Γιώργος Χουλιάρας, «Ο Μπόρχες στην Κρήτη»
Τον οδηγήσαμε ακριβώς στο σημείο
από όπου φαντάσθηκε ότι ξεκίνησε.
Οι πέτρες έκαιγαν στα ερείπια
καθώς ο ήλιος τώρα τρύπωνε παντού
σε ένα μεθοδικά ακάλυπτο παρελθόν.
Κοιτάζαμε χωρίς να βλέπουμε.
Εδώ θα ήταν ο λαβύρινθος εκείνος
μονολογούσε χαμένος σε σκέψεις
που δεν είχε διαφθείρει το φως.
Εδώ θα ήταν απολύτως σκοτεινά
όπως τώρα, έλεγε, το βλέπω
ενώ με θόρυβο τα τζιτζίκια
ακόνιζαν τα κέρατα του ταύρου.
Θα προχώρησε προς την έξοδο
με το χέρι σφιγμένο σε κουβάρι
που η άκρη του δεν φαινόταν
ούτε τώρα αν υπήρχε.
Γιατί τον χάσαμε από τα μάτια μας
σε μια στιγμή όπως μας στράβωσε
ο ήλιος σε μυθικό καθρέφτη
φυγαδεύοντας το πραγματικό
είδωλο ενός ανύπαρκτου κόσμου.
(Από τη συλλογή «Γράμμα», εκδ. Ύψιλον, 1995)
Στην επόμενη σελίδα: «Ο Μπόρχες έρχεται πάντα στην ώρα του»