_Z5M4574-1190

Η όμορφη, ευφάνταστη και ταλαντούχα Κατερίνα Μπέη. Η φίλη μας.

Πλησιάζω κι οι γάτες με εχθρεύονται με υπόκωφα νιαουρίσματα, έχοντας υιοθετήσει συμπεριφορά σκύλου φύλακα, απέναντι σε εισβολέα.
Παρατηρώ τις πολλές γλάστρες και μια σύνθεση από ένα σέρφ που στέκεται όρθιο στον τοίχο, ένα καβαλέτο με μια βρόμικη παλέτα, ένα παλιό ψυγείο βαμμένο ψυχεδελικό μοβ, και κάποια σύνεργα ψαρέματος.
Αμήχανη αλλά αποφασισμένη προχωράω μέσα.

Χτυπάω την πόρτα και με υποδέχεται ένα αλλόκοτο πλάσμα.
Μια καλικατζαρομάνα με τρία δόντια το πολύ, κορακί μαλλιά, ολόσωμο μαύρο μαγιό, μια ρόμπα ριγμένη από πάνω της κι αθλητικά παπούτσια χωρίς κάλτσες, με σκανάρει με ξινισμένα, καχύποπτα-ηλιοκαμένα- μούτρα.
«Γεια σας. Εδώ μένει ο Δάνης ο Μπάκας;» λέω με σβησμένη φωνή.
«Εδώ. Από τη κλινική τον ξέρεις;» μουγκρίζει καχύποπτα, μέσα από τα μετρημένα δόντια της, ενώ εξακολουθεί να στέκεται μπροστά στην πόρτα, υπερασπίζοντας το άβατο του χώρου.
«Είμαστε φίλοι από το σχολείο, συμμαθητές… και τον βρήκα στο facebook, κι είπαμε να βρεθούμε… Έλειπα στην Αμερική κι έχω λίγες μέρες που ήρθα… και ψάχνω τους φίλους μου» λέω κι ήδη αμφισβητώ την σκοπιμότητα αυτής της διαδρομής μου. «Αν δεν είναι μέσα να έρθω αργότερα» συνεχίζω υποχωρώντας στο δυσανασχετισμένο ύφος της.
«Πως σε λένε είπαμε;» συνεχίζει απότομα.
«Αριάδνη Μπακοπούλου» λέω κι ας μην το είπαμε.
«Πέρνα. Έχει πάει στην κοινότητα. Όλο εκεί βολοδέρνει τώρα. Μαθαίνει ξυλογλυπτική λέει… λες και έχουμε ζήτηση από γλύπτες! Δεν έχω τίποτα να σε κεράσω. Μόνο φραπέ. Εγώ είμαι η Ντόρα, η μάνα του». ξεκαθαρίζει τη θέση της.
Περνάω μέσα.

Το μάτι μου πέφτει σε ένα ημερολόγιο τοίχου με τον Καραϊσκάκη και μια τοιχογραφία, δια χειρός Δάνη αν κρίνω από τη τεχνοτροπία της, που αναπαριστά στη κυρία Ντόρα, πάνω στα κύματα σαν Παναγία, χωρίς τη σανίδα.

Το σπίτι είναι από αυτά που το δάπεδο έχει πάνω από πέντε είδη μωσαϊκών. Παραφορτωμένο με χρωματιστά διακοσμητικά, κάποιες παιδαριώδεις υδροκέφαλες αγιογραφίες σαν γιαπωνέζικα κόμικς, δίπλα σε φωτογραφίες της κυρίας Ντόρας που σκίζει τα κύματα, με το γνωστό μαύρο μαγιό, πάνω στο σερφ που είναι έξω.
Προφανώς είναι παντός καιρού σέρφερ, πράγμα που δικαιολογεί το μαύρο ταλαιπωρημένο δέρμα της και την παράδοξη –λιτή για το κρύο που έχει-περιβολή της.
Το μάτι μου πέφτει σε ένα ημερολόγιο τοίχου με τον Καραϊσκάκη και μια τοιχογραφία, δια χειρός Δάνη αν κρίνω από τη τεχνοτροπία της, που αναπαριστά στη κυρία Ντόρα, πάνω στα κύματα σαν Παναγία, χωρίς τη σανίδα.
«Πώς τον πίνεις τον φραπέ;» με ρωτάει απότομα, χωρίς βέβαια να καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε φραπές κι όχι π.χ. ζεστός νες.
Παρόλα αυτά, υπηρετώ τον παραλογισμό της στιγμής και της λέω «γλυκό με γάλα», αλλά η κυρία Ντόρα συνεχίζει να με εκπλήσσει.
Όσο εγώ δεν χορταίνω το παραφορτωμένο σκηνικό, εκείνη πηγαίνει στην κουζίνα και φέρνει τον φραπέ κι ένα δίσκο με δυο πιάτα με πατάτες τηγανητές.
«Φάε! Τηγάνιζα για τον Δάνη, αλλά άργησε και θα κρυώσουν. Και δεν τις τρώει κρύες.» μου λέει κι από το ύφος της καταλαβαίνω ότι δεν επιδέχεται άρνηση.
Τι να κάνω λοιπόν; Αρχίζω να ρουφάω το φραπέ και να καταπίνω τηγανητές πατάτες προκειμένου να μην κρυώσουν.
Η συνδαιτυμόνας μου, καθώς ρουφάει κι αυτή μια τζούρα φραπέ από ένα γελοίο ροζ, παιδικό, καλαμάκι, σαν να πρόκειται για τσιμπούκι, γίνεται σταδιακά λαλίστατη.

