Η όπερα επαναπροσδιορίστηκε εξ ολοκλήρου σαν ένα φιλμ του ασπρόμαυρου βωβού κινηματογράφου με ξεκάθαρη έμπνευση τη μορφή του «αλήτη», έτσι όπως τον ενσάρκωσε ο Τσάρλιν Τσάπλιν. (Φωτογραφία: Miklos Szabo)

Ο Κουρέας της Σεβίλλης με νέο μοντάζ

Ακολουθώντας τη γενικότερη πρακτική της εποχής, η Όπερα της Κοπεγχάγης ανέθεσε τη νέα παραγωγή του «Κουρεά της Σεβίλλης» του Τζοακίνο Ροσσίνι σε έναν πετυχημένο θεατρικό σκηνοθέτη, τον Martin Lungbo, ο οποίος τώρα καταπιάστηκε για πρώτη φορά με τη σκηνοθεσία όπερας. Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στις 27 Ιανουαρίου 2018 και την παρακολουθήσαμε λίγο αργότερα, το Σάββατο 10 Μαρτιου του ίδιου έτους.

Η όπερα επαναπροσδιορίστηκε εξ ολοκλήρου σαν ένα φιλμ του ασπρόμαυρου βωβού κινηματογράφου με ξεκάθαρη έμπνευση τη μορφή του «αλήτη», έτσι όπως τον ενσάρκωσε ο Τσάρλιν Τσάπλιν – και μαζί μεταφέρει στη σκηνή και την σκληρή ματιά στις κοινωνικές αντιθέσεις. Το σκηνικό είναι ένα πλούσιο αστικό σπίτι του οποίου η πρόσοψη ανοίγει για να δούμε τα όσα διασκεδαστικά συμβαίνουν στο εσωτερικό, που ασφαλώς μοιάζει με τα εσωτερικά των φιλμ της εποχής. Φυσικά όλα τα καλοφτιαγμένα σκηνικά και ενδύματα της Rikke Juellund είναι ασπρόμαυρα, στοιχείο που τονίζουν και οι φωτισμοί του Ulrik Gad. Ο Φίγκαρο είναι ένας αλήτης που ζει σε ένα υπόγειο κάτω από ένα κουρείο, το οποίο ονειρεύεται μια μέρα να γίνει δικό του. Το χιούμορ στηρίζεται πολύ σε κωμικά γκανγκ και στην κίνηση (χορογράφος Kristjan Ingimarsson), ενώ αντίθετα οι διάλογοι δεν μεταφράζονται πλήρεις, αλλά σε περιεκτικές λεζάντες, αντίστοιχες με αυτές που προβάλλονταν στα βωβά φιλμ.

Το σκηνικό είναι ένα πλούσιο αστικό σπίτι του οποίου η πρόσοψη ανοίγει για να δούμε τα όσα διασκεδαστικά συμβαίνουν στο εσωτερικό, που ασφαλώς μοιάζει με τα εσωτερικά των φιλμ της εποχής. (Φωτογραφία: Miklos Szabo)

Πιο τολμηρό στοιχείο όμως είναι ότι ο σκηνοθέτης προβαίνει και σε καινούργιο μοντάζ, αφαιρώντας ή αλλάζοντας σειρά στις σκηνές. Έτσι μετά την εισαγωγή, κατά την οποία παρακολουθούμε ένα τυπικά τσαπλινικό κυνηγητό, ακολουθεί αμέσως η καβατίνα του Φίγκαρο Largo ad factotum. Η συνάντηση με τον Αλμαβίβα γίνεται μετά. Ο ρόλος του Φιορέλλο και η χορωδία έχουν περικοπεί, όπως και η άρια της Μπέρτα. Η αστυνομία αποτελείται μόνο από τον αξιωματικό, και στα φινάλε της Α΄ και Β΄ πράξης υποκαθιστούν τη χορωδία οι σολίστ. Η ανορθόδοξη αυτή πρόταση έχει σίγουρα εσωτερική συνοχή και πολλές διασκεδαστικές ιδέες, κυρίως γκανγκ ερανισμένα από τις ταινίες, συχνά αυτονομημένες από την καθαυτό υπόθεση. Βασικό πλεονεκτήματα είναι η εκτεταμένη χρήση των πολύπλοκων σκηνικών μηχανισμών. Το κοινό ομολογουμένως διασκεδάζει.

