθεωρημένη εκδοχή του 1874, αν και όποιος είναι εξοικειωμένος με την πιο γνωστή αρχική εκδοχή σε δύο πράξεις και τέσσερις εικόνες του 1858 δεν θα αντιμετωπίσει εκπλήξεις. Στο άνοιγμα, παίχτηκε η δημοφιλής εισαγωγή που συνέθεσε με βάση τα θέματα του έργου ο  Carl  Binder, για την βιεννέζικη παραγωγή του 1860. Σε κάθε περίπτωση, υπήρξαν ορισμένες προσαρμογές: η Ήρα  αναχώρησε καθυστερημένα από τον Όλυμπο στο τέλος της Β’ πράξης και απουσίασε ουσιαστικά από ολόκληρες τις πράξεις Γ΄ και Δ΄, για να επανεμφανιστεί μόλις στο τέλος.  Τα μελοποιημένα μέρη δόθηκαν σε ελληνική μετάφραση του Δημήτρη Δημόπουλου και οι διάλογοι σε επικαιροποίηση του Ισίδωρου Σιδέρη και της Ανθἠς Νταουντάκη, οι οποίοι μετέφεραν το έργο “σύρριζα στον γκρεμό” κ.λπ.

Το γενικό πνεύμα της παράστασης ήταν mix & match, με ενδυμασίες δανεισμένες από την Εθνική Λυρική Σκηνή (Γεωργία Μπούρδα) και σκηνικά (Γιάννης Κατρανίτσης), τα οποία αποτελούνταν κυρίως από πολλά καφάσια μπίρας (ο χορηγός της παράστασης είναι ζυθοποιός) και ένα Datsun αγροτικό. Ο σκηνοθέτης Ισίδωρος Σιδέρης έκανε πάντως ευρηματική χρήση του υλικού, και παρά τη μεταφορά στους κάμπους της σύγχρονης Θήβας, το έργο διατηρούσε το αρχικό πνεύμα, σε μια ισορροπία μεταξύ του εύκολου και του λεπτού χιούμορ, σε μια παράσταση φτιαγμένη για να αρέσει σε όλους, ενώ καλή ήταν και η καθοδήγηση των συντελεστών.

Άλλωστε, βασικό ζητούμενο, αλλά και δυσκολία στην οπερέτα, είναι οι ερμηνευτές να είναι εξίσου καλοί τραγουδιστές και ηθοποιοί, και ευτυχώς η διανομή περιέλαβε πλήθος νέων και καθιερωμένων καλλιτεχνών, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους απέδειξαν ότι κινούνται με άνεση και στα δύο επίπεδα.

Το γενικό πνεύμα της παράστασης ήταν mix & match, με ενδυμασίες δανεισμένες από την Εθνική Λυρική Σκηνή

Η μεσόφωνος Μαργαρίτα Συγγενιώτου φάνηκε να είναι στο στοιχείο της ως diseuse Κοινή Γνώμη. Ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος δεν είχε δυσκολία να επιτύχει ως Ορφέας σε ένα θέατρο που γνωρίζει καλά, με το  σημαντικό προσόν της άριστης άρθρωσης της ελληνικής γλώσσας στο τραγούδι, πράγμα δυστυχώς σπανιότερο από ό,τι θα έπρεπε, οπότε χρήσιμοι οι υπέρτιτλοι, οι οποίοι όμως φαίνεται ότι διευκολύνουν τους τραγουδιστές στην οδό της ήσσονος προσπάθειας. Η σοπράνο Χρύσα Μαλιαμάνη ήταν μια πολύ ζωηρή Ευρυδίκη,  με άνεση ιδίως στην ψηλή περιοχή. Πολύ καλές ερμηνείες είχαμε από τον τενόρο Γιάννη Καλύβα (Αρισταίος – Πλούτων) και τον μπασοβαρύτονο Μάριο Σαραντίδη (Δίας).

Η θέα της σύγχρονης εποχής εμφανίζεται ως αυταρχικός τιμητής που επεμβαίνει απρόσκλητη στη ζωή των άλλων για να επιβάλει σε θεούς και ανθρώπους τα πρέποντα.

Έρωτα τραγούδησαν εξαιρετικά η Μιράντα Μακρυνιώτη (16) και η Βάσια Ζαχαροπούλου (22). Καλοδεχούμενη ήταν η επανεμφάνιση της Μαρισίας Παπαλεξίου (Αφροδίτη, 16), όπως και της Μαρίας Μαυρομμάτη (22). Ο Ερμής έχει το δύσκολο καθήκον να τραγουδάει τρέχοντας και πηδώντας, καθήκον στο οποίο αντεπεξήλθαν καλά και ο Σταμάτης Πακάκης (16) και ο Βαγγέλης Αγγελάκης (22).  Απολαυστικός ο Σταμάτης Μπερής ως έκπτωτος μονάρχης Τζον Στιξ, επίσης ο Κώστας Ραφαηλίδης (Άρης) και η Αθηνά Χιλιοπούλου  (Αθηνά), ενώ η Μαρία Κόκκα (Άρτεμις) ήταν μια ξεχωριστή, θεατρική παρουσία. Ο ρόλος της Ήρας περιορίστηκε (Κωνσταντίνα Ψωμά, 16, Λυδία Αγγελοπούλου, 22).

Πολύ καλή ήταν η μουσική διεύθυνση της Κάτιας Μολφέση, η οποία εξασφάλισε μια καλά συντονισμένη παράσταση και απέσπασε πολύ καλό ήχο από την ορχήστρα. Η χορωδία ήταν επίσης καλή με όλο και περισσότερη σκηνική αποτελεσματικότητα , η οποία της επέτρεψε να εντάσσεται ενεργά και στη σκηνοθεσία. Η παράσταση είναι διανθισμένη με πολλά χορευτικά, το εμβληματικό καν-καν πάντως δίνεται σε νέα χορογραφία (του Διονύση Τσαφταρίδη).

 

Διαβάστε ακόμα: Η Αθήνα απέκτησε δεύτερο Λυρικό θέατρο και το γιορτάζει.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top