«Είναι εντελώς αχαΐρευτος, άμα μπλέξει εκεί με τους “αμεσοδημοκράτες” ξεχνάει το σπίτι του. Μαζεύονται όλοι οι αργόσχολοι, σε ένα εγκαταλελειμμένο σχολείο, και πότε φτιάχνουν πίτες και τις μοιράζουν, πότε πηγαίνουν και καθαρίζουν τις παραλίες, πότε τρώνε τα λυσσακά τους και δε βγάζουν άκρη…
1

“Παρατηρώ τις πολλές γλάστρες και μια σύνθεση από ένα σέρφ που στέκεται όρθιο στον τοίχο, ένα καβαλέτο με μια βρόμικη παλέτα, ένα παλιό ψυγείο βαμμένο ψυχεδελικό μοβ, και κάποια σύνεργα ψαρέματος”. Δεξιά: Το εξώφυλλο του βιβλίου.

Μου λέει ότι το πάθος της με τη θάλασσα και το σερφ είναι το μόνο πράγμα που την ηρεμεί πια.
Μου μιλάει για το διαζύγιό της και την εξαφάνιση του άντρα της με την Αμπχαζή, και καταλήγει με το Γολγοθά που πέρασε με τον γιο της που τον έτρεχε στις κλινικές αποτοξίνωσης, μετά για τον εθισμό του στο αλκοόλ και τους βίαιους καβγάδες τους, μετά την εμμονή του με τη θρησκεία, με τον ντόπιο σύλλογο, την ξυλογλυπτική και την αγιογραφία.
Μετά μου λέει για την περιαθρίτιδα της, για την πέτρα που ‘χει στη χολή, ότι ο Δάνης έχει καταστρέψει το συκώτι του, και το τέλος καταλήγει πως για όλα φταίει εκείνη η τσούλα η Αμπχαζή που τους ρήμαξε το σπίτι, κι η άλλη η σιγανοπαπαδιά -η Φρόσω- που της κατέστρεψε το παιδί.
Έτσι περνάει η ώρα -πολύ αργά είναι η αλήθεια- με εμένα να τρώω πατάτες τηγανητές και φραπέ και την κυρία Ντόρα να μου λέει τα βάσανά της, καπνίζοντας και ρουφώντας θορυβωδώς τον φραπέ της…

«Είναι εντελώς αχαΐρευτος, άμα μπλέξει εκεί με τους “αμεσοδημοκράτες” ξεχνάει το σπίτι του. Μαζεύονται όλοι οι αργόσχολοι, σε ένα εγκαταλελειμμένο σχολείο, και πότε φτιάχνουν πίτες και τις μοιράζουν, πότε πηγαίνουν και καθαρίζουν τις παραλίες, πότε τρώνε τα λυσσακά τους και δε βγάζουν άκρη… Φαγοπότι αλληλεγγύης σου λέει μετά… Κι ο Δάνης, έχει πέσει με τα μούτρα εκεί και δεν τον βλέπει το σπίτι. Παλιά είχε το συγκρότημα και εκείνη τη σουπιά τη Φρόσω, μετά την πρέζα, και το μπεκρολόι, ύστερα έγινε θεούσος, τώρα έχει αυτούς τους ρεμπεσκιέδες… Κι από άντρα κι από γιο… άτυχη! Και με έχει αφήσει και χωρίς τηλεόραση κι αρχίζει το έργο μου όπου νά ‘ναι» λέει και ξεφυσάει με δυσφορία.
Αυθόρμητα μου φεύγει κι εμένα -για τους δικούς μου λόγους- ένας αναστεναγμός, όταν ανοίγει η πόρτα κι εμφανίζεται ένας ερημίτης, με μαλλιά –και πρόσωπο- στο χρώμα της λάσπης, που έχει καταπιεί τον Δάνη.
Αδύνατος πολύ, στεγνός και με μούσια, με ένα στρατιωτικό παντελόνι κι αθλητικά κι από πάνω μόνο ένα πουκάμισο, σαν να μην τους πιάνει το κρύο οικογενειακώς.
Μόνο σήμα κατατεθέν, είναι τα μπλε του μάτια, τα οποία είναι πλαισιωμένα με βαθιές ρυτίδες, ενώ το χαμόγελό του, έχει θαμπώσει καθώς τα δόντια του έχουν συρρικνωθεί, και τα μάγουλά του έχουν ρουφηχτεί, υπενθυμίζοντας σε όλους τα ανάλγητα σημάδια που άφησαν πίσω τους οι καταχρήσεις.

Μου χαμογελάει, σαν να μην έχει επίγνωση των απωλειών που έχει αφήσει πίσω ο χρόνος, και βγάζει με οικειότητα τα παπούτσια του. Ούτε αυτός φοράει κάλτσες, και «παίζει» τα δάχτυλα των ποδιών του καθώς απλώνεται σε μια χοντρή πολυθρόνα, δίπλα στη σόμπα.

//Από το μυθιστόρημα της Κατερίνας Μπέη, «Το Τετράδιο της Ευτυχίας», εκδ. Σαβάλλας.

Διαβάστε ακόμα: Ιωάννης Πάππος – Ο άνθρωπος που έβλεπε τα ξενοδοχεία να περνούν.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top