Όσον αφορά στις φωνές, είναι ευκαιρία να ακούσουμε την ανερχόμενη σοπράνο από την Αρμενία, Αννα Κασυάν, η οποία πλέον έχει την έδρα της στη Γαλλία. Η τραγουδίστρια έχει εντυπωσιακή φωνή με πλούσια χαμηλή περιοχή, ευελιξία στο μέσο με ωραίες ρουλάδες, καλό πέρασμα στην αξιόλογη υψηλή περιοχή· η ατυπική Ροζίνα της έχει χαρακτηριστικά σκοτεινό ηχόχρωμα. Ο Νοτιοαφρικανός Luthando Qave είναι επίσης εξαιρετικός Φίγκαρο με κάποια ανοιχτά φωνήεντα. Πιο κοντά στο αναμενόμενο ροσσίνειο ύφος ο ιταλός Ματέο Μακκιόνι (Αλμαβίβα) και ο πορτογάλος Χοσέ Φαρδίγια (Μπάρτολο), και οι δύο σε καλές ερμηνείες. Την τοπική σχολή εκπροσωπούν με επιτυχία οι Simon Duus (Μπαζίλιο), Jens Søndergaard (Συμβολαιογράφος / Αξιωματικός) και Elisabeth Hailling (Μπέρτα). Πολύ καλή ορxήστρα και συντονισμένη η διεύθυνση του Michael Hofstetter, ο οποίος παντως δεν επέλεξε πολύ ζωηρούς ρυθμούς, όπως θα περίμενε κανείς από το πνεύμα της σκηνοθεσίας· παρά τις περικοπές η μουσική διαρκεί δύο ώρες και 15 λεπτά.

 

Η σκηνή έχει κλείσει με μια επίπεδη λευκή επιφάνεια επάνω στην οποία προβάλλονται τα κινούμενα σχέδια, εν μέσω των οποίων εμφανίζονται σε δύο επίπεδα οι τραγουδιστές. (Φωτογραφία: Iko Freese)

Ο περίφημος «Μαγικός Αυλός» του Μπάρρυ Κόσκυ

Αν και τα γερμανικά θέατρα (και όχι μόνο) μπορούν να κρατήσουν μια παραγωγή στο ρεπερτόριο τους για δεκαετίες, ο «Μαγικός Αυλός» του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ που ανέβηκε το 2012 στην Κωμική Όπερα, τον ένα από τους τρεις οργανισμούς όπερας που λειτουργούν στο Βερολίνο, είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, αφού έκτοτε παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία και σε άλλα θέατρα και φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο, και τώρα ανεβαίνει και στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στις παραστάσεις της οποίας θα επανελθουμε· εν είδει προεπισκόπησης θα ανφερθούμε όμως στην παράσταση που παρακολουθήσαμε στην «αυθεντική» παραγωγή στην Κωμική Όπερα του Βερολίνου την Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017.

Το σημείο εκκίνησης του αυστραλού σκηνοθέτη και καλλιτεχνικού διευθυντή του οργανισμού, Μπάρρι Κόσκυ, είναι ότι η όπερα αυτή είναι ήδη πασίγνωστη. Το ερώτημα λοιπόν είναι, τί μπορεί να γίνει νέο, που να μην είναι επανάληψη όσων ήδη έχουμε δει; Η απάντηση είναι μια παράσταση-βιντεοπροβολή, ένα υβρίδιο μεταξύ όπερας, βωβού κινηματογράφου και κινουμένων σχεδίων, που υπογράφει η ομάδα «1927», δηλαδή η Σουζάνε Αντράντε, που συνυπογράφει τη σκηνοθεσία με τον Μπάρρι Κόσκυ, και ο Πωλ Μπάρριτ.

Η σκηνή έχει κλείσει με μια επίπεδη λευκή επιφάνεια επάνω στην οποία προβάλλονται τα κινούμενα σχέδια, εν μέσω των οποίων εμφανίζονται σε δύο επίπεδα οι τραγουδιστές· οι κινήσεις τους είναι απολύτως συγχρονισμένες για να συμβαδίζουν με την προβολή. Οι διάλογοι μεταξύ των μουσικών μερών έχουν κοπεί, αλλά ένα μέρος τους προβάλλεται στη σκηνή όπως οι λεζάντες των βωβών φιλμ, ενώ ως υπόκρουση ακούγεται μουσική του Μότσαρτ για πιάνο. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι σκηνοθέτες δεν διστάζουν να βάλουν τους τραγουδιστές να τραγουδήσουν από τα παρασκήνια με μικρόφωνο, όταν δεν τους θέλουν παρόντες επί σκηνής.

Η μεταφορά των καταιγιστικών ρυθμών του βωβού κινηματογράφου στην όπερα είναι ασφαλώς ένα προληπτικό αντίδοτο στον κίνδυνο να εξελιχθεί μια παράσταση σε κάτι εξαιρετικά αργό και πληκτικό.

Η παράσταση έχει ταχείς ρυθμούς και βέβαια πολλές αναφορές στα κωμικά στοιχεία του βωβού κινηματογράφου: κηνυγητά, γκαγκ, κλπ. Εδώ πάντως έχει κανείς την εντύπωση ότι η έμπνευση συχνά προέρχεται μάλλον από τον Μπάστερ Κήτον. Αλλά ενσωματώνει και πολλά άλλα στοιχεία, όπως η εικονα της μάνας-αράχνης, που χαρακτηρίζει τη Βασίλισσα της Νύχτας. Συνολικά η παράσταση εντυπωσιάζει με την τεχνική της αρτιότητα και την συνολική ενότητα της σύλληψης. Άλλωστε αυτή είναι η παράδοση της Κωμικής Όπερας του Βερολίνου, που ανάγεται στον σπουδαίο σκηνοθέτη όπερας Βάλτερ Φέλζενστάιν, και επιδιώκει την απόλυτη συνέργεια θεάτρου και μουσικής.

Από μουσικής πλευράς, η διανομή που ακούσαμε ήταν συνολικά εξαιρετική και πολύ ομοιογενής. Μάλιστα Βασίλισσα της Νύχτας ερμήνευσε η ελληνίδα υψίφωνος Χριστίνα Πουλίτση, που θα τραγουδήσει τον ίδιο ρόλο στην Αθήνα. Η απόδοσή της ήταν εκείνο το βράδυ εξαιρετική – ήταν μάλιστα η πρώτη για την οποία στη δεύτερη πράξη το κοινό έσπασε την ευλαβική σιωπή για να χειροκροτήσει· υποπτευόμαστε την παρουσία Ελλήνων στην αίθουσα. Ξεχώρισαν επίσης τα τρία παιδιά, μέλη της φημισμένης παιδικής χορωδίας Ταίλτσερ, ο Παπαγκένο (Tom Eric Lie), ο Μονόστατος (Ivan Tursic), και η εκπληκτική χορωδία της Κωμικής Όπερας, που στην σχετικά μικρή αίθουσα ακουγόταν με αισθησιακή αμεσότητα. Διηύθυνε ο Εστονός Χέντρικ Βέστμαν.

Η μεταφορά των καταιγιστικών ρυθμών του βωβού κινηματογράφου στην όπερα είναι ασφαλώς ένα προληπτικό αντίδοτο στον κίνδυνο να εξελιχθεί μια παράσταση σε κάτι εξαιρετικά αργό και πληκτικό, και βέβαια βοηθά κωμικά έργα να ξαναβρούν κάτι από την ζωντάνια που η επανάληψη δύο ή δυόμιση αιώνων μπορεί να έχει κάπως στομώσει. Από την άλλη έγκειται στην ικανότητα του σκηνοθέτη να πραγματοποιήσει με τη μεταφορά των κωδίκων μιας τελείως διαφορετικής τέχνης ένα αποτέλεσμα που θα εμπλουτίσει και δεν θα αποδυναμώσει το πρωτότυπο έργο, αλλά και στους ερμηνευτές να προσαρμοστούν στις κινητικές απαιτήσεις χωρίς να κάνουν εκπτώσεις στη μουσική ερμηνεία των προθέσεων του συνθέτη.

 

Διαβάστε ακόμα: Νίκος Διαμαντής – «Για να καινοτομήσεις χρειάζεται να πάρεις ρίσκα»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top